Στα πρόθυρα κατάρρευσης βρίσκεται ο κλάδος της Γενικής Ιατρικής, καθώς σύμφωνα με τις προβλέψεις εάν δεν λάβει η κυβέρνηση ουσιαστικά μέτρα άμεσα, η Αυστραλία θα έχει έλλειψη 11.500 οικογενειακών ιατρών σε δέκα χρόνια.

Το γεγονός αυτό θα πλήξει βαθύτητα την υγεία του πληθυσμού, σύμφωνα με την Δρ Magdalena Simonis, εκλεγμένη εκπρόσωπος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου Γενικής Ιατρικής του Αυστραλιανού Ιατρικού Συλλόγου (Australian Medical Association-AMA).

Η Δρ Simonis, και η ίδια παθολόγος Γενικής Ιατρικής (GP) με έδρα τη Μελβούρνη, αναγνωρίστηκε φέτος από το AMA με το βραβείο PATRICK PRITZWALD-STEGMANN που απονέμεται σ’ ένα ιατρό που έχει συμβάλει εξαιρετικά στην ευημερία των συναδέλφων του ή/και της ευρύτερης κοινότητας.

Μίλησε με τον «Νέο Κόσμο» για τα πολύπλοκα θέματα που αντιμετωπίζουν οι GP, προβλήματα που γίνονται όλο και πιο αισθητά στην κοινωνία, καθώς ασθενείς δυσκολεύονται περισσότερο από ποτέ να κλείσουν ραντεβού με τον οικογενειακό ιατρό τους.

Ένας στους τέσσερις GP αναμένεται να συνταξιοδοτηθεί τα επόμενα πέντε χρόνια σε όλη την Αυστραλία, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 3.200 GP για την πρόσφατη έκθεση που εξετάζει την Υγεία του Έθνους (Health of the Nation).

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι μειώνεται σταθερά εδώ και δεκαετίες το ενδιαφέρον πτυχιούχων ιατρών να ακολουθήσουν το επάγγελμα του Γενικού Ιατρού, (από 50% πριν από είκοσι χρόνια σε 12% σήμερα), η Αυστραλία θα αντιμετωπίσει σοβαρότατες ελλείψεις στο άμεσο μέλλον.

«Υπήρξε ένα 10ετές πάγωμα της επιδότησης του Medicare, το οποίο έπληξε βαθιά την γενική ιατρική. Το εισόδημά μας είναι άμεσα συνδεδεμένο με την επιδότηση αυτή (rebate) του Medicare».

Προσθέτει ότι ενώ οικονομικά πλέον δεν συμφέρει τους GP, εκείνοι τείνουν να μην χρεώνουν τους ασθενείς τους την επίσκεψη τους στο ιατρό (πέρα από την κάλυψη του Medicare) από συμπόνοια.

«Οι άνθρωποι που γίνονται GP συνήθως έχουν ένα επίπεδο ενσυναίσθησης. Συνδεόμαστε με τους ασθενείς μας, γνωρίζουμε το ιστορικό τους, τις οικογένειές τους, γνωρίζουμε τους στρεσσογόνους παράγοντες που τους επηρεάζουν, οπότε και αρκετές φορές θα αποφασίσουμε να μην τους χρεώσουμε».

Στη συνέχεια, η ομογενής ιατρός, εξηγεί ότι έχουμε έναν πληθυσμό που γερνάει. Αναπτύσσονται πιο σύνθετα προβλήματα υγείας στους ασθενείς και αυτό συνεπάγεται περισσότερες επισκέψεις στο ιατρό τους και για μεγαλύτερη διάρκεια.

Γερνάει επίσης και ο πληθυσμός των γενικών ιατρών. Οι περισσότεροι είναι πλέον στα πενήντα τους και επιδιώκουν να συνταξιοδοτηθούν.

«Ένας στους τέσσερις σκοπεύει να συνταξιοδοτηθεί τα επόμενα πέντε χρόνια. Αρκετοί μπορεί ακόμα και να επισπεύσουν τη συνταξιοδότησή τους, μετά από την πίεση που βίωσαν λόγω της πανδημίας».

Αυτή την περίοδο δεν είχαν ουσιαστική υποστήριξη από την κυβέρνηση, ενώ η λειτουργία των ιατρείων τους επιβαρύνθηκε οικονομικά κατά τη διάρκεια αυτής της πραγματικά πολύπλοκης περιόδου.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΩΝ GP ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Αν και οι GP αγαπούν αυτό που κάνουν, η Δρ Simonis τονίζει ότι αισθάνονται ότι δεν υποστηρίζονται, ούτε αναγνωρίζονται από την κυβέρνηση.

Ιδίως σε ομοσπονδιακό επίπεδο, εξηγεί ότι οι χρηματοδοτήσεις διοχετεύονται στα νοσοκομεία και όχι την πρωτοβάθμια περίθαλψη, καθώς δεν φαίνεται να έχει γίνει κατανοητό, ότι η γενική ιατρική -αν λειτουργήσει σωστά- είναι αυτή που θα στηρίξει το νοσοκομειακό σύστημα υγείας σε βάθος χρόνου.

«Εάν έχουμε τη στήριξη για να παρέχουμε ολοκληρωμένα την προληπτική μας φροντίδα, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε την υγεία του έθνους προστατεύοντας το νοσοκομειακό σύστημα από την υπερφόρτωση».

Οι GP στο σύνολό τους είναι ευέλικτοι και ανταποκρίνονται πραγματικά στις ανάγκες της κοινότητας, όπως φάνηκε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν εξαρχής εξέταζαν ασθενείς με συμπτώματα του κορονοϊού στα αυτοκίνητά τους.

«Αλλά χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια. Αναγκάστηκαν να βασιστούν στους δικούς τους πόρους, κι έτσι η λειτουργία των ιατρείων έγινε αρκετά απαιτητική».

Για να επισημαίνει την έλλειψη υποστήριξης και αναγνώρισης προς τους GP από την κυβέρνηση, η ομογενής ιατρός, τονίζει, ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας τα ιατρεία GP δεν έλαβαν Εξοπλισμό Ατομικής Προστασίας. Έπρεπε οι ίδιοι να τα προμηθευτούν, την ώρα που τα νοσοκομεία, όλοι οι διασώστες, το νοσηλευτικό προσωπικό, έλαβαν αποθέματα εκ των προτέρων. Ακόμα και η εκτέλεση των προγραμμάτων εμβολιασμού COVID από τα ιατρεία τους είχε στην πραγματικότητα οικονομικές απώλειες.

Εξηγεί επίσης ότι σοβαρό αντίκτυπο έχουν οι πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης για τη μείωση της διάρκειας των τηλε-ραντεβού, και ελέγχουν τον αριθμό των τηλεϊατρικών διαβουλεύσεων με τους ασθενείς.

«Αυτό θα μας επηρεάσει σημαντικά. Έχω ασθενείς που ζουν απομακρυσμένα, και εργαζόμενες μητέρες με παιδιά και φροντιστές και ανθρώπους που χρειάζονται επίσης πρόσβαση στο γιατρό τους, οι οποίοι δεν οδηγούν ή βρίσκονται στο σπίτι και είναι ηλικιωμένοι. Σίγουρα όλοι προτιμούν να δουν τον ιατρό τους από κοντά, αλλά ο κορονοϊός βρίσκεται ακόμα στην κοινωνία και εξακολουθούμε να έχουμε ευάλωτους ασθενείς. Γιατί να τους εκθέσουμε σε επιπλέον κίνδυνο;»

«Οι οικονομολόγοι που εξειδικεύονται σε θέματα υγείας καθιστούν σαφές ότι η στήριξη της πρωτοβάθμιας περίθαλψης είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί» λέει και προσθέτει ότι «ακόμη και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προτείνει την καθιέρωση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η Ελλάδα έχει πλέον στην ατζέντα της, [την καθιέρωση του προσωπικού ιατρού] γιατί αναγνωρίζει ότι, αν δεν έχεις οικογενειακό ιατρό, οι ανάγκες πρόληψης της υγείας σου δεν καλύπτονται».

Με απλά λόγια, εάν η προληπτική φροντίδα είναι ελλιπής, και αν οι ασθενείς δεν έχουν πρόσβαση στους οικογενειακούς γιατρούς τους, θα μεταβούν στα Επείγοντα του νοσοκομείου.

«Μια επίσκεψη στα Επείγοντα στοιχίζει τον φορολογούμενο 600 δολάρια. Επίσης, εάν ένας ασθενής που έχει πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο δει τον GP του εντός δύο έως επτά ημερών από την έξοδο του από το νοσοκομείο, είναι 70% λιγότερο πιθανό να επανεισαχθεί. Γνωρίζετε ποιο είναι το κόστος της επανεισαγωγής του; 1.200 δολάρια!»

Αυτά είναι πραγματικά στοιχεία από αναλύσεις οικονομολόγων, τονίζει η Δρ Simonis.

ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΟΥ ΚΛΑΔΟΥ

Στις αρχές Οκτωβρίου, λίγο πριν την Σύνοδο Κορυφής που κάλεσε το Βασιλικό Κολέγιο Γενικών Ιατρών της Αυστραλίας στην Καμπέρα για την αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων, το AMA δημοσίευσε ένα σχέδιο που σκιαγραφεί πρακτικές και εφαρμόσιμες λύσεις για να βοηθήσει τους GP που βρίσκονται υπό τεράστια πίεση αυτή την περίοδο.

Το πάγωμα της επιδότησης του Medicare, κατά τη γνώμη της Δρ Simonis, είχε το μεγαλύτερο αντίκτυπο στο επάγγελμα. Τονίζει επίσης πόσο κρίσιμο είναι να δώσουμε κίνητρα στους φοιτητές Ιατρικής να επιλέξουν το επάγγελμα του GP. Έτσι όπως έχει η κατάσταση σήμερα, το εισόδημά τους μειώνεται δραματικά όταν μετακινούνται από τη νοσοκομειακή εκπαίδευση για να εργαστούν σε ένα ιατρείο Γενικής Ιατρικής και χάνουν πολλά από τα δικαιώματά τους, γεγονός που φυσικά τους αποθαρρύνει από το να ακολουθήσουν αυτήν την κατεύθυνση στην Ιατρική.

Φώτο: depositphotos

«Στη συνέχεια, βέβαια, ζητάμε αύξηση του επιδόματος του Medicare. Το σύστημα Υγείας μας, βασίζεται στο Medicare, σε αυτή κυβερνητική χρηματοδότηση της υγειονομικής μας περίθαλψης και πληρώνεται από τον φορολογούμενο. Και αυτό πρέπει να κατανεμηθεί προς την πρωτοβάθμια περίθαλψη με τρόπο που να αναγνωρίζει πόσο πολύ προστατεύουμε το υπόλοιπο σύστημα υγείας από την υπερφόρτωση», λέει η Δρ Simonis.

Επίσης η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει ένα κονδύλι για την τοποθέτηση GP στα γηροκομεία, και την παροχή νοσηλευτών στις κλινικές Γενικής Ιατρικής, για να βοηθήσουν σε ορισμένες πτυχές, ώστε να ελαφρυνθεί ο φόρτος εργασίας των οικογενειακών ιατρών.

«Όλα αυτά τα αιτήματα είναι λογικά. Πώς θα μείνουμε ανοιχτοί επιπλέον ώρες όταν δεν μπορούμε να βρούμε αρκετό προσωπικό επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί πτυχιούχοι Ιατρικής που επιλέγουν το επάγγελμα του GP;»

Ο Δρ Simonis αναφέρεται στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης να δημιουργήσει κλινικές επείγουσας περίθαλψης, που σκοπό έχουν την αποφόρτιση των τμημάτων Επείγοντων Περιστατικών στα νοσοκομεία.

«Γνωρίζουμε ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, την υπηρεσία αυτή θα χρησιμοποιήσουν άνθρωποι που απλώς δεν μπορούν να δουν τον τακτικό τους γιατρό ή δεν θέλουν να πληρώσουν τον τακτικό τους γιατρό. Θα είναι μια ενδιαφέρουσα κατάσταση, και θα πρέπει να γίνει σωστή διαχείριση ώστε να μην θέτει σε μειονεκτική θέση τα υπάρχοντα ιατρεία γενικής ιατρικής που θέλουν να διατηρήσουν τους ασθενείς τους και να τους παρέχουν υψηλό επίπεδο υπηρεσιών. Αλλιώς η φροντίδα κατακερματίζεται από ένα σύστημα που δεν φροντίζει πραγματικά τον ασθενή για ένα παρατεταμένο και μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια της ζωής του».

«Οι κλινικές επείγουσας περίθαλψης υποτίθεται ότι θα αποτρέψουν την υπερφόρτωση στα Επείγοντα των νοσοκομείων. Αλλά το λογικότερο θα ήταν να υποστηριχθούν οι GP ώστε να αυξήσουν αυτή την χωρητικότητα μέσα στα ίδια τους τα ιατρεία, αντί να χτίζουμε περισσότερες εγκαταστάσεις για νέες υπηρεσίες».

Ωστόσο, η Δρ Simonis είναι αισιόδοξη. Λέει ότι ο ομοσπονδιακός υπουργός Υγείας, Mark Butler, είναι δεκτικός και φαίνεται να θέλει να κατανοήσει καλύτερα τα προβλήματα του κλάδου.

«Αυτό είναι ίσως ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχουμε βιώσει εδώ και πολύ καιρό. Ο συγκεκριμένος υπουργός Υγείας περνάει τέσσερις ώρες τον μήνα με μια ομάδα GP, μέχρι το τέλος του έτους με σκοπό να ενισχύσουν το Medicare. Αυτές οι συναντήσεις οι οποίες ξεκίνησαν τον Αύγουστο και θα συνεχιστούν μέχρι το τέλος του έτους, έχουν ως στόχο να εντοπίσουν τα μεγάλα ζητήματα στον τομέα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και πώς να τα διορθώσουμε». Οπότε και θα ανακοινωθούν συγκεκριμένα αποτελέσματα από αυτές τις συναντήσεις μετά το τέλος του τρέχοντος έτους.

Ο ρόλος του Γενικού Ιατρού στην κοινωνία είναι πολύ ευρύτερος από αυτό που αναγνωρίζεται στα «χαρτιά».

«Μια έρευνα απέδειξε ότι από όλους τους επαγγελματίες υγείας, οι GP είναι αυτοί που εμπιστεύεται περισσότερο η κοινότητα. Αν κοιτάξετε τις στατιστικές, για την ενδοοικογενειακή βία, για παράδειγμα, εννέα στις 10 γυναίκες θα μιλήσουν στον οικογενειακό ιατρό τους γι’ αυτό που περνάνε».

Ένα άλλο κρίσιμο έργο των Γενικών Ιατρών είναι η συμβολή τους στην ψυχική υγεία του έθνους.

«Είναι ενσωματωμένο σε αυτό που κάνουμε. Έτσι, δεν αναφέρεται ποτέ ως διαβούλευση για την ψυχική υγεία, ούτε χρεώνεται, διότι μπορεί να γίνεται σε συνδυασμό με την εξέταση της αρτηριακής πίεσης, στο τέλος μιας γυναικολογικής εξέτασης ή μιας αναθεώρησης του διαβήτη. Καταλήγουμε να μιλάμε για την ψυχική τους υγεία, διότι το αναφέρουν, και η φθορά της ψυχικής τους υγείας είναι απόρροια της χρόνιας ασθένειάς τους που προκαλεί ψυχική, συναισθηματική, και οικονομική επιβάρυνση»,

Εντέλει λέει η Δρ Simonis «Θέλουμε η πρακτική μας και ο κλάδος μας να ευημερήσει, όχι απλώς να επιβιώνει. Γιατί η διαφορά στη υγεία του έθνους μπορεί να γίνει στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Το να πηγαίνετε σε έναν πνευμονολόγο για μια κρίση βρογχίτιδας είναι υπερβολικό.Πρέπει να έχετε τη δυνατότητα να επισκεφθείτε τον γενικό σας ιατρό, που θα σας βοηθήσει να διαχειριστείτε το πρόβλημα υγείας σας, για να σταθεροποιήσετε τις κρίσεις άσθματος για παράδειγμα. Αυτό δεν θα συμβεί με μια επίσκεψη στον πνευμονολόγο. Αυτό θα συμβεί στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης».

*Η Δρ Magdalena Simonis, εκτός από τα καθήκοντά της ως GP, είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Γενικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, Εκλεγμένη Ομοσπονδιακού Συμβουλίου Γενικής Ιατρικής του Αυστραλιανού Ιατρικού Συλλόγου (Australian Medical Association-AMA), και μέλος της Ειδικής Επιτροπής Ποιοτικής Φροντίδας του RACGP (Βασιλικού Κολεγίου Γενικών Ιατρών Αυστραλίας).