Ήταν Φλεβάρης του 1965 όταν έφυγα για Αυστραλία. Αρκετό καιρό πριν είχαν αρχίσει οι απαραίτητες διαδικασίες προετοιμασίας, αιτήσεις, πιστοποιητικά, ιατρικές εξετάσεις, συνεντεύξεις και προς το τέλος ομιλίες ενημέρωσης γύρω από τη ζωή της Αυστραλίας, τρόποι συμπεριφοράς κ.λ.π.

Μία συγκεκριμένη ημερομηνία, έπρεπε να είμαστε στον Πειραιά για να φύγουμε. Με μία βαλίτσα έφυγα με το λεωφορείο από το χωριό για την Αθήνα, και από εκεί με το τραίνο για Πειραιά. Δεν ήταν δύσκολο εκεί στο λιμάνι να βρω το καράβι, το Πατρίς όπως μας είχαν πει, διότι σε ένα μέρος της προκυμαίας ήταν τόσο πολύς κόσμος, που μου θύμιζε εμποροπανήγυρη στο χωριό. Διασχίζοντας αυτό το πλήθος για να πάω στον έλεγχο επιβίβασης, έμοιαζε πιο πολύ σαν συγκέντρωση κόσμου μετά από κηδεία ή γάμο. Όλα τα συναισθήματα ήταν ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τους, κλάματα, φιλιά, αγκαλιές δεν περιγράφονταν.

Μετά από σχετικό έλεγχο άρχισε η επιβίβαση. Ανέβαινα τη σκάλα του “Πατρίς” και βλέποντας από ψηλά τον Πειραιά, την Ελλάδα, πέρασαν από το μυαλό μου οι στοίχοι του τραγουδιού, «πότε μάνα θα σε δω». Εκεί στο κατάστρωμα βρεθήκαμε καμιά δεκαριά γνωστά και άγνωστα παιδιά μεταξύ μας αγκαλιασμένοι και τραγουδάγαμε Θεοδωράκη.

Για μια στιγμή ένας της παρέας, Πατρινός, νομίζω ήταν, σταμάτησε απότομα το τραγούδι και λέει: «Ρε φεύγουμε. Έριξα μία ματιά έξω και είδα τα φώτα των καταστημάτων να φεύγουν. Αυτά δεν έφευγαν, αυτά έμεναν, εμείς φεύγαμε…»

Η παρέα διαλύθηκε. Εγώ πήγα στη καμπίνα μου. Το πρωί το καράβι ήταν μεσοπέλαγα. Βγήκα στο κατάστρωμα για να δω τελευταία φορά τον ουρανό μας, τη θάλασσά μας. Ήταν συννεφιασμένο πρωινό με ψιλόβροχο. Όλα είχαν γκρίζο χρώμα. Και κάποιο νησάκι στα αριστερά μας και αυτό γκρίζο. Αλλιώς φανταζόμουνα το Αιγαίο.

Η αγωνία για το τι μας περιμένει ήταν πολύ μακριά. Ζούσαμε τη διαφορετικότητα. Μετά από πόσο, δεν θυμάμαι, μας είπαν ότι θα φτάναμε στην Αίγυπτο, στο λιμάνι Port Said. Ο πρώτος σταθμός μας, είναι στην είσοδο της Διώρυγας του Σουέζ. Είπα, επιτέλους, θα δω από κοντά, το “εξωτερικό” (η λέξη εξωτερικό σήμαινε τότε ένα πλούσιο, ωραίο, πολιτισμένο μέρος).

Ανέβηκα στο κατάστρωμα να δω τη χώρα των Φαραώ που μαθαίναμε στο σχολείο και κυρίως τη χώρα που μεγαλούργησε ο Ελληνισμός της Αλεξανδρινής Εποχής. Όμως αυτό που αντίκρισα δεν ήταν αυτό που φανταζόμουν.

Η πρώτη μου δουλειά ήταν στην Η.Η GREEN. Φώτο: Supplied/Γιώργος Μπούρας

Όταν έριξε άγκυρα το καράβι, το έζωσαν βαρκάρηδες που πουλούσαν διάφορα αλλά κυρίως παντόφλες . Είχαν ένα δικό τους τρόπο να δίνουν τα πράγματα και να παίρνουν τα χρήματα. Στα δύο άκρα μιας τριχιάς έδεναν και από μία παντόφλα, πετούσαν επάνω στον πελάτη την μία παντόφλα, έβαζε μέσα τα χρήματα, και έριχνε σιγά-σιγά τα χρήματα με την παντόφλα στον «έμπορο». Όταν έπαιρνε τα χρήματα τότε μπορούσες να τραβήξεις και τις δύο παντόφλες. Σύστημα εξωτερικού…

Σε λίγο έγινε η αποβίβαση. Επιτέλους, πατούσα στην ιστορική Αίγυπτο. Η παρέα βγήκε βόλτα στο κέντρο της πόλης που ήταν εκεί κοντά. Μου έκαναν εντύπωση τα λεωφορεία της αστικής. Ο κόσμος ανέβαινε και κατέβαινε κατά βούληση και εν κινήσει. Πόρτες δεν είδα. Ήταν πρωτοφανής για μας αυτή η εικόνα. Την ίδια εποχή στην Αθήνα τα λεωφορεία είχαν και μικρόφωνο από όπου ο εισπράκτορας έλεγε ποια είναι η επόμενη στάση. Νύχτα με ημέρα η διαφορά.

Εκεί που περπατούσαμε στην πλατεία κάτι παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο και μας έκαναν νόημα να παίξουμε και εμείς. Μπήκα εγώ και ένα άλλο παιδί στο τσιμεντένιο “γήπεδο” και θυμάμαι φώναζαν «κύριος, κύριος» για να δώσουμε πάσα. Άλλος πάλι φώναζε: Παπαγιάννη! Παπαγιάννη! Έμαθα πως ο Παπαϊωάννου της ΑΕΚ είχε παίξει στην Αίγυπτο και είχε αφήσει άριστες εντυπώσεις.

Όταν επιβιβαζόμαστε περίμεναν εκεί δίπλα να έρθει η σειρά τους αρκετοί Λιβανέζοι. Όλοι με ένα τουμπελέκι στη μασχάλη τους. Εγώ νόμιζα πως ήταν πήλινες σωλήνες, έτσι μοιάζανε. Στο ταξίδι έπαιζαν και χόρευαν. Κάτι φορές, ήμουν κι εγώ στο χορό.

Οι Αιγύπτιοι αστυνομικοί που ήταν επάνω στο καράβι ήταν ντυμένοι σαν τους φαντάρους μας σε αγκαρία. Έτσι τους παρομοίασα. Μάλιστα, ένας μου έδωσε ένα χαρτάκι στα Αράπικα να του κάνω πρόσκληση. Αυτά είδα και έκανα στη σύντομη επίσκεψη στη Γη της Επαγγελίας.

ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΩΡΥΓΑ ΤΟΥ ΣΟΥΕΖ

Την επόμενη κατεβαίναμε τη διώρυγα προς την Ερυθρά Θάλασσα. Θυμάμαι ακούσαμε μία φωνή: «Καλό ταξίδι, πατριώτες». Ήταν Έλληνες που εργάζονταν στην Εταιρεία Διώρυγας.

Από την Ερυθρά Θάλασσα έστειλα ένα γράμμα στον πατέρα μου. Αυτό μου ζήτησε ψιθυριστά όταν τον αποχαιρέτησα. Να μου γράφεις, να μου γράφεις. Δεν ξανάκουσα τη φωνή του…

Άρχισα με την φράση: «Ερυθρά Θάλασσα εν πλω».

Σε μερικές μέρες φτάσαμε στο Aden. Το νοτιότερο άκρο της Αραβικής χερσονήσου. Ο τόπος φαινόταν τελείως άγονος, μόνο κάτι μεγάλες δεξαμενές πετρελαίου επάνω σε ένα λόφο αριστερά μας. Ήταν μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα μάθαμε.

Εκεί μείναμε μία μέρα και μία νύχτα. Ήταν γνωστό λιμάνι για αγορά ηλεκτρονικών, όπως κασετόφωνα, τραντζιστοράκια (όπως λέγανε τα μικρά ραδιόφωνα) κλπ. Σε ένα δρόμο που είχε όλο τέτοια μαγαζιά πήγαμε βόλτα. Εκεί ακούσαμε μία φωνή: «Μαρία, Μαρία, έλα Μαρία, Μαρία…».

Ήταν το κασετόφωνο του καταστηματάρχη που πωλούσε αυτά τα είδη και μας καλούσε. Ένας της παρέας λέει: «Ρε παιδιά, καλύτερα να πάρουμε στο γυρισμό, πού να τα κουβαλάμε στην Αυστραλία». Τρία το πολύ πέντε χρόνια και θα γυρνάγαμε. Έτσι και έγινε. Τα αφήσαμε για το γυρισμό…

Το κεντρικό Ταχυδρομείο της Μελβούρνης. Ήμουν τυχερός που εργαζόμουν τότε εκεί. Φώτο: Supplied/Γιώργος Μπούρας

ΣΤΟ FREEMANTLE

Το επόμενο λιμάνι ήταν το λιμάνι του Perth, το Freemadle. Φτάνουμε στην Αυστραλία στον προορισμό μας. Δέκα ολόκληρες ημέρες με θάλασσα και ουρανό μόνο. Δεν είναι λίγο. Γι’ αυτό είχαν διοργανώσει διάφορες δραστηριότητες για να περνάει κάπως ευχάριστα ο καιρός. Είχαμε και μαθήματα αγγλικών, για όσους ήθελαν.

Εκεί προς το τέλος του ταξιδιού, όσοι πηγαίνανε με πρόσκληση είχανε τηλέφωνο από τους δικούς τους που τους περίμεναν. Εμείς οι άλλοι τους θεωρούσαμε και ήταν οι τυχεροί. Ποιος τη χάρη τους. Τα μεγάφωνα καλούσαν ονόματα να πάνε στο τηλεφωνικό κέντρο. Αυτοί οι τυχεροί καμάρωναν και μας περιέγραφαν τις μεγάλες δουλειές, που είχαν οι δικοί τους που τους περίμεναν. Δεν ήταν πάντα έτσι όμως, από τις περιπτώσεις που γνώρισα.

Κάποια στιγμή ακούσαμε από τα μεγάφωνα ότι πλησιάζουμε Αυστραλία.

Αυτό που είδα όταν πλησιάσαμε ήταν πράγματι «εξωτερικό». Ήταν ο προορισμός μας. Επιτέλους φτάσαμε Αυστραλία. Εδώ όλοι έπρεπε να αποβιβαστούμε για να περάσουμε από έλεγχο εισόδου στη χώρα. Αφού περάσαμε τον έλεγχο, πήγαμε να αλλάξουμε τα νομίσματα της χώρας μας με αυτά της Αυστραλίας. Λίρες, ήταν τότε σελίνια και πένες οι υποδιαιρέσεις. Εκεί που περιμέναμε ήρθαν δύο μεγαλόσωμοι με δύο σακούλες χρήματα και δύο μεγάλες μαύρες πιστόλες. Πρώτη φορά έβλεπα λεφτά και πιστόλια μαζί εκτός σε κάτι καουμπόικα έργα….

Μία γρήγορη επίσκεψη με το λεωφορείο στο Perth με τους ωραίους δρόμους, με τις όμορφες μονοκατοικίες με τα γυαλιστερά κεραμίδια, μας εντυπωσίασε αφάνταστα. Εκεί, σε ένα πολυκατάστημα που πήγαμε είδα σταφύλια τον Μάρτη. Στην πατρίδα ήταν ακόμη τα κλήματα χωρίς τα πρώτα φιλαράκια. Εκεί είδα και μια γυναίκα με ροζ μαλλιά…

ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ

Μάθαμε ότι το επόμενο λιμάνι είναι η Μελβούρνη, που ήταν και ο προορισμός των πιο πολλών. Ήταν κάπου τέσσερις μέρες ταξίδι.

Μία ημέρα μετά την αναχώρηση, στο σαλόνι του καραβιού είχε στηθεί ένα γραφείο, και ένας κύριος εξηγούσε, ποιος ήταν ο σκοπός του εκεί. Ήταν από το εργοστάσιο αυτοκινήτων General Motors της Μελβούρνης. Το όνομά του ήταν Τζίμης, ήταν Έλληνας από την Αίγυπτο. Το εργοστάσιο, έλεγε, είχε θέσεις εργασίας για εμάς. Είχε έρθει σε επαφή με Έλληνες της γύρω περιοχής που είχαν σπίτια και νοίκιαζαν δωμάτια. Ο μισθός έλεγε είναι 20 και μισό λίρες την εβδομάδα, μία λίρα το κρεββάτι ενοίκιο την εβδομάδα μία λίρα την εβδομάδα εισιτήριο με το τραίνο για τη δουλειά. Πολύ οργανωμένος ο κ. Τζίμης.

Όμως όλα αυτά φαίνονταν απίστευτα καλά, σε βαθμό που θεωρήθηκαν και ύποπτα. Αποτέλεσμα, δεν γραφόταν κανένας. Μία ημέρα πριν φτάσουμε στο προορισμό μας πήγα και εγώ για να μου εξηγήσεi. Μιλήσαμε, με έπεισε, γράφτηκα. Το είπα στην παρέα και πριν φτάσουμε είχαν γραφτεί τρία λεωφορεία κόσμος. Τους έπεισε φαίνεται η απόφασή μου.

ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ GENERAL MOTORS

Ήταν Κυριακή απόγευμα όταν φτάσαμε. Είχαμε την πρώτη μας συνάντηση-ενημέρωση στην κουζίνα στο σπίτι του Τζίμη.

Την επόμενη ημέρα εγερτήριο πρωί-πρωί για να πάρουμε το τραίνο για πρώτη ημέρα στη δουλειά στην Αυστραλία. Στο τραίνο τέτοια ώρα ήταν μόνο εργαζόμενοι στη General Motors. Μόνο ελληνικά άκουγες. Το εργοστάσιο τεράστιο με ένα απέραντο χώρο υπαίθριο γεμάτο με αυτοκίνητα καινούργια στο Dandenog όπως το έλεγαν το προάστιο.

Ο Δ.Σ. της Τεχνικής Εταιρείας Mc KEE Pacific, μου απονέμει το Company Pin. Φώτο: Supplied/Γιώργος Μπούρας

Εκεί μέσα στο εργοστάσιο, κοντά στα γραφεία σε μία αίθουσα ήταν ο γνωστός μας Τζίμης με δύο άλλους υπαλλήλους, που έπαιρναν τα στοιχεία των νέων εργατών και στη συνέχεια τους πήγαιναν κατά δυάδες ή τριάδες εκεί που υπήρχαν κενές θέσεις εργασίας. Εμένα μου είπε να περιμένω δίπλα για να βοηθήσω αν χρειαστεί. Δεν χρειάστηκε να κάνω κάτι. Τέλος, αφού έδωσα και τα δικά μου στοιχεία, ο Τζίμης είπε σε έναν νεαρό Αυστραλό να μου δείξει τη γραμμή συναρμολόγησης, και να μείνω όπου μου αρέσει, φαίνεται πως τον βοήθησα να πετύχει το σκοπό του στο να βρει εργάτες, και ήθελε να με ευχαριστήσει.

Καθώς περπάταγα πλάι στη γραμμή και παρατηρούσα τους εργάτες που δούλευαν, ένας Έλληνας με ρώτησε: «Εσύ τι κάνεις εδώ;». Του εξήγησα. «Κάθισε εδώ», μου λέει, «είναι καλή, καθαρή δουλειά». Βάζανε ταπετσαρίες στα station wagon.

Κάθισα, καλή δουλειά μου πρότεινε ο Αντώνης από τη Μεσσηνία. Καλός φίλος, τον πάντρεψα αργότερα.

Έμεινα εκεί για κάποιες εβδομάδες έως ότου μου μπήκε η ιδέα πως πρέπει να βρω κάτι καλύτερο. Δεν ήξερα όμως πώς να ψάξω, πού να ρωτήσω.

MAIL OFFICER ΑΠΟ… ΣΠΟΝΤΑ

Μου είχε όμως αρέσει η δουλειά που έκανε αυτός που μας έδινε το εισιτήριο για το τραίνο κάθε πρωί. Καρέκλα, σόμπα ( ήταν χειμώνας), ό,τι καλύτερο το είχε αυτός ο νέος που ήταν από την Αργολίδα. Κάθε πρωί χαιρετιόμαστε σαν πατριωτάκια. Έτσι πήρα το θάρρος και τον ρώτησα, πώς βρήκε αυτή τη δουλειά. Μου είπε πού να πάω και τι να ζητήσω. Μου τα έγραψε κιόλας. Τα έλεγα πολλές φορές μη τα ξεχάσω.

Με την πρώτη άδεια ασθένειας που δικαιούμουν πήγα να ζητήσω δουλειά εκεί που μου είπε. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες, κατέληξα να γίνω… «Mail officer».

Πήγα στο σπίτι με συγκρατημένη αισιοδοξία που λέμε, γιατί δεν ήξερα τι να τους πω, τι δουλειά βρήκα. Δεν ήξερα τι ήταν. Τη λέξη mail την ήξερα, το officer το βρήκα στο λεξικό, Αξιωματικός Λειτουργός…. Δεν έβγαινε νόημα. Ο σπιτονοικοκύρης ήξερε κάποιον παλιό και έμαθε πως είναι δουλειά στο ταχυδρομείο. Μου άρεσε.

ΚΑΝΕ Ο,ΤΙ ΚΑΝΩ…

Ήρθε η ημέρα να παρουσιαστώ στο ταχυδρομείο. Έβαλα τα καλά μου και πήρα το τραίνο για το Spencer str. Εκεί απέναντι ήταν το κτήριο που έπρεπε να παρουσιαστώ. Έφτασα εκεί καθυστερημένα. Η αγωνία στο κατακόρυφο. Τρέχοντας έφτασα στον πέμπτο όροφο, εκεί που έπρεπε να πάω. Κάποιος εκεί με έσπρωξε μέσα σε μία μεγάλη αίθουσα, με ένα πελώριο τραπέζι στη μέση και άνθρωποι όρθιοι γύρω γύρω κάτι έλεγαν έχοντας το ένα τους χέρι επάνω σε ένα βιβλίο. Πήγα και εγώ στο τραπέζι στις άδειες θέσεις και έκανα ότι έκαναν και οι άλλοι.

Έμαθα αργότερα ότι ορκιζόμασταν στη Βασίλισσα επειδή γινόμαστε Δημόσιοι Υπάλληλοι Public Servants. Έτσι εν αγνοία μου ορκίστηκα και εγώ…

Η “τελετή της ορκωμοσίας” τελείωσε, και ένας-ένας από την απέναντι πόρτα κατέβαιναν στο πιο κάτω όροφο. Πηγαίναμε κατευθείαν για δουλειά. Καθίσαμε όλοι, και εγώ μαζί σε ένα μεγάλο πάγκο σαν τραπεζαρία, όπου εκεί έρχονταν τα γράμματα σορό από μία καταπακτή. Ο μπόσης είχε δώσει οδηγίες το τι πρέπει να κάνουμε με τα γράμματα.

Εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα από αυτές τις οδηγίες, αλλά έβλεπα τι κάνουν οι άλλοι. Τα μικρά τα έβαζα απλώς ωραία στον μικρό ιμάντα. (Τα γραμματόσημα τα αγνοούσα). Στο μεγάλο καλάθι απλώς έριχνα και κάπου – κάπου ένα, όπως νόμιζα ότι έκαναν οι άλλοι. Με έπιασε, όμως, ο μπόσης που πρόσεξε ότι μέσα στο καλάθι υπήρχαν διάφορα χρώματα. Είπε κάτι θυμωμένα, δεν κατάλαβα τι έλεγε, αλλά από το ύφος του δεν ήταν κάτι ευγενικό… Φοβήθηκα μη με διώξει. Μας πήραν είδηση κάτι παλιοί Έλληνες που τον γνώριζαν και τέλος καλό, όλα καλά.

Ήταν πολύ καλή δουλειά, βάρδιες που με εξυπηρετούσαν. Καλά λεφτά (λιγότερα από τη general motors) καρέκλα, το μεγάλο ζητούμενο της εποχής και ανεμιστήρα το καλοκαίρι. Είχε όμως σκόνη και ενοχλούσε στο αναπνευστικό μου.

ΠΩΣ ΓΙΝΕΣΑΙ, «DRAFTSMAN»;

Εκεί γνώρισα αρκετούς αξιόλογους Έλληνες με μερικούς από τους οποίους μάλιστα έχω ακόμη επαφή. Μεταξύ αυτών ήταν και δύο αδέλφια από την Αθήνα, Πανάς ήταν το επώνυμό τους. Ήταν μεγαλύτεροι μου, κύριοι πραγματικοί. Είχαν και έναν τρίτο αδελφό που δούλευε εκεί κοντά στο Board of works σαν Draftsman, μου είπαν.

Αυτό ήταν. Είπα θα πάω να γίνω draftsman. Κάποιος μου είπε πως ίσως έπρεπε να ρωτήσω στο Caulfield, το Γενάρη που ανοίγουν τα σχολεία. Το είπα σε μερικούς φίλους στο ταχυδρομείο και κανείς δεν με ενθάρρυνε. «Αυτά είναι πολύ δύσκολα για μας, με τα Αγγλικά που ξέρουμε», μου έλεγαν οι πιο πολλοί. Εκεί ήταν και κάποιος που ήξερα ότι σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, το δυσκολότερο από ό,τι λέγανε. Ήταν ο γνωστός στη παροικία, Κυριάκος Αμανατίδης. Άρα γιατί όχι και εγώ, είπα. Μέχρι το Γενάρη θα έχω βελτιώσει και τα αγγλικά μου.

Ήρθε ο Γενάρης του ’66 και μία βραδιά πήγα στο C.I.T. να ρωτήσω σχετικά με την εγγραφή μου για Draftsman. Δεν υπάρχει τέτοιο course εδώ μου είπε ένας καθηγητής εκεί, αλλά μπορείς να κάνεις Εngineering και μέσα στα άλλα μαθήματα είναι και το Drafting. Πήρα δύο μαθήματα, μαθηματικά και φυσική (maths and physics). Ήταν αρκετά δύσκολα, ιδίως στην αρχή.

Μία βραδιά θυμάμαι κάναμε μαθηματικά και ο καθηγητής έγραφε στον πίνακα απλοποίηση μιας συνάρτησης. Τον ρώτησα ενώ έγραφε να μου εξηγήσει κάτι και χωρίς να γυρίσει, λέει: «Αυτός που έκανε αυτή την ερώτηση δεν έπρεπε να είναι εδώ».

Έπρεπε να βρω άλγεβρα να φρεσκάρω κάποια πράγματα που είχα λησμονήσει.

Άλλη μία φορά ο καθηγητής φυσικής πέρασε όπως συνήθιζε δίπλα μου (ήξερε ότι δεν είμαι Αυστραλός) και μου λέει «Άφηνε κενό εάν δεν καταλαβαίνεις κάτι, και κοίταξε τις σημειώσεις μου. Είχα αφήσει κενό στη λέξη EPSILON (μονάδα μέτρησης στον μαγνητισμό ). Έχεις το βιβλίο φυσικής μαζί σου; μου λέει. Κοίταξε στις πρώτες σελίδες είναι η ελληνική Αλφάβητος, να την μάθεις…( εδώ δεν χρειαζόμουν φρεσκάρισμα).

Πέρασα με τα πολλά και τα δύο μαθήματα. Συνέχισα στο RMIT (Royal Melbourne Institute of Technology) που ήταν κοντά στη δουλειά και με βόλευε.

Εν τω μεταξύ, είχα μετακομίσει στο South Yarra. Πιο κοντά σε όλα δουλειά, σχολείο κ.λπ. Τότε έκανα εγγραφή και στο International Correspondence School (I.C.S) για να κάνω σχέδιο με αλληλογραφία, διότι στο Engineering το σχέδιο γινόταν προς το τέλος των σπουδών.

Εκεί έμαθα τα πολύ βασικά αλλά, ήταν κάτι για εκείνη την εποχή. Τελικά, μετά από πολλές προσπάθειες μάθαινα παθαίνοντας, έμαθα αρκετά για να βρω δουλειά.

* Το δεύτερο και τελευταίο μέρος της αυτοβιογραφίας του Γιώργου Μπούρα στην έκδοση του “Νέου Κόσμου” της Δευτέρας 27/6/2022.