«Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις; χρόνια ξενιτεμένος ήρθες με εικόνες που έχεις αναθρέψει κάτω από ξένους ουρανούς μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου».

Γιώργος Σεφέρης, «Ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου»

Σε μία εποχή που η Ελληνική παροικία στην Αυστραλία -αλλά και χώρα η ίδια- ήταν ακόμη στα σπάργανα, έναν αιώνα σχεδόν πριν, ο Ανδρέας Μάνος, με καταγωγή από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, πάτησε για πρώτη φορά στεριά στo λιμάνι της Μελβούρνης.

Το ημερολόγιο έγραφε 4 Νοεμβρίου, 1923. Όπως οι περισσότεροι από τις λίγες χιλιάδες, πρωτοπόρους, Έλληνες που βρίσκονταν ήδη εδώ τότε ή έφτασαν λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, είχε ξεκινήσει αναγκασμένος από τις σκληρές συνθήκες που επικρατούσαν στη μητέρα πατρίδα, για ένα ταξίδι κυριολεκτικά στο άγνωστο.

Μετά τον ξεριζωμό από την Μικρά Ασία βρέθηκε για λίγο καιρό στην Αθήνα. Έπειτα στην ξενιτιά. Μετανάστης, αρχικά στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στη συνέχεια στην άλλη άκρη της Γης. Με κύριο εφόδιο την εμπιστοσύνη στις δικές του δυνάμεις, αναζητούσε τις ευκαιρίες που δυστυχώς δεν προσέφερε η Ελλάδα, να δημιουργήσει μία καλύτερη ζωή, γι’ αυτόν και την οικογένειά του.

Ο Ανδρέας Μάνος λίγο καιρό αφού έφτασε στη Μελβούρνη.

Στην Αυστραλία -«κάτω από ξένους ουρανούς…» όπως γράφει ο Νομπελίστας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης- ο Ανδρέας Μάνος, βρήκε ευνοϊκό εργασιακό περιβάλλον.

Αλλά ένα «χωράφι», όσο εύφορο κι αν είναι, πρέπει κανείς να το «δουλέψει», να κοπιάσει για να απολαμβάνει τη σοδειά.

Και το «παλικάρι από τα Βουρλά», όπως ήταν γνωστός ο Ανδρέας Μάνος, δε σταμάτησε ποτέ να «καλλιεργεί». Να εργάζεται σκληρά κάθε μέρα έως τα βαθιά του γεράματα. Όπως είχε μάθει από παιδί άλλωστε, καθώς από νωρίς στη ζωή του, αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένειά του στα κτήματα.

Γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, ως Μανδραός στο επώνυμο, στις 17 Αυγούστου του 1896. Άφησε την τελευταία του πνοή 100 χρόνια και 4 μήνες μετά στη Μελβούρνη στις 24 Δεκεμβρίου του 1996.

Έζησε έναν ολόκληρο αιώνα. Και τι αιώνα, «γεμάτο» από αλλαγές -ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές- για την Ελλάδα, την Αυστραλία, την Ελληνική παροικία.

Ενδεικτικά, η Μελβούρνη, όπως θα θυμούνται καλά πολλοί συμπάροικοι, είναι εντελώς διαφορετική σήμερα, σε σχέση με τη δεκαετία του ’70. Από το 1923 έχουν περάσει 99 χρόνια κι έχει συντελεστεί μία ολική μεταμόρφωση της πόλης.

Η Flinders Street δεν ήταν γνωστή τότε μόνο για το σταθμό τρένων, αλλά και για την ψαραγορά που λειτουργούσε εκεί, την Old Melbourne Fish Market, από τα τέλη του 19ου αιώνα, έως τα τέλη της δεκαετίας του ’50.

Κατά τόπους δρούσαν συμμορίες και γκάνγκστερ, όπως ο «Squizzy» Taylor και μεταξύ άλλων προαστίων, το Collingwood, το οποίο θεωρείται «in» περιοχή σήμερα, ήταν «φτωχομάνα».

Λίγα μόνο κτίρια σώζονται και «μαρτυρούν» εκείνη, τη διαφορετική εποχή. Τότε που η Ελληνική παροικία αριθμούσε κάποιες χιλιάδες μετανάστες, όχι μόνο στη Μελβούρνη, αλλά σε ολόκληρη την Αυστραλία και η έννοια του πολυπολιτισμού ήταν άγνωστη.

Το μαζικό κύμα μετανάστευσης θα ξεκινούσε τρεις δεκαετίες μετά, με τη δημιουργία της Διακυβερνητικής Επιτροπής Μετανάστευσης εξ Ευρώπης (ΔΕΜΕ) και την υπογραφή της διμερούς συμφωνίας Ελλάδας – Αυστραλίας, το 1952.

Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

«Ο Ανδρέας Μανδραός ήταν ένα από τα 7 παιδιά της Κατίνας -με καταγωγή από τα Κύθηρα- και του Στέφανου Μανδραού -από τη Νάξο- οι οποίοι έζησαν για πάνω από 100 χρόνια και οι δύο», ανέφερε στον «Νέο Κόσμο» ο γιος του, Στέφανος Μάνος (Steve Manos), γνωστός για την προσφορά του στην παροικία και ως στέλεχος της AHEPA.

«Μας έλεγε πως στα Βουρλά πήγαινε στο ίδιο σχολείο με τον Γιώργο Σεφέρη, αλλά στα 11 του χρόνια έπρεπε να αφήσει τα βιβλία για να βοηθήσει την οικογένειά του στα χωράφια».

Στην ευρύτερη περιοχή των Βουρλών ζούσαν πριν την Καταστροφή περί τους 30.000 Έλληνες, σύμφωνα με ιστορικές αναφορές. Η πόλη είχε σπουδαία παρουσία στα οικονομικά, πολιτιστικά και εκπαιδευτικά δρώμενα της Μικράς Ασίας. Εκεί έδρευε και η περιβόητη Αναξαγόρειος Σχολής.

Έλληνες και Τούρκοι είχαν τις δικές τους συνοικίες, με έναν ντερέ (χείμαρρο) ως φυσικό όριο και όπως διηγούνταν ο Ανδρέας Μάνος, η ζωή κυλούσε ήρεμα σε γενικές γραμμές. Δεν έλειπαν ωστόσο οι προστριβές, που έφταναν ορισμένες φορές μέχρι και σε εξαφάνιση προσώπων.

Φύλλο Πορείας του Ανδρέου Μάνου (Μανδραού ακόμη τότε), το 1922.

«Ο πατέρας μου ασχολούνταν με τα ζώα και τη γη, αλλά όταν άκουσε για την Μικρασιατική Εκστρατεία, το 1919, στα 23 του χρόνια κατετάγη εθελοντικά στον Ελληνικό Στρατό … Πολέμησε στην πρώτη γραμμή -σε Αφιόν Καραχισάρ και Εσκί Σεχίρ- και καθώς μιλούσε και Τουρκικά, βρέθηκε στο πλευρό του στρατηγού Νικόλαου Πλαστήρα, διερμηνέας του ανθυπασπιστή», επεσήμανε ο Στ. Μάνος.

«Μία βραδιά, όπως μας έλεγε, λιποτάκτησε. Έφυγε κρυφά και γύρισε πίσω στα Βουρλά να μαζέψει τα γεννήματα (προβατάκια). Την άλλη μέρα επέστρεψε. Αλλά στην αναφορά, όταν φώναξαν τα ονόματα, δεν ήταν ακόμη παρών. Νόμιζε πως θα πάει Στρατοδικείο. Αλλά αποτάνθηκε στο λοχαγό. Του εξήγησε: ‘Ο πατέρας μου είναι ηλικιωμένος και πήγα να μαζέψω τα γεννήματα…’. Εντέλει του την χάρισαν…».

Στο μέτωπο βρέθηκε και με τον Γεώργιο Φούφουλα, άντρα της αδερφής του, Βασιλικής (γονείς του ομογενή, Κώστα Φούφουλα, τον οποίο έφερε στην Αυστραλία το 1953 ο θείος του, Ανδρέας Μάνος).

«Στη Μάχη του Σαγγάριου ο πατέρας μου τραυματίστηκε από βλήμα στο γοφό και μεταφέρθηκε αρχικά με τον αραμπά (κάρο) σε Προύσσα, Μουδανιά και μετά στην Αθήνα, σε στρατιωτικό νοσοκομείο», συνέχισε ο Στ. Μάνος την αφήγησή του. «Στη μητέρα του έγραφε πως είχε ψώρα για να μη τη στεναχωρήσει ότι ήταν τραυματίας. ‘Όταν με απολύσουν από εδώ θα έρθω να σας βρω’, την ενημέρωνε».

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή. Η οικογένεια του Ανδρέα Μάνου επέζησε, αλλά είχε χάσει όλο το βιος της. Ως πρόσφυγες πλέον, επανασυνδέθηκαν όλοι στην Ελλάδα και ζούσαν σε ένα μικρό σπίτι στο Πολύγωνο.

Τον Ανδρέα δεν τον «χωρούσε» ο τόπος. Αρχικά εργάστηκε σε ένα γαλατάδικο. Εξασφάλισε τα ναύλα για να φύγει για την Αλεξάνδρεια, μία πόλη με δυναμική Ελληνική κοινότητα και συχνά τότε σταθμό για τη μετανάστευση ανά τον Κόσμο.

«Ο πατέρας μου πήγε στο ‘Αβερώφειο Γυμνάσιο’. Ο Βασιλειάδης, που ήταν γενικός διευθυντής του έδωσε δουλειά φροντιστή. Αλλά αυτός δεν ησύχαζε. Αγόραζε μαζικά πορτοκάλια, με κόστος ένα γροσάκι το ένα και είχε στη δούλεψή του μία γυναίκα να τα πουλάει στο δρόμο, για δύο», ανέφερε ο Στ. Μάνος.

Έβγαλε αρκετά χρήματα για το εισιτήριο προς Αμερική, όπου σκεφτόταν να μεταναστεύσει. Αλλά δεν το είχε ακόμη αποφασίσει οριστικά. «Μάνα μη μου γράψεις γιατί δεν ξέρω που πάω. Όταν φτάσω εκεί θα σου γράψω…», ενημέρωνε σε γράμμα την μητέρα του Κατίνα.

Ο Ανδρέας Μάνος (αριστερά) και ο Γιώργος Νικάκης, με ένα παιδί που εργαζόταν στο ξενοδοχείο όπου διέμεναν στην Αίγυπτο.

Στην Αλεξάνδρεια, όπως αφηγείται ο γιος του, γνώρισε τον ομογενή Γιώργο Νικάκη, από τα Χανιά. Αυτός του είπε ότι έχει έναν θείο στο Σίδνεϊ και ετοιμαζόταν για το ταξίδι στην Αυστραλία. Ο Ανδρέας Μάνος δεν ήξερε καν πού πέφτει η χώρα. Αλλά αποφάσισε να αναχωρήσει μαζί με τον Γ. Νικάκη, πρώτο σταθμό το Port Said της Αιγύπτου.

Επιβιβάστηκαν στο ιταλικό πλοίο «Καπρέρα» και μετά από 39 ημέρες έφτασαν στη Μελβούρνη στις 4 Νοεμβρίου του 1923. «Έτρωγαν μακαρόνια, πρωί, μεσημέρι, βράδυ και ούτε λόγος για μαθήματα Αγγλικών, όπως αργότερα στο ‘Πατρίς’», λέει ο Στ. Μάνος.

«Είχε μάθει ότι είχε κάποιους Βουρλιώτες εδώ. Την οικογένεια Χελιώτη. Είχαν μεγαλώσει στα Βουρλά, αλλά η καταγωγή τους ήταν από τη Σάμο. Ο Αντώνης, ο Γιώργος και η αδερφή τους Αρχοντία».

«Ξεκίνησε την αναζήτηση. Είχε μία εφημερίδα και έκοβε κομμάτια, τα άφηνε σε κάποια σημεία, για να βρει μετά το δρόμο του να επιστρέψει στο λιμάνι αν κάτι δεν πήγαινε καλά».

«Από το Station Pier τράβηξε να βρει τον Πανελλήνιο Σύλλογο Ορφέα, επάνω από το Τίβολι, στην Bourke Street. Εκεί είχε και ένα δωμάτιο Μικρασιατών, ο Φάρος της Κωνσταντινουπόλεως».

Το εισιτήριο για το ιταλικό πλοίο «Καπρέρα».

«Από κάτω είχε κατάστημα ο Αντώνης Χελιώτης … Του λέει ο πατέρας μου, ‘από εδώ θα πάω στο καράβι πίσω’. Ο Αντώνης του απάντησε ‘μην πας πίσω. Η αδερφή μου η Αρχοντία έχει σπίτι στο South Melbourne, έχει δωμάτια που τα νοικιάζει. Όταν πιάσεις δουλειά θα τα βρείτε΄».

Η πρώτη εργασία του ήταν ως μάγειρας, με μισθό 2 λίρες την εβδομάδα, αν και δεν είχε τις βασικές γνώσεις, ούτε μαγειρικής, ούτε Αγγλικών, στην αρχή.

«Αλλά τότε ήταν απλή η αυστραλέζικη κουζίνα, αυγά, λουκάνικα, μπέικον, φασόλια. Ο πατέρας μου ήταν τυχερός καθώς μαθήτευσε κοντά σε έναν Σουηδό σεφ, τον Φρανσουά. Του έλεγε να βλέπει και να μαθαίνει», εξήγησε ο Στ. Μάνος.

«Εργάστηκε εκεί 9 χρόνια. Είχε πέραση το επάγγελμα. Έρχονταν στην επιχείρηση αυτοί που προμήθευαν κρέατα, αυγά, λαχανικά, έφερναν και κατιτίς στον μάγειρα να πάρει στο σπίτι. Ο πατέρας μου όμως έτρωγε στο εστιατόριο και δε χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Ό,τι του έδιναν οι προμηθευτές τα πήγαινε στην Αρχοντία, η οποία το εκτιμούσε και με την οποία έγιναν και κουμπάροι εντέλει καθώς βάφτισε δύο από τα παιδιά της».

Ο ΓΑΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΛΥΡΙΤΖΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΑΤΣΑΤΑ

Από το δωμάτιο που νοίκιαζε ο Ανδρέας Μάνος από τότε που έφτασε στη Μελβούρνη έφυγε μόνο αφού γνώρισε τη συζύγο του, Δέσποινα Λυριτζή. Η οικογένειά της κατάγονταν από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας, μία πόλη με πολλούς χιλιάδες Έλληνες πριν την Καταστροφή.

Η οικογένεια Λυριτζή. Από αριστερά, η Δέσποινα, ο πατέρας Γιώργος, ο Γιάννης, ο Δημήτρης, ο Ιπποκράτης, η μητέρα Μαρία και η Γιασεμή. Διακρίνεται επίσης ο μικρός Ευάγγελος, ο οποίος κρατά στα χέρια του τη φωτογραφία του αδερφού του Κώστα, ο οποίος ήταν τότε στην Αμερική.

«Οι Λυριτζήδες είχαν γλυτώσει το θάνατο στο παρά πέντε. Ο μικρός αδερφός της Δέσποινας, ο Ευάγγελος είχε ανέβει σε ένα λόφο και έβλεπε καπνό και φωτιές από μακριά. Τα μάζεψαν κι έφυγαν εγκαίρως για την παραλία. Εκεί κρύφτηκαν 3 μέρες. Ήρθαν οι Χιώτες με τα καΐκια και τους πήρανε», ανέφερε ο Στ. Μάνος για την οικογένεια της μητέρας του.

«Προτού χαθεί η πατρίδα, ένα από τα παιδιά, ο Κώστας είχε ήδη μεταναστεύσει στην Αμερική για να εργαστεί στους σιδηροδρόμους. Τελικά, πριν το τέλος του ’20 όλα τα μέλη της οικογένειας -εκτός του πατέρα Γιώργου ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή από τον καημό του πίσω στην πατρίδα- βρέθηκαν στη Μελβούρνη».

«Ο πατέρας μου γύρευε να παντρευτεί. Ήθελε να πάρει Μικρασιάτισσα … Τη μητέρα μου μάλλον τη γνώρισε μέσω της της Αρχοντίας που ήξερε τους Λυριτζήδες».

Ο Κώστας Φούφουλας θυμάται ότι ο αείμνηστος παππούς Στέφανος Μανδραός, του έλεγε ότι ο γιος του -ο θείος του κ. Κώστα- Ανδρέας, στις αρχές του ’30, έχοντας «πιάσει» ήδη κάποια χρήματα «είχε στο  πρόγραμμα να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα όπου είχε μεγάλη οικογένεια. Ήταν η μάνα (Κατίνα), ο πατέρας (Στέφανος) τα 3 αγόρια και οι 4 αδερφές. Γιώργος, Νίκος, Ανδρέας (ο ίδιος), Βασιλική, Ευαγγελία, Χρύσα, Μαρία».

«Είχε πάρει και το μπαούλο να βάλει τα πράγματα να γυρίσει πίσω. Έγραφε στον πατέρα του ‘Μπαμπά ετοιμάζομαι να έρθω…’ Η απάντηση που έλαβε ήταν ‘Γιε μου ούτε καν να το σκεφτείς. Κάτσε αυτού που είσαι, δεν είναι καλά τα πράγματα εδώ’…».

Και τα έφερε έτσι η μοίρα, 13 χρόνια σχεδόν αφού ο Ανδρέας Μάνος λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του στη Μάχη του Σαγγάριου, τον Ιούλιο του 1934, στον Ιερό Ναό «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου» στη Μελβούρνη, να ξεκινά το επόμενο κεφάλαιο της ζωής του, έχοντας στο πλευρό του πλέον, τη Δέσποινα Λυριτζή.

ΣΚΛΗΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΟΠΗ

Εργάστηκε σκληρά, κάθε μέρα, για πολλές ώρες, έως και τα βαθιά του γεράματα. Από απλός υπάλληλος έγινε ιδιοκτήτης επιχειρήσεων.

Αγόραζε ένα κατάστημα και με πολύ κόπο και προσωπική δουλειά το καθιστούσε κερδοφόρο. Απέκτησε Fish & Chips, Milk Bar και Sandwich Shop.

Κατάφερε και σπούδασε σε καλά ιδιωτικά σχολεία τα δύο του παιδιά, τον Στέφανο και τον Γιώργο, ενώ παράλληλα βοηθούσε συγγενείς και φίλους, στην Αυστραλία και στην Ελλάδα.

«Σηκωνόταν στις 4 το πρωί και πήγαινε στην ψαρομαρκέτα να ψωνίσει. Δεν οδηγούσε και περίμενε να τον πάρει άλλος ψαράς να τον πάει εκεί. Στην ψαρομαρκετά μέσα είχε και ένα συντριβάνι. Αγόραζες τα ψάρια και εκεί τα καθάριζες να τα πάρεις έτοιμα και να φύγεις», είπε στον «Νέο Κόσμο» ο Στ. Μάνος και συμπλήρωσε:

«Ήταν φτωχομάνα το Collinwood εκείνη την εποχή και ο πατέρας μου βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη, ειδικά τα μικρά παιδιά που δεν είχαν να φάνε».

Ο Ανδρεάς και η Δέσποινα Μάνου με τα δύο τους παιδιά, Στέφανο (δεξιά) και Γιώργο.

Ο κ. Φούφουλας θυμάται ότι όταν τελείωσε ο Εμφύλιος στην Ελλάδα «ο θείος Ανδρέας έστελνε δέματα, το ένα πίσω από το άλλο. Εμείς ήμασταν ρακένδυτοι».

«Δεν επιτρεπόταν πάνω από 11 λίτρα κιβώτιο τότε, 5,5 κιλά και θυμάμαι πήγαινα στο ταχυδρομείο 5-6 δέματα τη φορά», εξήγησε ο Στ. Μάνος.

Ήταν στα πρώτα του επιχειρηματικά βήματα ως ιδιοκτήτης Fish & Chips στο Collinwood, όταν έγινε φίλος με έναν αστυνομικό, τον Bullock. Συχνά τον κερνούσε το φαγητό του, κι ήταν αυτός που του έδωσε έναν «βούρδουλα» να έχει για προστασία από την αλητεία της περιοχής εκείνα τα χρόνια.

«Είχε γκάνγκστερ στο Collinwood. Μαχαιρώματα. Δούλευαν στα εργοστάσια που φτιάχνανε παπούτσια, μπότες, παντόφλες. Οι περισσότεροι εργάτες είχαν ένα μαιχαράκι καμπυλωτό, αυτό μεταχειρίζονταν και έδιναν μάχες μεταξύ τους … Ήταν όλοι «σπασμένοι» δεν είχαν σχεδόν ποτέ χρήματα. Ο πατέρας μου είχε ένα κατάλογο -τεφτέρι- κι όποιος έπαιρνε fish & chips το σημείωνε. Και στο τέλος της εβδομάδας όταν πέρναν τον μισθό πήγαιναν και πλήρωναν, χωρίς να λείπουν και τα απρόοπτα».

Ο Bullock τον «βάφτισε» κιόλας. «Το Μανδραός, του είπε, είναι δύσκολο … αρχικά έγινε Μάνδρος και στη συνέχεια Μάνος».

Το πιστοποιητικό απόκτησης της Βρετανικής υπηκοότητας του Ανδρέα Μάνου.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Το 1953 έφτασε ο καιρός για τον Ανδρέα Μάνο να επιστρέψει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, 30 χρόνια αφού έφυγε αρχικά για την Αλεξάνδρεια και μετά για τη Μελβούρνη.

Είχε θέσει γερές βάσεις στη νέα του ζωή και είχε πλέον και δικούς του ανθρώπους εμπιστοσύνης, όπως τη Γιασεμή, αδερφή της συζύγου του Δέσποινας, για να αφήσει λίγο καιρό τις δουλειές του.

«Η μάνα μου είχε μανία με τις χρυσές λίρες. Είχε βάλει στην ‘μπάντα’ καμιά 200αριά και είπε στον πατέρα μου να τις πάρει μαζί να τις δώσει στην οικογένειά του», θυμάται ο Στ. Μάνος.

«Ο πατέρας μου ανησυχούσε για το πολύτιμο φορτίο. Αλλά η μητέρα μου, που έραβε καλά, πήρε μία ‘πατατούκα’ του (βαρύ πανωφόρι), άνοιξε το κολάρο. .. και άρχισε να ράβει τις λίρες μέσα στη φόδρα, όλο γύρω…».

«Όταν έφτασε ο πατέρας μου στην Ελλάδα, ήταν σχεδόν καλοκαίρι. Έτρεχε ο ιδρώτας και ο τελώνης στο λιμάνι τον ρώτησε γιατί φοράει το παλτό. Εκείνος απάντησε: ‘Άκουσε παιδί μου εγώ έρχομαι από κρύο κλίμα και με πιάνουν κρυάδες. Λοιπόν άφησε με…’. Ευτυχώς που δεν είχαν μηχανήματα για τα μεταλλικά αντικείμενα εκείνα τα χρόνια».

«Όταν έφτασε στο σπίτι είπε στη μητέρα του να του φέρει ένα ψαλιδάκι. Έσκισε λίγο τη φόδρα. Της έδωσε την άκρη από το σιρίτι και της είπε να περπατήσει. Η κυρά Κατίνα τα έχασε».

«Δυστυχώς, για 2-3 ημέρες δεν πρόλαβε εν ζωή τον πατέρα του», Στέφανο, θυμάται ο ανηψιός του Ανδρεά Μάνου, Κώστας Φούφουλας.

Νέος 18 χρόνων τότε, ο κ. Φούφουλας είχε ήδη ετοιμάσει τα χαρτιά του για το ταξίδι του στην Αυστραλία. «Τον ρώτησα, ‘θείε πότε θα φύγω;’. Μου απάντησε ‘θα φύγουμε μαζί. Τους είδα και με είδαν. Έχω κι εγώ την οικογένεια μου, τη δουλειά μου και δε σ’ αφήνω μόνος σου να κάνεις τόσο μεγάλο ταξίδι’».

Ο Ανδρέας Μάνος, με τα εγγόνια του, Δέσποινα και Ανδρέα.

Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Ο Κώστας Φούφουλας είναι μόνο ένα από τα 26 άτομα -κυρίως συγγενείς- που βοήθησε ο Ανδρέας Μάνος να έρθουν στην Αυστραλία ανά τα χρόνια, όπως ανέφερε ο Στ. Μάνος.

«Ο πατέρας μου επέστρεψε στην Ελλάδα εκτός το 1953, ξανά το 1958 και μετά το 1973. Ήταν τότε που είδε την οικογένειά του εκεί τελευταία φορά…».

Το 1958 ήταν που αγόρασε και μία επιχείρηση Milk Bar στην περιοχή του Caulfield απέναντι από το σπίτι του. Εκεί είχε κοντά την Γιασεμή, αλλά και τα δύο του παιδιά.

«Τα βράδια ο Γιώργος κι εγώ … καθαρίζαμε, γεμιζαμε τα ψυγεία το κλείναμε το μαγαζί έτοιμο να το βρει ο πατέρας το πρωί, που έφευγε να ξεκουραστεί λίγες ώρες», μας είπε ο γιος του.

«Πότε σταμάτησε να εργάζεται;» τον ρωτήσαμε.

«Ήταν πάνω από 90 χρόνων και δούλευε ακόμη!», απάντησε. «Ήταν θηρίο. Έπιανε τα κασόνια με γεμάτα μπουκάλια τα κουβαλούσε μόνος … Δεν φούμερνε, δεν έπινε, δεν έπαιζε τζόγο. Είχε δύο πράγματα μόνο: το σπίτι του και την οικογένειά του, εδώ και στην Ελλάδα. Τη δουλειά την είχε ‘παιχνίδι’…».

Στα 84 του χρόνια, ο Ανδρέας Μάνος, τιμήθηκε από τον γενικό διευθυντή του Hotel Melbourne, για τις «εξαιρετικές υπηρεσίες» που προσέφερε στο ξενοδοχείο.

Ο Στ. Μάνος θυμήθηκε και ένα περιστατικό στον Ιερό Ναό του «Ευαγγελισμού», όταν ο ίδιος ήταν μικρό παιδί ακόμη. Μετά τη λειτουργία ο ιερέας ανακοίνωσε ότι υπήρχε ένα ζευγάρι που έχουν ένα μωρό να βαφτίσουν, αλλά δε βρίσκουν νονό.

«Ο πατέρας μου σήκωσε το χέρι του. Μείναμε πίσω, γεμίσαν την κολυμπήθρα, βαφτίσαν το παιδί, τους έβαλαν σε ένα ταξί και ήρθαμε στο σπίτι. Κυριακή μεσημέρι, κάθισαν, έφαγαν … ήταν πλέον κουμπάροι. Αλλά λίγο καιρό μετά τα μάζεψαν και έφύγαν για την Ελλάδαν. Δεν τους είδαμε ξανά…».

Τα δάκρυα κύλησαν αρκετές φορές στα μάτια του Στέφανου Μάνου κατά την αφήγηση της ιστορίας του πατέρα του. «Συγκινηθήκατε…», σχολιάσαμε.

«Αστειεύεστε;», απάντησε. «Αυτός μας έκανε να αγαπήσουμε κάθετι Ελληνικό παρότι γεννηθήκαμε εδώ. Και μάθαμε Ελληνικά χάρη στον πατέρα μου. Ήταν αυστηρός με αυτό. Αν του μιλούσαμε Εγγλέζικα δεν απαντούσε. Από την ημέρα που γεννήθηκα, 9 Απριλίου 1935 μέχρι που πήγα σχολείο, 5-6 χρονών δεν ήξερα Εγγλέζικα καθόλου. Έλεγε η γιαγιά μου η Λυριτζήδαινα ένα τραγουδάκι: ‘Σούπα το βράδυ έχουμε, σούπα το μεσημέρι, σούπα καθημερινή, εορτή, χειμώνα καλοκαίρι…’ από παιδάκι το θυμάμαι ακόμη».

«Έχει του διαόλου το θυμητικό», σχολίασε ο Κ. Φούφουλας για τον ξάδελφό του. «Όπως ο θείος Ανδρέας», πρόσθεσε.

Ο Ανδρέας Μάνος.

Ο «ΓΥΡΙΣΜΟΣ» 

Ο Ανδρέας Μάνος επέστρεψε τρεις μόνο φορές στην Ελλάδα, από το 1923 έως το 1996 που έφυγε από τη ζωή.

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, όπως εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη, ήταν πρόσφυγας και μετανάστης.

Στην Αυστραλία υπήρξε δυναμικός επιχειρηματίας, μα πάνω απ’ όλα σωστός οικογενειάρχης.

Ένας εκ των πρωτοπόρων που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι για την ανάπτυξη της Ελληνικής παροικίας, ένας από αυτούς που χάραξαν το μονοπάτι για δεκάδες χιλιάδες ακόμη Έλληνες -κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- να έρθουν εδώ και να αλλάξουν τη ζωή τους, την Αυστραλία, αλλά σε σημαντικό βαθμό την Ελλάδα.

Ο Ανδρέας Μάνος δε συναντήθηκε ποτέ ξανά με τον παιδικό του γνώριμο -όπως έλεγε- Γιώργο Σεφέρη.

Αλλά, όπως όλους τους πρόσφυγες τους ένωναν τα ίδια συναισθήματα: Η νοσταλγία, ο καημός, οι αναμνήσεις για τις χαμένες πατρίδες, τα πατρικά σπίτια, τους συγγενείς και τους φίλους που έμειναν πίσω.

Ο κάθε ένας τους τα εξέφραζε με τον τρόπο του.

Ο νομπελίστας ποιητής με το περίφημο έργο του.

Ο Ανδρέας Μάνος με τις αφηγήσεις στους δικούς του ανθρώπους και στη στάση ζωής του, με πίστη και αρχές.

Και κατάφερε, αν και ξενιτεμένος στην άλλη άκρη του κόσμου, σε εποχές πολύ δύσκολες για τη διατήρηση επαφής με τους δικούς του ανθρώπους, την Ελλάδα, κάθε τι Ελληνικό, να εμφυσήσει στην οικογένειά του, την αγάπη για την πατρίδα, τον Ελληνισμό εν γένει.

Ο ίδιος δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στα Βουρλά. Αλλά, το δικό του «Γυρισμό του Ξενιτεμένου», έχοντας ζωντανές τις δικές του διηγήσεις στο μυαλό τους, ολοκλήρωσαν, οι απόγονοί του, οι γιοι του Στέφανος και Γιώργος, αλλά κι ένας ακόμη Ανδρέας Μάνος, ο εγγονός του…

Τέσσερις γενιές σε μία φωτογραφία. Ο Ανδρέας Μάνος, καθήμενος, ενώ πίσω του διακρίνονται από αριστερά, τα παιδιά του, Γιώργος και Στέφανος, ο εγγονός του, Ανδρέας και ο δισέγγονος Στέφανος.