Τουλάχιστον 1.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωής από τον ισχυρό σεισμό 6,1 βαθμών Ρίχτερ που έπληξε το Αφγανιστάν.

Σύμφωνα μάλιστα με αξιωματούχο της υπηρεσίας διαχείρισης καταστροφών, ο απολογισμός των νεκρών αναμένεται να αυξηθεί, ενώ άλλοι 610 άνθρωποι τραυματίστηκαν, ενώ ο σεισμός χαρακτηρίζεται ο πιο φονικός εδώ και δύο δεκαετίες για τη χώρα,

«Οι άνθρωποι ανοίγουν τάφους, τον ένα μετά τον άλλο», ανέφερε ο επικεφαλής της υπηρεσίας Ενημέρωσης και Πολιτισμού της επαρχίας Πάκτικα, ο Μοχάμαντ Αμίν Χουζάιφα, σε μήνυμά του προς τον Τύπο.

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Μεσογειακό Σεισμολογικό Κέντρο (EMSC), ο σεισμός ήταν μεγέθους 6,1 βαθμών, ενώ σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Γεωφυσικής (USGS) ήταν 5,9 Ρίχτερ.

Ο σεισμός είχε επίκεντρο περίπου 44 χιλιόμετρα από την πόλη Χοστ (πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας), στο νοτιοανατολικό Αφγανιστάν (κοντά στα σύνορα με το Πακιστάν), εστιακό βάθος 10 χιλιομέτρων και έγινε αισθητός σε απόσταση μεγαλύτερη των 500 χιλιομέτρων, ως το Πακιστάν και την Ινδία, ανακοίνωσε το EMSC.

Δεύτερος σεισμός μεγέθους 5,4 βαθμών σημειώθηκε σχεδόν στην ίδια περιοχή την ίδια ώρα, σύμφωνα με το USGS.

«Δυστυχώς χθες το βράδυ σημειώθηκε ισχυρός σεισμός σε τέσσερις περιοχές της επαρχίας Πακτίκα, από τον οποίο σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν εκατοντάδες συμπολίτες μας και καταστράφηκαν δεκάδες σπίτια», ανέφερε ο Μπιλάλ Καρίμι, εκπρόσωπος της κυβέρνησης των Ταλιμπάν, στο Twitter.

«Καλούμε όλες τις υπηρεσίες αρωγής να στείλουν αμέσως ομάδες στην περιοχή για να αποτραπεί περαιτέρω καταστροφή», πρόσθεσε.

ΧΑΟΣ ΚΑΙ ΟΔΥΝΗ

«Τώρα είμαι ολομόναχη, δεν έχω πια κανέναν». Στο κρεβάτι του νοσοκομείου στη Σαράν, η Μπίμπι Χάουα κλαίει με λυγμούς. Τουλάχιστον δέκα μέλη της οικογένειάς της σκοτώθηκαν από τον σεισμό που έπληξε τη νύχτα το νοτιοανατολικό Αφγανιστάν.

«Πού θα πάω, τι θα κάνω; Η καρδιά μου είναι αδύναμη», αναρωτιέται η 55χρονη γυναίκα, κλαίγοντας ασταμάτητα. Ζούσε στην περιοχή του Γκαγιάν, που χτυπήθηκε με σφοδρότητα από τον σεισμό. Μια νοσηλεύτρια προσπαθεί να την ηρεμήσει, χαΐδεύοντάς της απαλά το μέτωπο.

Στην ίδια αίθουσα, καμιά δεκαριά γυναίκες είναι ξαπλωμένες στα κρεβάτια. Οι περισσότερες κοιμούνται κάτω από τις κουβέρτες, κάποιες έχουν ορό στο χέρι.

Η Σαχμίρα δεν έχει τραυματιστεί, φροντίζει τον μικρό εγγονό της που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με έναν επίδεσμο στο κεφάλι. Στο διπλανό κρεβάτι, κοιμάται η νύφη της. Ο γιος της Σαχμίρα νοσηλεύεται σε άλλο θάλαμο. «Κοιμόμασταν όταν ακούσαμε έναν τεράστιο θόρυβο. Έβαλα τις φωνές, νόμιζα ότι η οικογένειά μου θάφτηκε στα συντρίμμια και μόνο εγώ επέζησα», είπε η γυναίκα.

«Νομίζαμε ότι το παιδί (ο εγγονός της) ήταν νεκρό. Αλλά ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Του ρίξαμε νερό στο πρόσωπο, ανάσαινε», πρόσθεσε.

Στον διπλανό θάλαμο καμιά δεκαριά άνδρες και μικρά αγόρια, τα περισσότερα με κατάγματα σε χέρια και πόδια.

Ένας νεαρός, ο Αρούπ Χαν, λέει ότι συνοδεύει την τραυματισμένη ξαδέλφη του. Δύο μέλη της οικογένειάς του σκοτώθηκαν. «Όταν ξύπνησα, ήμουν καλυμμένος με χώματα. Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και μας έβγαλαν έξω. Η κατάσταση ήταν τραγική, κραυγές παντού, τα παιδιά και όλοι οι συγγενείς μου ήταν θαμμένοι στα χαλάσματα», είπε.

Ο διευθυντής του νοσοκομείου της Σαράν, ο Μοχάμεντ Γιαχία Ουιάρ, ενημερώθηκε γύρω στις 3 το πρωί για τον σεισμό και αμέσως έστειλε ομάδες διάσωσης στην πληγείσα περιοχή. Χρειάστηκαν έξι ώρες για να φτάσουν μέχρι εκεί.

Όταν το νοσοκομείο υποδέχτηκε τους πρώτους τραυματίες «οι άνθρωποι έκλαιγαν, κλαίγαμε κι εμείς», είπε.

Όσοι τραυματίστηκαν πιο σοβαρά μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία των πόλεων Γκαρντέζ και Γάζνι, γιατί μόνο εκεί υπάρχουν χειρουργεία.

«Η χώρα μας είναι φτωχή και δεν έχει πόρους. Αυτή είναι μια ανθρωπιστική κρίση. Είναι σαν τσουνάμι. Η κατάσταση είναι πραγματικά δύσκολη», πρόσθεσε ο γιατρός.

Έξω από το νοσοκομείο, καμιά εκατοστή άνδρες, περιμένουν στην ουρά. «Ήρθαν για να δώσουν αίμα. Περίπου 300 έχουν ήδη δώσει από το πρωί», εξήγησε ένας εκπρόσωπος των Ταλιμπάν.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ και Καθημερινή