Το χειροκρότημα των συμπαροίκων δέχτηκε ο αντιδήμαρχος Μελβούρνης, Nicholas Reece, μετά την εμπνευσμένη ομιλία του στο πρόσφατο Φεστιβάλ «Αντίποδες», όπου διασκέδασε το ακροατήριό του με προσωπικά ανέκδοτα ηλικιωμένων μελών της οικογενείας του.

Ο κ. Reece είπε στον «Νέο Κόσμο: «Η όμορφη σύζυγός μου, Felicity, είναι Ελληνίδα, και τα παιδιά μου μεγαλώνουν ως Ελληνοαυστραλοί. Μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα, και θεωρούμε τους εαυτούς μας σε μεγάλο βαθμό μέρος της παροικίας».

Ως προς το τί προκάλεσε τον ενθουσιασμό ομογενών κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο ελληνικό Φεστιβάλ, ο κ. Reece λέει ότι ήταν η εξιστόρηση των πρώτων περιπετειών του παππού της συζύγου του στην επαρχία της Αυστραλίας.

«Ο παππούς της γυναίκας μου, ο Vic Miritis, ήρθε στη Μελβούρνη το 1956. Γεννήθηκε στην Κέα, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η Ελλάδα τη δεκαετία του ’50 αποφάσισε να φύγει για την Αυστραλία, για να χτίσει μια καλύτερη ζωή», είπε.

«Στην αρχή ήρθε μόνος του, με την σκέψη να δουλέψει και να μαζέψει αρκετά χρήματα ώστε όταν επέστρεφε στην Ελλάδα να μπορούσε να φέρει την οικογένειά του μαζί του στην Αυστραλία».

Ο George Pantelidis και η Mersina Miritis στο γάμο τους το 1970. Φώτο: Supplied

Έτσι, ο Vic Miritis έπιασε δουλειά οδηγώντας φορτηγά σε όλη τη χώρα. Ο Nick θυμάται να αφηγείται μια αστεία ιστορία για το πώς το τσάι τους περίμενε πάντα έτοιμο στις στάσεις των φορτηγατζήδων.

«Δεν ήταν απόλυτα βέβαιος για το τι έβαζαν σ’ εκείνο το τσάι, αλλά τον κρατούσε ξύπνιο όλη τη νύχτα. Μια φορά έκανε όλη τη διαδρομή μέχρι το Μπρίσμπαν χωρίς να ξεκουραστεί», ή τουλάχιστον έτσι πάει η ιστορία.

Ο κ. Miritis επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από δύο χρόνια, αλλά σύντομα γύρισε με τη σύζυγό του Koola και τα δύο μικρά παιδιά τους, τη Mersina και τον Theo.

«Αρχικά ζούσαν πίσω από ένα milk bar που διατηρούσαν στο Collingwood. Δεν είχαν εξώπορτα. Ο μόνος τρόπος για να μπουν ή να βγουν ήταν μέσω του καταστήματος».

«Όπως τόσοι πολλοί Έλληνες εκείνη την εποχή, βρήκαν δουλειά στα εργοστάσια υφαντουργίας γύρω από το Collingwood. Στη συνέχεια μετακόμισαν στο Clifton Hill και τελικά ο Vic βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας στο Fawkner», λέει ο κ. Reece.

Ο Vic Miritis και η Koola Miritis το 2020. Φώτο: Supplied

Όταν ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου απεβίωσε, ο κ. Miritis μαζί μ’ έναν συνάδελφό του, τον John Eisner, ανέλαβαν ουσιαστικά τη λειτουργία της επιχείρησης, της A-Weave Textiles, η οποία κάποια στιγμή έγινε ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές κουβερτών στην Αυστραλία.

Αλλά αυτή είναι μόνο η μισή ιστορία προσθέτει ο κ. Reece.

«Ο πεθερός μου έφτασε στην Αυστραλία με πλοίο το 1970 ως μέλος του ελληνικού εμπορικού ναυτικού», συνεχίζει.

«Ενώ βρισκόταν σε άδεια στην ξηρά γνώρισε μια πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα ονόματι Mersina Miritis. Οι δυο τους ερωτεύτηκαν αμέσως και ας πούμε ότι… όταν το πλοίο έφυγε την επόμενη μέρα, ο George Pantelidis δεν ήταν στο κατάστρωμα».

Σύντομα ο George Pantelidis και η Mersina Miritis παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία δικά τους παιδιά, ένα από τα οποία είναι η Felicity, η σύζυγος του κ. Reece.

«Και αυτή είναι η ιστορία μας… Τώρα έχουμε κι εμείς τρία παιδιά, που λατρεύουν τον ελληνικό πολιτισμό και του χρόνου σχεδιάζουμε να τα πάρουμε στην Ελλάδα για ένα ταξίδι ώστε να γνωρίσουν την ιστορία της οικογένειας».

«Έχουμε ήδη βγάλει τους χάρτες στο σπίτι. Θα είναι μια καταπληκτική οικογενειακή στιγμή για όλους μας». Ο κ. Reece γελάει με μια νότα συναισθηματισμού.

Μετανάστης ο ίδιος, αφού έφτασε από την Αγγλία σε ηλικία τεσσάρων ετών, ο κ. Reece φαίνεται να έχει ενστερνιστεί ολόψυχα τον ελληνισμό της Αυστραλίας, όταν παντρεύτηκε την ομογενή σύζυγό του.