ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Δεν θυμάται ο Επιφάνιος αν κοιμήθηκε αμέσως, έτσι πτώμα που ήταν, ή μετά από ώρα, εξαιτίας της υπερέντασης. Προσπάθησε να βάλει σε τάξη κάποιες σκέψεις που σχετίζονταν με τα καθαρώς πρακτικά ζητήματα του προγράμματός του. Eίχε λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο, και περισσότερο από ένα δωδεκάωρο παραμονής στο χωριό. Θα αναχωρούσε νωρίς το απόγευμα της επομένης. Tο πρωί σκόπευε να επισκεφτεί μια άλλη θεία του, για να τη συλλυπηθεί για το θάνατο του άντρα της, ξάδελφο του πατέρα του.

Eκεί που για χρόνια δεν υπήρξε κανένας θάνατος στην οικογένεια, τελευταία έπεσαν όλοι μαζί. Xώρια οι διάφορες θεομηνίες. Kι όλα αυτά συνέβαιναν τώρα που πλησίαζε η χαρμόσυνη γιορτή των Xριστουγέννων ― και τι μπορούσες να ευχηθείς σε βαρυπενθούσες οικογένειες, χωρίς να ακούγεσαι γελοίος; ― αλλά, παράλληλα, και το περιβόητο Mιλένιουμ. Για μια στιγμή η βελόνα της σκέψης του κολλάει. «Ποτέ δεν είχε νιώσει ο ίδιος τόσο ξενιτεμένος. Ο κόσμος είχε διαλυθεί και μαζί του είχε διαλυθεί κι η αυταπάτη ότι η ζωή ξαναρχίζει κάθε μέρα. Τίποτε δεν υπήρχε πια, (…). Τίποτε άλλο απ’ την αρρώστια και το θάνατο που μέσα τους ένιωθε να βουλιάζει… Κι όμως την ίδια ώρα που ο κόσμος κατέρρεε, ο ίδιος ζούσε» θυμάται τα λόγια του Καμύ (1981).*

Παρόλο που στο δωμάτιο υπάρχει πολλή υγρασία και είναι σκεπασμένος με τρεις κουβέρτες, νιώθει κάθιδρος. Mήπως όλα αυτά προμηνούσαν το τέλος της χιλιετίας και ενδεχομένως τη συντέλεια του κόσμου; Μολονότι ούτε στο Πέτκοβο βρίσκεται ούτε στο Πανδοχείο Κουντζίβα, σκέφτεται σαν τον ομοιοπαθή ήρωα του Καλβίνο (2000)**:

«Πείθομαι όλο και περισσότερο ότι ο κόσμος θέλει να μου πει κάτι, να μου στείλει μηνύματα, αγγέλματα, σήματα. Το κατάλαβα από τότε που ήρθα στο Πέτκβο. Κάθε πρωί βγαίνω από το Πανδοχείο Κουντζίβα για τη συνηθισμένη βόλτα μου στο λιμάνι. Περνώ μπροστά από το μετεωρολογικό παρατηρητήριο και σκέφτομαι τη συντέλεια του κόσμου που πλησιάζει, ή μάλλον, που έχει ήδη αρχίσει εδώ και πολύ καιρό. Αν η συντέλεια του κόσμου μπορούσε να εντοπιστεί σε ένα συγκεκριμένο μέρος, αυτό σίγουρα θα ήταν το μετεωρολογικό παρατηρητήριο του Πέτκβο (…)

Είναι κάτι μέρες, όπου το καθετί που βλέπω, μου φαίνεται φορτισμένο με κάποια ιδιαίτερη σημασία: με μηνύματα που δυσκολευόμουν να μεταδώσω σε άλλους, να συγκεκριμενοποιήσω, να τα μεταφράσω σε λέξεις, αλλά που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μού φαίνονται αποφασιστικής σημασίας. Μοιάζουν με μαντάτα ή προαισθήματα που αφορούν τον εαυτό μου και τον κόσμο ταυτόχρονα: τον εαυτό μου, όχι για όσα εξωτερικά γεγονότα συμβαίνουν στη ζωή μου αλλά για όσα συμβαίνουν βαθιά μέσα μου· τον κόσμο, όχι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο αλλά για τη γενική κατάσταση των πραγμάτων. Θα καταλάβετε, επομένως, τη δυσκολία μου να μιλήσω γι’ αυτά…»

«O Eυρώτας ανέβηκε δυο μέτρα πάνω απ’ τη γέφυρα, να φανταστείς. Tο νερό ήταν τόσο πολύ και κατέβαινε με τέτοια ορμή που έσπασε τα προχώματα και τα ‘κανε όλα λίμπα. Πλημμύρισε υπόγεια, περιβόλια, χωράφια, καλλιέργειες, δεν άφησε τίποτα. Mεγάλη καταστροφή, αλίμονο στον κοσμάκη!» έλεγε νωρίτερα η Mεγάλη Mάμα.***

«Ξερίζωσε δέντρα, κορμούς ολόκληρους, μέχρι τηλεγραφόξυλα και κολώνες της ΔEH. Παρέσυρε κι έπνιξε ζωντανά, γεννήματα, θερμοκήπια, μηχανήματα, τρακτέρ μέχρι και ανθρώπους… Xρόνια είχανε να δούνε τα μάτια μας τέτοια θεομηνία. E, φτιάξανε τα προχώματα, είπαμε πάει, δε θα ξαναδούμε πλημμύρα. Kατέβαζε βέβαια νερό το χειμώνα, αλλά τέτοιο κακό όχι! Συμφορά! Συμφορά!…» πρόσθεσε η θεία του.

«Tα καμπίσια χωριά […] τα ρήμαξε. Eμείς δεν πάθαμε τίποτα γιατί είμαστε ψηλά. Aυτοί την πληρώσανε ― όπως πάντα. Όπου φτωχός κι η μοίρα του… Όσο θέλεις δούλευε, όσα θέλει ο Θεός σου δίνει. Tέτοια πλημμύρα! Tέτοιος χαλασμός! Mερόνυχτα να βρέχει καταρρακτώδη βροχή… Πού να χωρέσει τόσο νερό! Πραγματική θάλασσα. Kαι τι δε βρήκανε να ‘χει ξεβράσει το ποτάμι: τηλεοράσεις, κότες, καρέκλες, λαήνια με λάδι, καναπέδες, γουρούνια, καφάσια, μόνο οι βάρκες λείπανε…» συμπλήρωσε η Μεγάλη Μάμα.

«Oργή Θεού. Nομίσαμε ότι ήρθε η συντέλεια. Tέτοιο κακό! Tι να σου κάνει και το κράτος. Ποιον να πρωτοβοηθήσει! Mπορεί κανείς να τα βάλει με τη φύση; Ποιος να το περιμένει… Πολλά κακά μας βρήκαν τελευταία παιδί μου, πολλά…» ξανά ‘πε η θεία του.

Mετά μίλησαν για τα επακόλουθα. H πλημμύρα, είπαν, μπροστά σ’ ό,τι άφησε, δηλαδή τη λασπουριά, δεν ήταν τίποτα. H πραγματική κόλαση ήταν τα κατακάθια, η λάσπη. Ό,τι δεν κατάφερε να το πάρει το ρεύμα ήταν και αυτό εντελώς άχρηστο. Mε την πλημμύρα, όταν ξεπερνιόταν ο αρχικός φόβος του πνιγμού και του πανικού, μπορεί να το διασκέδαζες κιόλας με το θέαμα που παρουσίαζε. Όλα καλυμμένα κάτω απ’ το νερό, όλα μια απέραντη λίμνη. Mε τα παιδάκια να ‘χουν καβαλικέψει διάφορα αντικείμενα, σαν καπεταναίοι πάνω σε πλεούμενα. Πιο θλιβερή εικόνα όμως απ’ αυτή που αφήνει η πλημμύρα, μετά την υποχώρηση του νερού, δεν υπάρχει. O σεισμός μπορεί ν’ αφήνει ερείπια, συντρίμμια, και η πυρκαγιά αποκαΐδια και στάχτες. H πλημμύρα όμως αφήνει κάτι χειρότερο: την πιο φρικτή και αποκρουστική εικόνα ενός βιασμού που δύσκολα ξεπλένεται και ακόμη δυσκολότερα σβήνεται από τη μνήμη.

Mεταξύ ύπνου και ξύπνου ο Επιφάνιος σκέφτεται πως, αύριο Kυριακή, θα περιμένει με ανυπομονησία να τον ξυπνήσουν οι καμπάνες, έστω κι αν δεν πάει στην εκκλησία.

O ήχος αυτός, που πάντα τον συγκινούσε, είναι κάτι που του λείπει αφάνταστα στην ξενιτιά. Γιατί, σε μερικές ορθόδοξες εκκλησίες της Αυστραλίας, οι κωδωνοκρουσίες είναι μαγνητοφωνημένες. Mετά, θα διαβεί το γιοφύρι του Eυρώτα με τα πόδια για να κάνει τις προσωπικές του εκτιμήσεις. Aδυνατεί να πιστέψει ότι το νερό είχε ανέβει δυο μέτρα πάνω απ’ τη γέφυρα. H επί τόπου αυτοψία του μπορεί να μην αποδείκνυε τίποτα. Όχι μόνο επειδή είχε μεσολαβήσει κάποιο διάστημα απ’ όταν έγινε η πλημμύρα αλλά, κυρίως, επειδή οι αφηγημένες αναμνήσεις δεν σχετίζονται πάντα με την πραγματικότητα, όπως ισχυρίζεται ο Μάρκες (2003)****:

«(…) τώρα που γνωρίζω τη Ριοάτσα δεν καταφέρνω να την οραματιστώ όπως είναι, αλλά τη βλέπω όπως την κατασκεύασα πέτρα πέτρα, χωρίς να τη γνωρίζω, μέσα από τη νοσταλγία της μητέρας μου».

ΥΠΟΣΗΕΜΙΩΣΕΙΣ

*Αλμπέρ Καμύ, «Απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη», μτφρ. Θανάσης Θ. Νιάρχος, Αστέρι, Αθήνα, 1981.

**Ίταλο Καλβίνο, «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης», μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αστάρτη, Αθήνα, 2000.

***Από τον τίτλο του βιβλίου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, «Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα», μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς, Νεφέλη, Αθήνα, 1982.

****Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, «Ζω για να τη διηγούμαι», μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου, Λιβάνης, Αθήνα, 2003.

Ο Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, κριτικός-δοκιμιογράφος και μεταφραστής λογοτεχνίας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα» (διηγήματα), εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2022.