Ο Προκόπης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1950 στην Καλαμάτα, στην οποία τελείωσε το Λύκειο, και το 1986 πήγε στην Αθήνα ως πρωτοετής της Νομικής Σχολής.

Εξελέγη βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 1996, καθώς και στις εκλογές 2000, 2004, 2007, 2009 και 2012.

Με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης σπούδασε στο Παρίσι, και στο Πανεπιστήμιο Paris II το 1975 πήρε τον μεταπτυχιακό τίτλο DEA, και το 1977 ανακηρύχθηκε διδάκτορας στο Δημόσιο Δίκαιο με βαθμό «Άριστα».

Κατά την περίοδο 1978-79 υπηρέτησε τη θητεία του ως οπλίτης των Διαβιβάσεων. Το 1981 άρχισε η ακαδημαϊκή του καριέρα, και σταδιακά από Επιμελητής, το 1982 έγινε Υφηγητής, το 1983 Επίκουρος Καθηγητής, το 1986 Αναπληρωτής Καθηγητής, και το 1989 Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Διετέλεσε Αναπληρωτής Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης, και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα την περίοδο 1989-1990, και Διευθυντής του Νομικού Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή 1990-1995.

Το 1996 εξελέγη Βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, και ως το 2000 άσκησε καθήκοντα Τομεάρχη Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης. Από το 2000 ως το 2014 εκλεγόταν συνεχώς Βουλευτής Α’ Αθηνών.

Στις 18 Φεβρουαρίου του 2015 εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και ολοκλήρωσε την θητεία του στις 13 Μαρτίου 2020, οπότε ορκίσθηκε νέα Πρόεδρος η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου.

Αυτά για την πολιτική σταδιοδρομία του κ. Προκόπη Παυλόπουλου. Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε κάποια από τα ιστορικά ενδιαφέροντά του, όπως αποτυπώνονται σε ομιλία του με τίτλο «Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός» που διοργάνωσε το Λύκειο Ελληνίδων Καλαμάτας, σε συνεργασία με το Τμήμα Φιλολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

{…} Πραγματικά, η Ελληνική Γλώσσα, ως γραπτή γλώσσα, άφησε ανεξίτηλα αποτυπωμένη την «σφραγίδα» της πάνω στην Λατινική. Και δι’ αυτής, πάνω στις Νεολατινικές, όπως και πάνω στις Γερμανικές και τις Σλαβικές γλώσσες, που γνώρισαν την Ελληνική Γλώσσα διά της εξ αυτής μετάφρασης σ’ εκείνες των Ιερών Βιβλίων. Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι και μόνο το γεγονός πως στα Ιερά Βιβλία – τεράστιας σημασίας από πλευράς επίδρασης σ’ ένα εξαιρετικά ευρύ και πολυσύνθετο αναγνωστικό κοινό – διατυπώθηκαν, μετά την αρχική «πηγή» τους, στην Ελληνική Γλώσσα, αναδεικνύει, δίχως αμφιβολία, την εξαιρετική εκφραστική δύναμη, από κάθε έποψη, της τελευταίας.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ακριβώς λόγω και της κατά τ’ ανωτέρω «διεισδυτικότητας» της Ελληνικής Γλώσσας, τα στοιχεία της «διαχύθηκαν» σε άλλες γλώσσες, όπως οι προαναφερόμενες, κατ’ εξοχήν στο πεδίο της Επιστήμης και της Λογοτεχνίας. Και μάλιστα η ώθηση μιας τέτοιας «διάχυσης» ήταν τόση, ώστε η διάρκεια της αντίστοιχης επιρροής της Ελληνικής Γλώσσας υπήρξε εξαιρετικά μακρά, σε σημείο που να δεχόμαστε σήμερα πως η παρουσία της στα ως άνω γλωσσικά πεδία ουδέποτε διεκόπη ως τις μέρες μας. Ούτε, βεβαίως, υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται να διακοπεί στο μέλλον. Το φαινόμενο δε τούτο αποδίδει αυτό, το οποίο θα μπορούσαμε, δίχως υπερβολή, ν’ αποδώσουμε με τον όρο της «εκφραστικής διαχρονίας» της Ελληνικής Γλώσσας.

{…} Περαιτέρω, η «τελειότητα» της γλώσσας κρίνεται, δίχως αμφιβολία, από την δύναμή της να συμβάλλει στην όσο το δυνατόν πληρέστερη και ολοκληρωμένη δημιουργία και σύνθεση της σκέψης. Με τρόπο ώστε παίρνοντας η τελευταία την μορφή της «Γνώσης» και, έπειτα, της «Σοφίας», ήτοι της Επιστήμης, να δώσει στην γλώσσα την δυνατότητα της επικοινωνίας με τρίτους, άρα να της επιτρέψει να «χαράξει» τον δρόμο γέννησης Πολιτισμού.

{…} Και το μεγαλείο της Ελληνικής Γλώσσας έγκειται, πρωτίστως, ακριβώς στην ανεπανάληπτη, μέσα στην ανά τις χιλιετίες αδιάλειπτη πορεία της, δύναμή της να συμβάλλει στην πλήρη και ολοκληρωμένη δημιουργία και διαμόρφωση της σκέψης. Με άλλες λέξεις, η Ελληνική Γλώσσα, οιονεί «εκ φύσεως», διαθέτει το μείζον πλεονέκτημα της διευκόλυνσης της σκέψης όχι μόνο στο επίπεδο της διαμόρφωσής της, αλλά και στο επίπεδο της έκφρασής της.

{…} Κατά την ρήση του Αντισθένους «ἀρχή σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», η φιλοσοφική σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα ουδέποτε επικεντρώθηκε αποκλειστικώς στην διερεύνηση του νοήματος της γλώσσας. Αντιθέτως, η νοηματική προσέγγιση των λέξεων και των προτάσεων αποτελούσε το μέσο, για να διευκολυνθεί το θεμελιώδες αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας, που ήταν πρωτίστως ο καθορισμός του περιεχομένου των υπό έρευνα εννοιών σε σχέση με τα πράγματα, στα οποία αυτές αναφέρονται.

{…} Η Ελληνική Γλώσσα υπήρξε όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού ή και ενός Έθνους γενικότερα, αλλά το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την σύγχρονη εξέλιξή του, λόγω του ότι, σύμφωνα με τις επόμενες σκέψεις, η Ελληνική Γλώσσα συνέβαλε καθοριστικώς στην δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων.

Όλα αυτά έχουν ως αφετηρία το επιστημονικώς ακραδάντως τεκμηριωμένο γεγονός, ότι η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, ως μέσου επικοινωνίας των συμβιούντων σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, είναι τέτοια μέσα στον χρόνο, ώστε βασίμως μπορούμε να δεχθούμε πως δεν είναι τόσο το σύνολο των επιμέρους Λαών στην Αρχαιότητα, οι οποίοι συνδέθηκαν ιστορικώς μεταξύ τους ως Έλληνες, που δημιούργησε την Ελληνική Γλώσσα.

Πολύ περισσότερο ήταν η Ελληνική Γλώσσα, όπως προέκυψε από την σύνθεση των επιμέρους διαλέκτων της εκείνη που οδήγησε στην μετέπειτα ενότητα των Ελλήνων. Ενότητα, η οποία οδήγησε από τότε στην «γέννηση» του Έθνους των Ελλήνων.

Ενός Έθνους που η γλώσσα του, ομιλούμενη ουσιαστικώς δίχως διακοπή μέσα στον χρόνο, του επιτρέπει να διατηρεί, αδιαλείπτως, μια σταθερή «ισορροπία». Δοθέντος ότι, μέσω αυτής, οι «κεντρομόλες» ενωτικές για τον «εθνικό πυρήνα» δυνάμεις παραμένουν σταθερά πολύ περισσότερες και πολύ πιο ισχυρές από τις, ενδεχομένως, «φυγόκεντρες». Πραγματικά, η ίδια η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αποδεικνύει ότι η διαχρονική ενότητά του οφείλει πολλά – αν όχι τα περισσότερα – στην Ελληνική Γλώσσα.

{…} Την πορεία εξέλιξης του Ελληνικού Πολιτισμού, σε όλη του την μακραίωνη διαδρομή, «καταγράφει», πιστά και αξιόπιστα όπως επισημάνθηκε συνοπτικώς προηγουμένως, κυρίως η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στον δρόμο προς την επιστημονική – ουσιαστικώς την πρώτη στην ιστορία της επιστημονικής εξέλιξης – δημιουργία.

Αυτή η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος προς την θεμελίωση της ολοκληρωμένης Επιστήμης και της Φιλοσοφίας με συστηματική δομή παραπέμπει, εν πολλοίς, στον μύθο του Προμηθέα, κατά την Αισχύλεια εκδοχή του. Ήτοι παραπέμπει στον ημίθεο, ο οποίος τίθεται στην υπηρεσία του Ανθρώπου – προκειμένου να τον διδάξει τις Τέχνες, μέσω της χρήσης της φωτιάς που είχε κλέψει από τους θεούς, με σκοπό να καταστήσει την ανθρώπινη δημιουργία δύναμη «παραγωγής» Πολιτισμού, άρα δύναμη η οποία θα απελευθερώσει τον Άνθρωπο και από τον αρχέγονο φόβο του θανάτου.

Μέσα από αυτήν την πορεία του το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα γέννησε, σχεδόν ταυτοχρόνως, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία. Σήμερα, η συνεισφορά αυτή του Ελληνικού Πνεύματος στον Πολιτισμό, εν γένει, φαίνεται ίσως φυσική. Όμως η ιστορική διαδρομή και έρευνα στο πεδίο κυρίως της Επιστήμης αρκεί για να καταδείξει, ότι αυτή η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος συνιστά μια από τις πιο συγκλονιστικές – δίχως ίχνος υπερβολής – περιόδους της ανθρώπινης δημιουργίας.

Και διότι, κατ’ ουσία και κατ’ αποτέλεσμα, σηματοδοτεί την αρχή της πνευματικής «καταξίωσης» του Homo Sapiens. Για να γίνει σαφέστερη, και επομένως ακριβέστερη η ανάλυση που προηγήθηκε, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα έφθασε στον «κολοφώνα» της διάπλασης της Επιστήμης μέσα από την «επαναστατική», μεθοδολογικώς, για την εποχή εκείνη μετατροπή της πληροφορίας σε Γνώση. και της Γνώσης σε «Σοφία».

Με άλλα λόγια, το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα οδήγησε έτσι την εν γένει Παιδεία – υπό την έννοια του συνόλου των έργων του Πνεύματος και της Τέχνης της Αρχαίας Ελλάδας – σε μια πρωτόγνωρη ολοκλήρωσή της, προσθέτοντάς της τους «ακρογωνιαίους λίθους» της, ήτοι την Επιστήμη και την Φιλοσοφία. Την τελευταία δε ιδίως με την μορφή της «τελειοποίησης» – για τα δεδομένα της εποχής – της επιστημονικής μεθόδου, ως θεμελιώδους «εργαλείου» αναζήτησης και επεξεργασίας της Γνώσης, που έχει ως τελικό στόχο την διεπιστημονική της προσέγγιση ως την, κατά το δυνατόν, ολιστική θεώρησή της. Ολιστική θεώρηση, η οποία βεβαίως και δεν οδηγεί στην, από μεθοδολογικής πλευράς, πλήρη «εξομοίωση» των επιμέρους επιστημονικών κλάδων, πλην όμως αναζητεί τα υπαρκτά κοινά σημεία μεταξύ τους.

Αυτά, όσο πιο συνοπτικά γινόταν, για τις απόψεις του κ. Προκόπη Παυλόπουλου για τη διαχρονική πορεία της ελληνικής γλώσσας, και για τις θετικές επιδράσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στις σύγχρονες κοινωνίες.