Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941, και ενώ ήδη έχει αρχίσει η γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, συναντιούνται στην Αθήνα οι αντιπρόσωποι τεσσάρων κομμάτων: ΚΚΕ, Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας και Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας που υπογράφουν την ίδρυση του ΕΑΜ.

Το αντιστασιακό κύμα γρήγορα κατακλύζει τις τρεις ζώνες κατοχής (γερμανική, ιταλική και βουλγαρική) και θα εμφανιστεί πιο ενεργά το 1942, όταν οργανώνεται το αντάρτικο και επισημοποιείται ο ένοπλος αγώνας. Το Φεβρουάριο δημιουργείται το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Με αρχηγό τον Άρη Βελουχιώτη, μια χούφτα αντάρτες θα ξεκινήσουν για τα βουνά της Φθιώτιδας και σύντομα θα δημιουργήσουν ένα στρατό 50.000 μαχητών (πάνω από 100.000 υπολογίζεται η συνολική δύναμη μαζί με τις εφεδρείες). Αργότερα την ίδια χρονιά θα ακολουθήσουν και άλλες οργανώσεις, όπως ο «Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος» (ΕΔΕΣ) υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα, η «Εθνική Αλληλεγγύη», η «Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιζομένων Νέων» (ΠΕΑΝ), και άλλες μικρότερες, κυρίως τοπικής εμβέλειας.

Από άκρο σε άκρο σε όλη τη χώρα οι Κατοχικές δυνάμεις λεηλάτησαν, εκτέλεσαν, έκαψαν και κατέστρεψαν. Μικρά χωριά και ολόκληρες περιοχές ταύτισαν το όνομα τους με ότι πιο σκοτεινό είχε να επιδείξει η εκδικητική μανία της Γερμανικής πολεμικής μηχανής: Δίστομο, Καλάβρυτα, Λιδωρίκι, Κοντομαρί, Ανώγεια, Χορτιάτης, Σέρβια, Τυμπάκι, Υπάτη.

Η πιο μελανή σελίδα στην περιοχή της πρωτεύουσας γράφτηκε στις 17 Αυγούστου του 1944, όταν δεκάδες μηχανοκίνητα και πεζοπόρα τμήματα του Γερμανικού Στρατού, με 500 βαριά οπλισμένους Γερμανούς και 2.000 ντόπιους συνεργάτες τους εισέβαλαν στην Κοκκινιά, τη σημερινή Νίκαια, από την Πέτρου Ράλλη και την πλατεία Δαβάκη.

Εκείνο το πρωί οι ταγματασφαλίτες συγκέντρωσαν όλους τους άνδρες, ηλικίας 14 έως 60 ετών, στην κεντρική πλατεία της Οσίας Ξένης. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στα σπίτια και όσους εντόπιζαν μέσα σ’ αυτά ή στις γύρω γειτονιές, τους εκτελούσαν επί τόπου. Μέσα σε μερικές ώρες περίπου 20.000 Κοκκινιώτες βρίσκονταν στην πλατεία, όπου οι ντόπιοι δωσίλογοι, φορώντας κουκούλες, ξεκίνησαν να υποδεικνύουν στους Ναζί όσους είχαν σχέση με το ΕΑΜ. Αυτοί οδηγούνταν στη Μάντρα της Κοκκινιάς και με την κατηγορία ότι ήταν κομμουνιστές εκτελούνταν ομαδικά.

Στο τέλος της ημέρας περίπου 350 πτώματα μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στο Γ’ Νεκροταφείο ενώ, περίπου 4.000 Κοκκινιώτες οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι και από εκεί, 1.200 από αυτούς, στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Με την απελευθέρωση της χώρας τον Οκτώβρη του 1944, το ΕΑΜ θα συμμετάσχει με έξι υπουργούς στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στα τέλη Νοεμβρίου οι διαβουλεύσεις για την αποστράτευση των ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ ναυαγούν και οι εαμίτες υπουργοί αποχωρούν από την κυβέρνηση. Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά και η Μάχη της Αθήνας όπου συγκρούονται ο ΕΛΑΣ με τις βρετανικές και κυβερνητικές δυνάμεις. Το Φλεβάρη της επόμενης χρονιάς θα υπογραφεί η Συμφωνία της Βάρκιζας για την παράδοση του οπλισμού του ΕΛΑΣ, την παροχή αμνηστίας, την άρση του στρατιωτικού νόμου και την προκήρυξη δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα. Μόλις οι αντάρτες καταθέτουν τα όπλα τους, αρχίζει η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας όπου παραστρατιωτικές οργανώσεις με την ανοχή των αρχών τρομοκρατούν και δολοφονούν κομμουνιστές, επικαλούμενες αντεκδίκηση, με αποτέλεσμα την έξοδο των μελών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην παρανομία. Το ΚΚΕ διαλύει το ΕΑΜ μέσα στο 1946, η χώρα όμως θα βυθιστεί σε μία από τις πλέον σκοτεινές περιόδους της ιστορίας της μέχρι το 1949.

Όσοι πολέμησαν κατά των Γερμανών έπρεπε να περιμένουν αρκετές δεκαετίες μέχρι να τους αναγνωριστεί επισήμως η συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση.

Φέτος, σε λίγες βδομάδες συμπληρώνονται 40 χρόνια από την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Ο Νόμος 1285/82 ήρθε για συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων μια σημαδιακή ημερομηνία, την 17η Αυγούστου, επέτειο του μπλόκου της Κοκκινιάς. Ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου διακηρύτει από το βήμα της Βουλής πως «ήρθε επιτέλους η στιγμή, η πατρίδα να επιτελέσει το χρέος της». Στην εισαγωγή της ομιλίας του θα αναφέρει: «Αποτελεί χρέος μας να αποδώσουμε τιμή σ’ αυτούς που ξεχάστηκαν, σ’ αυτούς που εξαιρέθηκαν, σ’ αυτούς που διώχθηκαν. Δεν θα ακολουθήσουμε μιαν εγκληματική, διασπαστική τακτική, όταν μπορούμε σήμερα επιτέλους να θυμόμαστε με σεβασμό, τιμή και συγκίνηση, το Ενιαίο Απελευθερωτικό Μέτωπο- το ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ και τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό- τον ΕΛΑΣ».

Λίγο μετά, αφού αναφέρει τις σημαντικότερες ένοπλες οργανώσεις που αντιστάθηκαν στους Γερμανούς, θα μιλήσει για την αποκατάσταση των Αντιστασιακών εν μέσω Εμφυλίου Πολέμου: «Δεν είναι τυχαίο, ότι το Ζ ψήφισμα της 4ης αναθεωρητικής Βουλής της 21/7/1946, με συντηρητική κυβέρνηση και με νωπές τις μνήμες των Δεκεμβριανών, δεν εξαίρεσε καμιά οργάνωση, γιατί ήταν τότε νωπή η αλήθεια. Εξαιρούσε βέβαια τα Τάγματα Ασφαλείας και τους δοσίλογους, που η Χούντα ήρθε να αναγνωρίσει αργότερα σαν αντίσταση».

Ο νόμος θα ψηφιστεί από το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ενώ η ΝΔ υπό τον Ευάγγελο Αβέρωφ θα αποχωρήσει από τη Βουλή. Ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Καραμανλής, πιθανότατα στα πλαίσια των συνταγματικών ισορροπιών, κράτησε ουδέτερη στάση.

Την ίδια χρονιά θα ακολουθήσουν δυο σημαδιακές αποφάσεις: καθιερώνεται ως ημέρα εορτασμού της Εθνικής Αντίστασης η 25η Νοεμβρίου. Είναι η ημέρα ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοπόταμου από δυνάμεις του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και Βρεττανών κομάντο. Λίγο μετά θα καταργηθεί και επίσημα η παρακολούθηση και το φακέλωμα των πολιτικών αντιπάλων.

Ο χρόνος μετά την αποχώρηση των Γερμανών δεν πέρασε ούτε εύκολα, ούτε γρήγορα. Ο αδελφοκτόνος Εμφύλιος και τα σημάδια που άφησε, τα θύματα και από τις δυο πλευρές, οι φυλακές και οι εξορίες, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, οι παρεμβάσεις των ανακτόρων και των Αμερικανών, η δολοφονία του Λαμπράκη, η άνοδος του νεοφασισμού με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, το ξεπούλημα της Κύπρου, το Πολυτεχνείο, διαμόρφωσαν τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που κράτησαν πολλούς στο περιθώριο και την ανέχεια, ενώ κάποιους άλλους τους έδιωξαν μετανάστες.

Μετά το 1974 το Ελληνικό έθνος γνώρισε την πιο μακρόχρονη περίοδο δημοκρατίας. Μπορεί οι ανοικτοί λογαριασμοί της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης να έκλεισαν το 1982, έμεινε όμως η Κύπρος μια ανοικτή πληγή να θυμίζει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η εθνικοφροσύνη της Ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης.

Οι γενιές αλλάζουν, η χρονική απόσταση επιτρέπει μια κάποια ψυχραιμία, θα περάσει όμως καιρός μέχρι να πέσει αρκετό φως σ’ εκείνη την περίοδο και ακόμη περισσότερος μέχρι να μπει κάτι στα σχολικά βιβλία. Όσα όμως ενέπνευσαν αυτούς που αντιστάθηκαν στους Γερμανούς, δεν έχουν παύσει ποτέ να επαφίενται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.