Ένα έθιμο των Σερραίων που αναβίωσε πριν μερικές δεκαετίες και στη Μελβούρνη, μοιράζεται με τους αναγνώστες του «Νέου Κόσμου» ο γνωστός ομογενής Τζιμ Μάσσης. Μεταξύ άλλων μας γράφει:

Οι αγώνες πάλης από ό,τι γνωρίζω είναι έθιμο των Σερραίων. Και γίνονται στα πανηγύρια εάν δεν κάνω λάθος. Εγώ εάν και Θεσσαλονικιός οι ρίζες μου είναι από χωριά των Σερρών, από την πελυρά του πατέρα και της μητέρας μου.

Μάλιστα, ο μικρός αδελφός της μητέρας μου πάλευε εκείνο τον καιρό με το παρατσούκλι Πατάκος. Και από όσα μου έλεγε σε ένα ταξίδι μου στην Ελλάδα, είχε αντίπαλο κάποιον Κουτσουρούμπα, που ήταν μεγάλο όνομα της πάλης στη δεκαετία του 1960. Επίσης, ο ίδιος είχε και άλλα ονόματα, αλλά δεν τα θυμάμαι.

Τώρα πώς εγώ βρέθηκα να παλεύω. Θυμάμαι ήμουν νεόπαντρος και με την σύζυγό μου βρεθήκαμε σε ένα τέτοιο πανηγύρι κάπου στο Marοοndah Dam.

Θυμάμαι είχα πιει μια ντουζίνα μπύρες και έφαγα αρκετά… τσοπς και ξάπλωσα λίγο για να χωνέψω. Να ‘σου τότε ο γνωστός μας στα ποδοσφαιρικά Πίτερ Παγώνης.

“Εδώ είσαι”, μου λέει, “και ψάχνω ανθρώπους για να παλέψουν”.

“Εγώ”, του λέω, “δεν έχω καμία δουλειά με τον Σερραϊκό Σύλλογο”.

“Έχουν”, μου λέει, “οι γονείς σου και είναι το ίδιο”.

 

Τι να κάνω, σχεδόν μεθυσμένος και γεμάτο το στομάχι μου πασαλείβω λάδι στο σώμα μου για να γλιστράω από τον αντίπαλό μου και άρχισα με τον πρώτο. Τον νικάω και μετά αρχίζω κατευθείαν με τον δεύτερο. Τον νικησα και αυτόν και έναν-δυο άλλους και πήγα στον τελικό.

Όταν ο Τζιμ Μάσσης ήταν παλαιστής. Φώτος: Supplied

Εκεί έπρεπε να αρχίσω να αγωνίζομαι κατευθείαν, γιατί δεν είχαμε ώρα και θα νύχτωνε. Ο αντίπαλός μου είχε ξεκουραστεί περίπου 45 λεπτά.

Τέλοςπάντων, μετά από πολύωρη πάλη τον κέρδισα, μου έδωσαν τη ζώνη του νικητή, αν θυμάμαι καλά και κάποιο χαρτζιλίκι και μου είπαν ότι αν ήμουν στην πατρίδα θα μου έδιναν ένα ζωντανό αρνάκι…

“Αυτά παίρνουν οι νικητές στην Ελλάδα¨μου είπαν.

Ξέχασα να πω ότι την ώρα που πάλευα στον τελικό ανάμεσα στον κόσμο είδα και τον πατέρα μου, που δεν ήξερα ότι ήταν εκεί, και τον είδα κάπως αμήχανο όταν ο αντίπαλός μου με έριχνε κάτω. Τότε είπα μέσα μου θα κερδίσω για να κάνω υπερήφανο τον πατέρα μου. Και όταν ήρθε να με συγχαρεί, μου είπε ότι εάν έχανα θα με αποκλήρωνε. Ήταν περήφανος που ο κόσμος έδινε και σε αυτόν συγχαρητήρια για τη νίκη μου.

Επίσης, κατά τη διάρκεια των αγώνων δεν σταμάτησε η μουσική, έπαιζαν αδιάκοπα νταούλια και ζουρνάδες μέχρι το τέλος του κάθε αγώνα.

Οι εκδηλώσεις αυτές στο τέλος της δεκαετίας του 1970 σταμάτησαν εδώ στη Μελβούρνη και επαναλήφθηκαν, αν δεν κάνω λάθος, πριν 15-20 χρόνια στο Coburg, αλλά πάλι σταμάτησαν για τεχνικούς λόγους, όπως λένε οι ιθύνοντες. Με κάλεσαν και εκεί, αλλά τους είπα “παιδιά τώρα είμαι παππούς, ξεχάστε με…”