Ποιος από τους μεγαλύτερους σε ηλικία ομογενής μας δε θυμάται ακόμη εκείνο το πρώτο ταξίδι-περιπέτεια της μετανάστευσής του στην Αυστραλία; Ποιος δε διατηρεί μέσα του, ζωντανά τα έντονα συναισθήματά του, όταν άφηνε πίσω τους δικούς του ανθρώπους, τη ζωή που είχε έως τότε στον τόπο του, ειδικά στις δεκαετίες του ’50, του ’60 (ή και πιο παλιά);
Ποιος όταν επιβιβαζόταν -ως επί το πλείστον στο πλοίο- δεν ένιωσε ότι ίσως δεν θα ξαναδεί ποτέ συγγενείς και φίλους, την πατρίδα (κάτι που για πολλούς συμπάροικους έμελλε να είναι η σκληρή πραγματικότητα); Ποιος δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ τότε…; Αλλά και ποιος δε θυμάται τις πρώτες εντυπώσεις από την άφιξή του εδώ;
Μπορεί οι θύμησες αυτές να είναι συχνά «καταχωνιασμένες» σε κάποια γωνιά του μυαλού, όμως αρκεί μία φωτογραφία, ένα άρθρο, μία συζητήση για τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Αυστραλία, για να τις ανασύρει από το «χρονοντούλαπο».
Το άρθρο του «Νέου Κόσμου», πρόσφατα, για το «Το Α! ταξίδιον του ‘Πατρίς’» (αναδημοσίευση από το ιστορικό περιοδικό «Ναυτικά Χρονικά») αποτέλεσε «καταλύτη μνήμης» για πολλούς ομογενείς μας, όπως την κυρία Μάρθα Τσιβουλίδου (το γένος Χατζηκυριακίδη). «Όταν διάβασα την εφημερίδα, θυμήθηκα εκείνα τα παλιά μου χρόνια».
Πέρασαν 60 χρόνια από τότε που με τον αείμνηστο συζυγός της, Νίκο, αλλά και τον γιο τους Γιώργο, μικρό παιδί ακόμη, ούτε 2 χρόνων, άφηναν πίσω τους το χωριό τους, τη Μολόχα Κοζάνης, για να κατέβουν στον Πειραιά και απ’ εκεί να επιβιβαστούν στο «Πατρίς» με προορισμό τη Μελβούρνη.
Αναχώρησαν στις αρχές Μαρτίου. «Ήταν νομίζω 5-6 του μήνα», ανέφερε η κα Μάρθα. Για την ημερομηνία άφιξης ήταν όμως σίγουρη. Υπάρχουν άλλωστε ντοκουμέντα, καθώς ο γιος της, ο μικρός Γιώργος, έμελλε να γίνει αμέσως… διάσημος.
Με το που έφτασαν στη Μελβούρνη, στις 30 Μαρτίου 1962, ένας φωτογράφος, τον πήρε από την αγκαλιά της μητέρας του και τον «έστησε» για μία φωτογραφία. Η εικόνα αυτή δημοσιεύτηκε στην σελίδα 3 της «The Age» την επόμενη κιόλας ημέρα (31 Μαρτίου).
Δείχνει το άρτι αφιχθέν Ελληνόπουλο να κρατά/φυλάσσει δύο νταμιτζάνες με ούζο, όπως γράφει ο τίτλος. Ο Γιώργος Τσιβουλίδης έχει διαφυλάξει αυτή την σελίδα στο προσωπικό του αρχείου μαζί με πολλές ακόμη φωτογραφίες από το ταξίδι ζωής της οικογένειάς του.
Μπορεί ο ίδιος να μην έχει έντονες μνήμες από εκείνη την εποχή, καθώς ήταν πολύ μικρός ακόμη, αλλά πλέον γνωρίζει καλά τι πέρασαν τότε οι δικοί του, τις θυσίες γονιών και παππούδων, ώστε αυτός και οι γεννημένες εδώ αδερφές του, καθώς και οι επόμενες γενιές, να έχουν μία καλύτερη ζωή.
ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
«Η μητέρα μου ήταν από την Νεάπολη Κοζάνης, αλλά παντρεύτηκε στο χωριό (Μολόχα) και εκεί γεννήθηκα -στις 22 Ιουνίου του 1937- εκεί μεγάλωσα, εκεί παντρεύτηκα», αφηγήθηκε στον «Νέο Κόσμο» η κα Μάρθα, καθώς καθόμαστε γύρω από το τραπέζι στην κουζίνα του φιλόξενου σπιτιού της στο East Bentleigh.
Οι γονείς της ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο. Οι γονείς του συζύγου της, Νίκου, επίσης πρόσφυγες, από το Μεταλλείο Ταύρου (καππαδοκικό μεταλλουργικό οικισμό ιδρυμένο από Ποντίους, έναν από τους σημαντικότερους της Ανατολίας κατά το 19ο αιώνα).
«Η γιαγια έχασε και έναν αδερφό στο ταξίδι της προσφυγιάς, στο λιμάνι…», πρόσθεσε ο γιος της, Γιώργος Τσιβουλίδης.
«Εγώ έζησα και δύο χρόνια στην Καλαμαριά, στη Θεσσαλονίκη, όπου πήγα σχολείο κατά τον Εμφύλιο», θυμήθηκε η κα Μάρθα με χαμόγελο και ενθουσιασμό.
«Δύσκολα τα χρόνια στον Εμφύλιο;», ρωτήσαμε. «Δύσκολα, πολύ δύσκολα … Χωριανοί σκοτώθηκαν», απάντησε.
«Κυνηγούσαν τον παππού…», ανεφέρε ο κ. Γιώργος.
«Τον μπαμπά μου, τον Κυριάκο», συμπλήρωσε η μητέρα του.
«Ήτανε Αριστεροί …», συνέχισε ο γιος της.
«Η μαμά μου, η Ελένη, έκανε 8-9 μήνες στη φυλακή. Όταν φυλακίστηκε είχε μαζί της, 9 μηνών μωρό ακόμη, την αδερφή μου, τη Δέσπω, η οποία πέθανε πέρυσι. Η μόνη από τα αδέρφια που έχει φύγει από τη ζωή. Από τα έξι αδέρφια, ήταν η 5η», διευκρίνισε η κα Μάρθα.
Η ΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ
Ήταν το 1955 όταν παντρεύτηκε τον σύζυγός της, Νίκο. «Πριν πάει φαντάρος», όπως θυμάται η ίδια.
Η ζωή στο χωριό κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν εκείνα τα χρόνια και οι υγειονομικές υπηρεσίες ανύπαρκτες.
«Το πρώτο μου το παιδί, που ήταν κορίτσι, το γέννησα στο σπίτι και το ‘έχασα’ … Όταν με έπιασαν οι πόνοι, πήγε ο Νίκος να φέρει το άλογο -τότε δεν πηγαίνανε στην Νεάπολη αυτοκίνητα- αλλά μέχρι να το φέρει, το παιδί γεννήθηκε πεθαμένο».
Έμεινε και πάλι έγκυος. «Ήταν 20 Ιουλίου (1960), του προφήτη Ηλία. Το βράδυ είχα πόνους. Με λέει ο Νίκος, ‘έλα σήκω θα σε πάω’. Λέει τη μάνα του, ‘εγώ θα πάρω το άλογο και θα φύγω στη Νεάπολη’. Αλλά πριν φτάσουμε ακόμη, λέω στον Νίκο, ‘κατέβασέ με από το άλογο’. Μόλις με κατέβασε γέννησα».
«Γυρίσαμε στο σπίτι. Η πεθερά μου έλειπε -ήταν στον κάμπο, πήγε να πάρει το γάλα με την κουνιάδα μου- και έτρεξε ο Νίκος, φώναξε άλλες γυναίκες και με τακτοποίησαν αυτές».
«Η ζωής σας μία μεγάλη περιπέτεια», σχολιάσαμε και ρωτήσαμε: «Επισκεφτήκατε ποτέ ξανά εκείνο το σημείο;»
«Ναι, περάσαμε από εκεί όταν πήγαμε στην Ελλάδα, μετά από πολλά χρόνια. Και το 2019, σταματήσαμε και της είπα να μου δείξει που ακριβώς γεννήθηκα», απάντησε ο κ. Γιώργος. «Είναι διαφορετικό να λες γεννήθηκα σε αυτό το νοσοκομείο και αλλιώς να λες γεννήθηκα σε αυτό το βουνό, το χωράφι».
Ο ΞΕΝΙΤΕΜΟΣ
Η κα Μάρθα ήταν 25 χρόνων και ο γιος της ούτε 2, όταν ελήφθη η απόφαση να φύγουν για τα ξένα. «Ο άντρας μου είχε δύο αδελφούς και μια αδελφή εδώ. Είχε μία ακόμη μεγαλύτερη αδελφή, που έμεινε στην Ελλάδα».
«Πήγαμε πριν φύγουμε να δούμε τον πατέρα μου στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε μετακομίσει από το 1960».
«Όταν πήγα να τον αποχαιρετήσω έκλαψε. Είπε ‘αυτός έχει όλους τους δικούς του, εσύ δεν έχεις κανέναν, πού θα πας;’. Του απάντησα: ‘Αυτός θέλει να πάει, εγώ τι μπορώ να κάνω;’».
Στο χωριό οι δουλειές ήταν λιγοστές, στα χωράφια, με τα καπνά, ενώ υπήρχαν και κάποιες οικογενειακές έριδες.
«Εγώ έκλαψα είναι η αλήθεια, αλλά τι μπορούσα να κάνω…», είπε η κα Μάρθα για τον ξενιτεμό.
Ήρθε ο καιρός να φύγουν από το χωριό, με πρώτο προορισμό την Αθήνα και έπειτα το λιμάνι του Πειραιά.
«Όταν ήταν να φύγει κάποιος -για την Αυστραλία για παράδειγμα- όλο το χωριό μαζευότανε και τον συνόδευαν, πήγαιναν μέχρι την άκρη του χωριού», σημείωσε ο κ. Γιώργος, έχοντας ακούσει τις σχετικές ιστορίες.
«Λες και ήταν κηδεία», καθώς αυτοί που έφευγαν δεν ήξεραν αν ποτέ θα τους ξαναδούν. «Η γυναίκα μου, που είναι Αυστραλέζα, το άκουγε αυτό να το διηγούνται και δάκρυζε».
«Όλοι από πίσω μου ήτανε», συμμπλήρωσε η κα Μάρθα.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ Η… ΙΛΑΡΑ
«Κατέβηκαμε από το χωριό με λεωφορείο και μείναμε στο σπίτι της κουμπάρας μας, της νονάς του Γιώργου, ένα βράδυ, στον Πειραιά. Μετά πήγαμε στο λιμάνι να επιβιβαστούμε στο ‘Πατρίς’», συνέχισε η ίδια.
«Είχατε ξαναμπεί σε πλοίο;», ρωτήσαμε. «Όχι, όχι, πρώτη φορά ήταν», απάντησε.
«Πώς ήταν μέσα στο καράβι να έχεις ένα μικρό παιδί;».
«Πολύ δύσκολα», μας είπε η κα Μάρθα.
Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη, καθώς ο μικρός Γιώργος κόλλησε ιλαρά εν πλώ. Όπως μας διηγήθηκε η μητέρα του, είχαν μεν καμπίνα για να μένουν το βράδυ, αλλά την ημέρα, όταν ήθελαν λίγο να ξεμουδιάσουν ή να φάνε, έπρεπε να κάθονται έξω στο κατάστρωμα, για να μην κολλήσουν και τα άλλα τα παιδιά. Ακόμη και το φαγητό τους το πήγαιναν έξω.
Από τις 24 ημέρες του ταξιδιού, η περιπέτεια με την ασθένεια διήρκεσε περίπου μία εβδομάδα.
«Έχετε πολλές φωτογραφίες από το ταξίδι…», σχολιάσαμε.
«Θυμάμαι, από τις αφηγήσεις, ότι ο μπαμπάς αγόρασε τη φωτογραφική μηχανή που είχαμε στο ταξίδι -την έχω ακόμα- από το Τζιμπουτί», εξήγησε ο κ. Γιώργος. Μετά και από μία στάση στο Freemantle αποβιβάστηκαν στη Μελβούρνη. Μαζί είχαν, «ένα μπαούλο, όπως οι περισσότεροι τότε».
«Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΥΖΟΥ»
«Φτάσαμε στις 30 Μαρτίου, γιατί την επόμενη μέρα ήταν στην εφημερίδα η φωτογραφία του Γιώργου με τις νταμιτζάνες, στις 31 Μαρτίου», δήλωσε η κα Μάρθα.
«Πώς έγινε αυτό;» ρωτήσαμε.
«Ο Νίκος κατέβηκε πρώτος από το πλοίο για να δει αν τον περίμεναν οι δικοί του. Εγώ, έχοντας στην αγκαλιά το παιδί ήμουν ακόμη επάνω στο ‘Πατρίς΄’. Ήρθε και τον πήρε από τα χέρια μου ο φωτογράφος, τον έδωσε δύο νταμιτζάνες, ενώ μία κοπέλα, μεταφράστρια, μας εξήγησε στα Ελληνικά τι συνέβαινε».
Κάπως έτσι ο μικρός Γιώργος, έχοντας μόλις φτάσει στη χώρα, βρέθηκε να κοσμεί την 3η σελίδα της «The Age», 60 χρόνια πριν, ως «Φρουρός του Ούζου».
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Η πρώτη τους γειτονιά το «ελληνικό» Prahran. «Ο μεγάλος ο κουνιάδος μου είχε σπίτι εκεί. Νοικιάζανε ήδη τρεις οικογένειες και ήρθαμε και εμείς, τέταρτη οικογένεια. Κάθε οικογένεια είχε ένα δωμάτιο και όλοι μαζί μία κουζίνα», αφηγήθηκε η κα Μάρθα.
«Στο ίδιο σπίτι έμενε και ο θείος ο Γιάννης, έξω, σε ένα μικρό χωρό, σαν αποθήκη, μέχρι να παντρευτεί», συμπλήρωσε ο γιος της.
«Για ένα διάστημα δούλεψα στο South Yarra, στα φρούτα, αλλά μετά ήρθε η αδερφή μου -τους έφερα με τον άντρα της από την Ελλάδα- και αυτή εργάστηκε ως ράφτρια και πήρε και εμένα στη δουλειά αυτή. Έπειτα, όλα μου τα χρόνια δούλευα στο ράψιμο», συνέχισε η μητέρα του.
Ο αείμνηστος Νίκος Τσιβουλίδης, ανέφερε ο κ. Γιώργος, «εργάστηκε αρχικά με τον μεγάλο του αδερφό, τον θείο Παναγιώτη. Στο Albert Park Lake, υπήρχαν δύο εστιατόρια -το Rob’s Carousel και το Rob’s Drive In- εκεί δουλεύαν νυχτερινή βάρδια. Ο θείος μου ήταν μάγειρας. Το βράδυ πήγαινε και ο πατέρας μου, καθαρίζανε και ήταν και φύλακας και στα δύο καταστήματα».
«Στη συνέχεια εργάστηκε στα καρπέτα για τα αυτοκίνητα και έμεινε εκεί μέχρι το τέλος», πρόσθεσε η κα Μάρθα.
Το ’63 αγόρασαν το πρώτο δικό τους σπίτι στο Charles Street. Την επόμενη χρονιά γεννήθηκε η κόρη τους Όλγα. «Την ίδια ημέρα με τον Γιώργο, του προφήτη Ηλία, 20 Ιουλίου, τέσσερα χρόνια μετά». Αγόρασαν ένα ακόμη σπίτι στην περιοχή στα τέλη του ’60. Το ’77 η οικογένεια είχε μετακομίσει στο East Bentleigh, όπου η κα Μάρθα ζει ακόμη και σήμερα.
«Πήραμε αμέσως σπίτι, δεν ήταν μεγάλο, αλλά μας βόλευε», επεσήμανε η κα Μάρθα για τα πρώτα χρόνια της ζωής στη Μελβούρνη στο Prahran. «Όλο Έλληνες ήταν…».
«Τώρα τα σπίτια εκεί είναι πανάκριβα. Μεγάλο σφάλμα έκαναν πολλοί Έλληνες, που έφυγαν … Τότε ήταν προάστιο της εργατικής τάξης, τώρα θες εκατομμύρια για να αγοράσεις ακίνητο εκεί», πρόσθεσε ο κ. Γιώργος.
ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Το «childcare» της εποχής, όπως γνωρίζουν καλά οι ομογενείς μας, ήταν συνήθως κάποια γυναίκα που φυλούσσε αρκετά παιδιά που οι γονείς τους εργάζονταν.
Κάπως έτσι πέρασε κάποια χρόνια και ο μικρός Γιώργος. Τα Ελληνικά ήταν η μητρική του γλώσσα και Αγγλικά άρχισε να μιλά όταν ήρθε ο καιρός να πάει σχολείο.
Όταν έγινε 5 ετών, οι γονείς του πήγαν να τον γράψουν στο δημοτικό που ήταν πολύ κοντά εκεί που έμεναν, στην High Street, αλλά τους είπαν ότι επειδή είναι γεννημένος Ιούλιο, θα πρέπει να επιστρέψουν του χρόνου.
Ωστόσο, θυμάται ο ίδιος, «μετά από 2-3 εβδομάδες, με πήρε από το χέρι ο θείος μου ο Γιάννης, πήγαμε στο σχολείο και είπε ψέμματα ότι γεννήθηκα τον Απρίλιο. Γράφτηκα και κάπως έτσι ήμουν πάντα ο πιο μικρός στην τάξη».
«Οι μισοί μαθητές πρέπει να ήταν Έλληνες, υπήρχαν και Γιουγκοσλάβοι και μετά ήρθανε και αρκετοί Τούρκοι. Επίσης, από μικρό παιδί πήγαινα και στο Ελληνικό σχολείο, όλοι πηγαίναμε. Δε θέλαμε όμως να πάμε. Μόλις τελειώναμε τα μαθήματα, άντε πάλι στο σχολείο για να μάθουμε Ελληνικά».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα πρώτη φορά το 1972. «Μας έλεγαν ιστορίες από την Ελλάδα, αλλά ήμασταν τόσο μικροί που δεν καταλαβαίναμε τη σημασία» της γενέτειρας και των συγγενών εκεί, ανέφερε ο κ. Γιώργος.
Τότε ήταν άλλωστε ακόμη 12 χρόνων. «Ήμασταν παιδιά, θυμάμαι τα ξαδέρφια πηγαίναμε στα χιόνια, έπιαναν πουλιά με παγίδες. Ήταν Δεκέμβριος, φύγαμε πριν τα Χριστούγεννα».
Έπειτα, επισκέφτηκε την Ελλάδα κάποιες φορές ακόμη με την πάροδο των ετών. Αλλά όπως διηγείται, κομβικό ήταν το ταξίδι που έκανε 8 χρόνια πριν.
«Πήγα στην Ελλάδα με τη γυναίκα μου το 2014. Ήταν η πρώτη φορά μαζί της και με τα 4 παιδιά μας. Τότε γνώρισαν όλο το σόι. Σκέφτηκα… τόσα χαμένα χρόνια, που δεν είχαμε γνωριστεί καλύτερα. Τα παιδιά γνώρισαν τα ξαδέρφια τους και τους θείους και τις θείες. Πήγαμε εκεί που γεννήθηκα εγώ, στο δρόμο».
ΤΟ «ΠΑΤΡΙΣ» ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
«Τι ήταν λοιπόν το ‘Πατρίς’ για σας, πώς νιώσατε όταν είδατε τη φωτογραφία του πλοίου πρόσφατα στον ‘Νέο Κόσμο’;», ρωτήσαμε την κα Μάρθα.
«Με έκανε να θυμηθώ όλα αυτά πίσω. Τη ζωή εκείνη, τα παιδικά μου χρόνια, πως μπήκαμε μέσα, πώς ήρθαμε…», απάντησε.
«Την αγαπήσατε την Αυστραλία;», ήταν το επόμενο ερώτημα.
«Ε, την αγάπησα γιατί μεγάλωσα εδώ, έζησα, μεγάλωσαν τα παιδιά μου εδώ, ναι», μας είπε. Αλλά, πρόσθεσε, «πάντα μου έλειπε το χωριό. Ήμασταν έξι αδέλφια και η μόνη που είναι εδώ ήμουν εγώ. Μετά έφερα την άλλη αδερφή μου, αλλά και αυτοί επέστρεψαν στην Ελλάδα».
Η Αυστραλία, η νέα πατρίδα, έδωσε τις ευκαιρίες για ένα καλύτερο μέλλον, τις οποίες η κα Μάρθα και ο αείμνηστος σύζυγός της Νίκος αναζητούσαν όταν ξενιτεύτηκαν. Για τους ίδιους, αλλά και τα παιδιά τους.
Ο μικρός Γιώργος, που γεννήθηκε στο βουνό έγινε ο πρώτος από την οικογένειά του που πήγε στο Πανεπιστήμιο, όπου σπούδασε Applied Science.
Αρχικά εργάστηκε στο Υπουργείο Υγείας και ως επιθεωρητής Υγείας σε Δήμους. Έπειτα για στην Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA).
Έως το 2009 οπότε παραιτήθηκε -καθώς ήταν «πολλές οι στεναχώριες, οι πολιτικές», όπως μας είπε- και τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως τεχνίτης (handy man).
«Του άρεσε πολύ από μικρό παιδί, όπως σχολίασε η κυρία Μάρθα. «Από μικρός έφτιαχνε τα πάντα».
«Τι σκέφτεστε όταν κοιτάτε αυτήν τη φωτογραφία με τις νταμιτζάνες σήμερα;», ρωτήσαμε τον κ. Γιώργο.
«Καταρχήν δεν ξέρουμε αν είχαν καν ούζο μέσα», απάντησε με χαμόγελο.
«Κατά τη διάρκεια της ζωής μου, αρκετές φορές έπεφτε στα χέρια μου αυτή η φωτογραφία. Αλλά, ήμουν πολύ νέος και δεν κατανοούσα την πραγματική της σημασία. Πλέον μπορώ να κατανοήσω πλήρως την ουσία, τι απεικονίζει: Τις θυσίες που έκαναν οι δικοί μου…».
«Πριν μερικά χρόνια, ο γιος μου, μου είπε ότι θέλει να πάει στην Τασμάνια να εργαστεί. Στην αρχή σκέφτηκα ότι θα είναι… μακριά μας. Και αμέσως ήρθε στο μυαλό μου πώς να ένιωσαν οι παππούδες μου, όταν τα παιδιά τους ήταν, όχι στην Τασμάνια, αλλά στην άλλη άκρη του Κόσμου. Να περιμένουν, να αγωνιούν, για ένα γράμμα, ένα τηλεφώνημα, όχι όπως σήμερα που έχουμε τις βιντεοκλήσεις όποτε θέλουμε».
«Πώς το άντεξαν αυτό; πώς το αντιμετώπισαν; Κάποιοι -ξέρουμε και άτομα από το χωριό μας- δεν γύρισαν ποτέ πίσω, οι γονείς τους δεν τους είδαν ποτέ ξανά. Ως γονιός, κατανοείς πλήρως και το εκτιμάς αυτό, πώς επιβίωσαν με αυτό το βάρος στην καρδιά; Με ξεπερνά…».