1. Το σύμπλεγμα του μετανάστη και η αίγλη του δραγουμάνου

(από ένα ημερολόγιο παθών, τραυμάτων, ανακάμψεων)

 

Κερί δεν έχει το παγκάρι

Χριστό η ευχή της εκκλησιάς,

αίμα σταλάζει το φεγγάρι

παγώνει ο ανθός της λεμονιάς.*

Η Διασπορά προκαλεί, ως γνωστόν, τον μεγάλο, τον καταλυτικό διχασμό του συγγραφέα. Η λογοτεχνία αποπειράται, μάταια συνήθως, να συμφιλιώσει τις χρόνιες αντιφάσεις και εγγενείς δυσκολίες, τις οποίες συνεπάγεται η παρατεταμένη διαβίωση στο εξωτερικό, την ίδια χρονική περίοδο στη διάρκεια της οποίας ο απόδημος δημιουργός εξακολουθεί να ζει φαντασιακά στη γη των γονέων του. Η πραγματικότητα της λογοτεχνίας των αποδήμων βρίσκεται, δηλαδή, στον αντίποδα της συχνά ωραιοποιημένης αντίληψης, η οποία κατατάσσει τον συγγραφέα της αλλοδαπής στους προκεχωρημένους θεματοφύλακες της ελληνικής παράδοσης ή έστω στους φιλότιμους σκαπανείς ευγενών προθέσεων.

Η αμείλικτη χοάνη των θετών πατρίδων δεν συγχωρεί στους αμετανόητους «εθνικούς» συγγραφείς το ότι θέλησαν, και μάλιστα τόσο φανατικά, να ζήσουν πολυδιάστατα. Γι’ αυτό η Διασπορά είθισται να τροφοδοτεί την ελληνική λογοτεχνία με παράδοξα κείμενα που συνεχώς αναζητούν τόσο την εσωτερική, όσο και την εξωτερική τους διάσταση. Από εδώ απορρέει άλλωστε αυτό που θα αποκαλούσαμε, γενικεύοντας, άγχος μη περιθωριοποίησης.

Η χώρα υποδοχής μεταμορφώνεται σταδιακά σε βασανιστικό τοπίο; Η πρόκληση της απόλυτης ή έστω μερικής ενσωμάτωσης, η πιθανότητα της απόρριψης, το ενδεχόμενο της αφασίας, ο κίνδυνος της αλλοτρίωσης συναποτελούν κατά κανόνα τους καθημερινούς εχθρούς της γραφής. Ο ίδιος ο απόδημος ή ο προσωρινός μετανάστης συγγραφέας αποφεύγει όσο μπορεί τη ρήξη, ομολογεί έμμεσα πλην σαφώς τις φοβίες του, αρνείται, αν είναι πράγματι πείσμων και επαρκής, να ηττηθεί, υπαναχωρεί, αρνούμενος εν τέλει να παραιτηθεί, γράφει συνωμοτικά. Το κείμενο συνιστά το αποτέλεσμα μιας απεγνωσμένης απόπειρας επιστροφής σε ένα μάλλον ιδεατό χώρο. Αυτή η φούγκα των υπεκφυγών / συγκεκαλυμένων εξομολογήσεων απαντά, με ορισμένες παραλλαγές, στο σύνολο των έργων των αποδήμων συγγραφέων μας.

Αναφέρομαι στις πολλαπλές, πολύσημες διακυμάνσεις ενός ιδιότυπου αγώνα κατά της γεωγραφίας και, φυσικά, κατά του χρόνου. Η γλώσσα μας, ακόμη και όταν είναι εμφανώς αλλοιωμένη ή τραυματισμένη, αποτελεί γι’ αυτούς το όριο που έχει κατακτήσει σημασιολογικά ο μείζων ελληνισμός. Συνοψίζοντας, θα επισημάνω ότι αυτό που έχω συγκρατήσει έως σήμερα από τις πολύχρονες συναναστροφές μου με απόδημους συγγραφείς είναι το γεγονός ότι με το έργο τους, στις ευτυχέστερες εννοείται των περιπτώσεων, η γλώσσα μας αποδεικνύει για πολλοστή φορά το εύρος της μυθικής δυναμικής της, σε πείσμα των περιστάσεων, αποκρυσταλλώνοντας, εκτός των άλλων, τα πάθη στην ξένη γη.

2. Brighton, Victoria, Australia

 

Όσο για τον έρωτα προτιμώ να σωπάσω.

Να τραγουδήσουν άλλοι τη γυναίκα

π΄ αγαπώ. Εγώ τους επισκέπτες μου τους έχω

ανάγκη, μεγάλη ανάγκη. **

Στις 10 Ιανουαρίου του 1995 ανέλαβα καθήκοντα Γενικού Προξένου στη Μελβούρνη, πρωτεύουσα της Πολιτείας Βικτώριας στην Ε΄ Ήπειρο, όπως συνήθως αποκαλείται η Αυστραλία. Οι Αντίποδες, όπως θα ήθελε ο Πλάτων. Ήταν το τέταρτο κατά σειρά πόστο μου στο εξωτερικό μετά τη Νέα Υόρκη, το Ντόρτμουντ και το Πεκίνο. Δεν άργησα να τηλεφωνήσω στον Δημήτρη Τσαλουμά. Τον συνάντησα πρώτη φορά ένα μήνα ακριβώς μετά την άφιξή μου στην πόλη του. Είναι η ημερομηνία που συνοδεύει την αφιέρωση στον ψευδότιτλο της ποιητικής του συλλογής, με τίτλο Το βιβλίο των επιγραμμάτων, το οποίο μου χάρισε μαζί με μερικά άλλα βιβλία του: «Στον Γιώργο Βέη με τη φιλία μου και την εκτίμησή μου, 10. ΙΙ. 95».

Με περίμενε στην μονοκατοικία του, σε μιαν ήσυχη γειτονιά, στο προάστιο Brighton. Απέχει έντεκα περίπου χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης της Μελβούρνης. Το φως από παντού φρόντιζε να διευρύνει το σπίτι. Απομεσήμερο. Η καθαρότητα των σχημάτων, η ακρίβεια των περιγραμμάτων, η καλοσύνη των χρωμάτων: μένουν σταθερά εκεί, στα αυλάκια των αναμνήσεων από τις επαφές μου με διακεκριμένους ομογενείς μας στην Αυστραλία.

Το καθιστικό έδινε την εντύπωση ότι αποτελούσε τη φυσιολογική προέκταση του κήπου που περιέβαλλε την κατοικία. Παντού η αίσθηση μιας συστηματικής τήρησης ισορροπιών ανάμεσα στα αντικείμενα και στους χώρους που έπιαναν. Έπιπλα λιτής γραμμής, βιβλιοθήκες χαμηλών τόνων. Σεβασμός στις αναλογίες. Εν ολίγοις ένα κλίμα φιλότητας. Μιλήσαμε για τα πρώτα χρόνια του στη ξένη γη, η οποία με τον καιρό έγινε και δική του. Είχε ήδη τιμηθεί με τρία ιδιαίτερα σημαντικά βραβεία της δεύτερης πατρίδας του, το 1983, με το National Book Council Award και το 1994 τόσο με το Wesley M. Wright Αward, όσο και με το Patrick White Award. Ήταν ενήμερος βέβαια για τα τεκταινόμενα στην ευρύτερη παροικία μας. Οι λέξεις του διατηρούσαν έναν απόηχο από τη νησιώτικη λαλιά. Δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει, όσες ώρες μιλούσαμε, κανέναν ιδιωματισμό ή κάποιο γλωσσικό σύνταγμα της αγγλικής. Πρόφερε τη ζωή του με έναν ευδιάκριτο στωικισμό. Θεωρούσε ότι ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το έργο του κατέστη, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γνωστό στο αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό. Η μετριοφροσύνη του έδειχνε πηγαία. Σημάδι σταθερό μιας προσωπικότητας, η οποία επέτυχε να συνδέσει δημιουργικά το συναισθηματικό υλικό του μετανάστη με το όποιο υλικό ή μη πλεονέκτημα του απόδημου. Η σοβαρότητα των αφορισμών που κατέθετε ήταν δεδομένη. Ταυτόχρονα άφηνε αρκετό χώρο για χιούμορ. Για «καλαμπούρια», όπως τόνιζε. Ο αυθεντικός φερτός κι ο σχεδόν αυτόχθων σε μιαν ώσμωση αναμφίβολα δραστική. Πιθανότατα σε καθημερινή βάση.

Όταν κάποια στιγμή μνημόνευσα την κρίση ενός από τους πλέον έγκριτους θεωρητικούς της θετής του πατρίδας, του R. F. Brissenden, ότι δηλαδή «το Παρατηρητήριο του Δημήτρη Τσαλουμά συνιστά ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που εμφανίσθηκαν τα τελευταία χρόνια», χαμογέλασε. Για να προσθέσει λίγο μετά ότι το γράψιμο μετράει πρώτα απ΄ όλα για τον ίδιο τον συγγραφέα – οι έπαινοι είναι καλοδεχούμενοι, αν είναι δίκαιοι.

Δεν παραλείψαμε βέβαια να μιλήσουμε και για τον Τηλέμαχο Αλαβέρα, ειδικότερα για το περιοδικό του Νέα Πορεία και τις ομώνυμες εκδόσεις, με τη φροντίδα των οποίων κυκλοφορούσαν αρκετά βιβλία του Δημήτρη Τσαλουμά.

Άργησα να φύγω. Η αμοιβαία υπόσχεση «να ξανανταμώσουμε» πραγματοποιήθηκε τρεις τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια της τετράχρονης αποστολής μου στη Μελβούρνη.

Βιβλιογραφία παραθεμάτων

*Δημήτρης Τσαλουμάς, «Η απελπισμένη πολιτεία», Τα περίεργα τραγούδια του κυρ-Γιάννη του ρέμπελου, βλ. Το Ταξίδι Α΄, 1963 – 1992, Αθήνα, εκδόσεις Σοκόλη και Owl Publishing- Melbourne, 1995, σελ.60.

**Δημήτρης Τσαλουμάς, «Πρόθεση», βλ. Το βιβλίο των επιγραμμάτων, δεύτερη έκδοση, συμπληρωμένη με νέα σειρά, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Νέα Πορεία, 1982, σελ.68