ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΜΕ για την Μικρασιατική Εκστρατεία, συνήθως επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην περίοδο από το Μάϊο του 1919 μέχρι το Σεπτέμβρη του 1922. Όσοι από εμάς είχαμε κάποιον παππού που πήρε μέρος, και εγώ είμαι ένας από αυτούς, ή μεγαλώσαμε σε οικογένειες με προσφυγικό παρελθόν, ίσως μπορούμε να ανασύρουμε από τη μνήμη μας κάποιες λεπτομέρειες. Η πολιτική διήγηση και το εκπαιδευτικό μας σύστημα ποτέ δεν εξέτασε το γενικότερο πολιτικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον που οδήγησε στην Εθνική Καταστροφή, ούτε ανέλυσε επαρκώς τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της έλευσης των προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης.

Εκατό χρόνια μετά, το ντόπιο και διεθνές περιβάλλον και οι γεωπολιτκές ισορροπίες που προκάλεσαν και διαμόρφωσαν αυτή την καθοριστική καμπή του Ελληνισμού, εξακολουθεί να θυμίζει ενοχλητικά κάποιες επίκαιρες πραγματικότητες. Ξεκίνησε, εξελίχθηκε και έληξε χωρίς ποτέ να υπάρχει ενιαίο και συγκροτημένο στρατιωτικό, πολιτικό και εθνικό σχέδιο. Βασίστηκε κυρίως σε αποσπασματικές και συναισθηματικές αποφάσεις. Χωρίς συγκεκριμένο στόχο, χωρίς ενιαία πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και χωρίς ουσιαστικούς συμμάχους, η τελική έκβαση ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Προθάλαμος της Μικρασιατικής Εκστρατείας ήταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918, οι οποίοι διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έθεσαν θέμα διαδόχων της κρατών και κρατικών συμφερόντων στα εδάφη της.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι διπλασίασαν τα εδάφη και τον πληθυσμό του ελληνικού κράτους, εδραίωσαν την πεποίθηση των Ελλήνων στη δύναμη των ελληνικών όπλων και την πίστη τους στη Μεγάλης Ιδέα του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αντίθετα, έφερε τους δύο σε μετωπική σύγκρουση, δίχασε το ‘Εθνος, το έφερε όμως στο στρατόπεδο των νικητών, όπου οι Έλληνες έκριναν ότι οι μεγάλες προσδοκίες τους στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσαν εθνικά τους δικαιώματα πέραν πάσης αμφισβήτησης.

Το 1915 ο Βενιζέλος έκρινε ότι το συμφέρον του κράτους, το μέλλον του Ελληνισμού και οι διαμορφούμενες διεθνείς συμμαχίες, επέβαλλαν στην Ελλάδα να εξέλθει στον ακόμη αμφίρροπο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, που μάχονταν εναντίον της Γερμανίας, της Αυστρουγγαρίας και Ιταλίας, στις οποίες είχε προσχωρήσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και είχε συγγενική σχέση με τον Kaiser Γουλιέλμο, πίστευε ότι τα ίδια ακριβώς εθνικά συμφέροντα υπαγόρευαν στην Ελλάδα αυστηρή ουδετερότητα.

Ενώ γύρω από την Ελλάδα μαίνεται ένας Παγκόσμιος Πόλεμος, η μετωπική ρήξη μεταξύ των δύο ισχυρών ανδρών προκαλεί συνταγματική κρίση και διχάζει τους οπαδούς τους. Διαφωνώντας με την εξωτερική πολιτική του Κωνσταντίνου, ο Βενιζέλος παραιτείται τον Φεβρουάριο του 1915, για να κερδίσει ένα μήνα μετά τις επόμενες εκλογές και να ξαναγίνει πρωθυπουργός. Ο Βασιλιάς με τη σειρά του, θα διαλύσει αργότερα την ίδια χρονιά τη Βουλή και θα προκηρύξει νέες εκλογές, στις οποίες το κόμμα των Φιλελευθέρων δεν θα συμμετάσχει.

Την ίδια χρονιά, γαλλικά και αγγλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Λήμνο και τη Θεσσαλονίκη. H βασιλική κυβέρνηση αποσύρει το Ε’ Σώμα Στρατού πλην μιας Μεραρχίας περιορισμένης σε καθήκοντα επιτήρησης. Αμέσως μετά οι Αγγλογάλλοι καταλαμβάνουν την Κέρκυρα. Τον Μάϊο του ’16 η βασιλική κυβέρνηση παραδίδει το οχυρό Ρούπελ στους Βούλγαρους και σε μια διμοιρία Γερμανών οι οποίοι αργότερα αιχμαλωτίζουν όλο το Δ’ Σώμα Στρατού της Καβάλας. Οι άνδρες του μεταφέρονται στο στρατόπεδο αιχμαλώτων Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Στην Καβάλα εισέρχονται οι Βούλγαροι.

Ο Γάλλος αρχιστράτηγος Σαράιγ κηρύσσει τη Θεσσαλονίκη σε κατάσταση πολιορκίας. Η βενιζελική Επιτροπή Εθνικής Αμύνης θα καλέσει σε αλλεπάλληλα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας κατά του Κωνσταντίνου. Τον Αύγουστο του 1916 η επιτροπή κηρύσσει το Κίνημα Εθνικής Αμύνης στο οποίο ανταποκρίνεται ο Βενιζέλος που θα σχηματίσει την κυβέρνηση της Τριανδρίας υπό τον ίδιο, το ναύαρχο Κουντουριώτη και το στρατηγό Δαγκλή. Στο κίνημα προσχωρούν και τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Η προσωρινή κυβέρνησή θα αναγνωρισθεί μόνο de facto από τους συμμάχους της.

Η Ελλάδα έχει χωρισθεί πλέον στα δύο: το «κράτος των Αθηνών» και το «κράτος της Θεσσαλονίκης», το οποίο σχηματίζει Μεραρχίες Εθνικής Αμύνης και τις στέλνει στο Μακεδονικό Μέτωπο. Τον Νοέμβριο γαλλικός στόλος καταπλέει στο Φάληρο, βομβαρδίζει την Αθήνα με στόχο τα ανάκτορα και αποβιβάζει αγήματα εναντίον των οποίων ανοίγουν πυρ οι Έλληνες. Ακολουθεί πογκρόμ κατά των βενιζελικών με πολλά θύματα. Στις αρχές του 1917 οι Γάλλοι επιβάλλουν πλήρη αποκλεισμό, αποβιβάζουν στρατό στον Πειραιά, καταλαμβάνουν τον Ισθμό της Κορίνθου και τον Μάϊο εκθρονίζουν τον Κωνσταντίνο και ορίζουν ως διάδοχο τον γιο του Αλέξανδρο. Ο Βενιζέλος καταπλέει τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου στον Πειραιά επάνω σε γαλλικό καταδρομικό και λίγες μέρες μετά ορκίζεται Πρωθυπουργός.

Η Ελλάδα ξαναγίνεται ένα ενιαίο κράτος αλλά ο στρατός και ο λαός παραμένουν διχασμένοι σε δύο αλληλομισούμενες μερίδες βενιζελικών – βασιλικών.

– Οι βενιζελικοί εκκαθαρίζουν το κράτος από τα «βασιλικά μιάσματα». Πολιτικοί, στρατιωτικοί και κρατικοί αξιωματούχοι εξορίζονται στην Κορσική. Άλλοι περιορίζονται κατ’ οίκον, ανάμεσά τους δύο πρώην Πρωθυπουργοί και έξι πρώην υπουργοί.

– Αποστρατεύονται 1.600 μόνιμοι αξιωματικοί και άλλοι 700 τίθενται σε διαθεσιμότητα. Απομακρύνεται, έτσι, το 40% των μονίμων στελεχών του στρατού. Αποστρατεύονται 300 μόνιμοι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού: το 30% του συνόλου. Διαλύεται η Βασιλική Χωροφυλακή και αναλαμβάνει η πιστή Κρητική Χωροφυλακή.

Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920, οι περισσότεροι αποστρατευθέντες αξιωματικοί επανέρχονται αλλά στο εμπόλεμο στράτευμα δημιουργούνται προβλήματα επετηρίδας και πολεμικής εμπειρίας. Προκαλούν υπονομευτικές έριδες στην πρώτη γραμμή του μετώπου, με τους παραμένοντες αξιόμαχους έμπειρους βενιζελικούς συναδέλφους τους και συμμαχητές τους. Καθ’ όλη την Εκστρατεία, μόνον ένας στους τέσσερις αξιωματικούς ήταν απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων. Οι υπόλοιποι προέρχονταν από τις τάξεις των μονίμων υπαξιωματικών, οι οποίοι κέρδισαν τα γαλόνια τους στο πεδίο της μάχης, όπως ο Νικόλαος Πλαστήρας και ο Γεώργιος Κονδύλης.

Το 1914 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν περίπου 4,7 εκατ. μοιρασμένοι εξίσου στην Παλαιά Ελλάδα και στις Νέες Χώρες. Μέχρι το 1918, περίπου 135.000 μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν οικειοθελώς τη Μακεδονία. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών έφυγαν και οι υπόλοιποι. Λόγω των πολέμων 1912-1918 και των διωγμών είχαν μετακινηθεί ή διωχθεί εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Ρωμυλία και τα παράλια της δυτικής Μικράς Ασίας. Το 1918 είχαν επιστρέψει σταδιακά 140.000 στη Μακεδονία και άλλοι 131.000 στο σύνολο της Θράκης. Έτσι, πριν ξεκινήσει η Μικρασιατική Εκστρατεία, η Ελλάδα αντιμετώπιζε ήδη οξύτατο προσφυγικό πρόβλημα. Μόνον στους καταλόγους των προς περίθαλψη προσφύγων του 1915 κιόλας ήταν εγγεγραμμένοι 117.484 άποροι.

Η διχασμένη χώρα ήταν υποχρεωμένη να καλύπτει με νέα δάνεια τις ιδιαίτερα αυξημένες αμυντικές δαπάνες προς υπεράσπιση των απελευθερωμένων χωρών που ενόπλως διεκδικούσαν στη Μακεδονία οι Βούλγαροι, στα νησιά του Αιγαίου οι Οθωμανοί και στην Ήπειρο οι Ιταλοί για λογαριασμό των Αλβανών. Τα δάνεια εκείνης της περιόδου ξεπέρασαν το 1 δισεκατομμύριο δραχμές. Το υπόλοιπο καλύφθηκε με βαριές φορολογίες που επιβάρυναν υπέρμετρα τις ασθενέστερες λαϊκές οικογένειες, των οποίων οι άντρες ήταν επί χρόνια επιστρατευμένοι, όσοι δεν σκοτώθηκαν ή ήταν ανάπηροι.

Οι πλουσιότερες τάξεις είχαν θησαυρίσει από τους πολέμους αλλά αρνήθηκαν να συμμετάσχουν αναλογικά στο τεράστιο βάρος της Πατρίδας. Το δημόσιο χρέος μεγάλωνε και παράλληλα μεγάλωνε το δημόσιο έλλειμμα. Στα τέσσερα τελευταία χρόνια οι τιμές τετραπλασιάσθηκαν.

Η Ελλάδα βγήκε από τον πόλεμο βαριά χρεωμένη, με το νόμισμά της στα πρόθυρα της καταστροφής, τη βασική οικονομική δομή της χωρίς ποιοτικές αλλαγές, ένα απαρχαιωμένο και άδικο φορολογικό σύστημα, με μεγάλες περιοχές κατεστραμμένες, ένα οξύ προσφυγικό πρόβλημα, με πόλωση των πολιτικών δυνάμεων που προμήνυε συμφορές, χωρίς κανένα φωτεινό σημάδι στον ορίζοντα εκτός από την αναμενόμενη ικανοποίηση των εδαφικών της διεκδικήσεων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Αυτή η αποκαρδιωτική πραγματικότητα υπήρξε ο αληθινός προθάλαμος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που ήταν το τελευταίο χαρτί της Ελλάδας για να λήξει υπέρ της η υπόθεση της Μικράς Ασίας με στρατιωτικά μέσα: η καταδίωξη του κεμαλικού στρατού και η πλήρης συντριβή του.

Ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν για την Ελληνική κοινωνία γεγονότα τραυματικά και χωρίς προηγούμενο. 1,5 εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολίας αναγκάστηκαν να φύγουν από τις πατρίδες τους και να μετοικήσουν στην Ελλάδα.

Ιδωμένοι ως ξένοι από τους ντόπιους, οι πρόσφυγες ενέπνεαν αισθήματα φόβου, μίσους και απέχθειας. Η θέα της εξαθλίωσης, του στοιβάγματος σε καράβια και λιμάνια και μετά σε προσφυγικούς καταυλισμούς, λειτουργούσε απωθητικά για τους “γηγενείς”.

Περίπου το 90% των προσφύγων εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και στη Θράκη. Από την πρώτη στιγμή, ο Βενιζελισμός έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ενσωμάτωση τους στην ελληνική κοινωνία και συνετέλεσε ώστε σταδιακά να αποκτήσουν οι πρόσφυγες σπίτια, χωράφια, περίθαλψη και ίσα πολιτικά δικαιώματα. Παρά τις αδικίες και τις ταλαιπωρίες, οι πρόσφυγες ενσωματώθηκαν και τους δόθηκε η δυνατότητα να κάνουν μια νέα αρχή, μέσα στα ασφαλή σύνορα του Ελληνικού κράτους, το οποίο πλέον είχε εθνική και θρησκευτική ομοιογένεια. Προερχόμενοι από τόπους με κοσμοπολίτικη κουλτούρα και μακραίωνη παράδοση, οι πρόσφυγες μπόλιασαν τη νέα πατρίδα με τον πολιτισμό τους, τη μουσική τους, τη γαστρονομία, τη μόδα, την εκπαίδευση, αλλά και με τις αντιλήψεις και τις πολιτισμικές αξίες του εμπλούτισαν τη μέχρι τότε κλειστή ελληνική κοινωνία.