Η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται από τους ιστορικούς ως η δεύτερη μεγαλύτερη συμφορά του Ελληνισμού μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (για τους γνωστούς λόγους που περιττεύει να αναφέρω) καθώς, με την «τυχοδιωκτική περιπέτεια, που οδήγησε στην τραγική ‘έξοδο’ του Ελληνισμού της Μ. Ασίας»*, σηματοδότησε και το οριστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας, βασικό όραμα κι επιδίωξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για περίπου 100 χρόνια.

Τώρα που έπεσε η αυλαία με τις εκδηλώσεις για την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922-2022), θεώρησα ότι θα ήταν απαράδεκτη ιστορική αδικία (και όχι μόνο) εάν δεν υπενθύμιζα ένα ευαίσθητο κι επίμαχο ιστορικό ζήτημα το οποίο – δυστυχώς – οι Έλληνες, με σπάνιες εξαιρέσεις, προτιμούν να αποσιωπούν. Πρόκειται για τα λεγόμενα «εγκλήματα πολέμου» (βομβαρδισμούς, λεηλασίες, πυρπολήσεις, σφαγές, βιασμούς, και ποικίλες άλλες καταστροφές, θηριωδίες και βαρβαρότητες) που προξένησε ο ελληνικός στρατός, κυρίως κατά του άμαχου τουρκικού-μουσουλμανικού πληθυσμού, αλλά και άλλων εθνοτήτων (Εβραίων κλπ.) της Μικράς Ασίας.

Διότι είθισται οι Έλληνες να μνημονεύουν και να αναφέρονται ατέρμονα στις φρικαλεότητες των Τούρκων κατά των Ελλήνων-χριστιανών. Δικαίως άλλωστε. Σπανίως όμως στις αντίστοιχες ωμότητες που διέπραξαν οι τελευταίοι στους πρώτους. Και δυστυχώς η ιστορική αυτή «αποσιώπηση» επαναλήφθηκε κι εφέτος. Έστω κι αν σχεδόν όλοι οι σοβαροί Έλληνες αλλά και ξένοι ιστορικοί, με εντιμότητα, επιστημονικό ήθος και αντικειμενικότητα, δεν αμφισβήτησαν ποτέ τα εν λόγω «εγκλήματα πολέμου» της ελληνικής πλευράς. Ας δούμε όμως, ευκαιρίας δοθείσης, χωρίς προκαταλήψεις, παρωπίδες και σκοπιμότητες και την άλλη «πλευρά του νομίσματος», όσο κι αν αυτό είναι ενοχλητικό κι επώδυνο.

Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου και για οικονομία χώρου (αφού η βιβλιογραφία είναι τεράστια), χρησιμοποιώ στοιχεία αντλημένα από την σημαντική έρευνα του γνωστού καθηγητή Αντώνη Λιάκου (ομότιμου καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών – από τους διαπρεπέστερους Έλληνες ιστορικούς), η οποία διεξήχθη στα στρατιωτικά αρχεία της Γαλλίας, στον πύργο της Vincennes στο Παρίσι, σχετικά με τα συμβάντα στη Μικρά Ασία κατά τα έτη 1919-1922.** Χρήσιμο ωστόσο είναι να έχουμε υπόψη τις εισαγωγικές παρατηρήσεις του καθηγητή Α. Λιάκου, οποίος σημειώνει αναφορικά με τις εκατέρωθεν βιαιότητες:

«Η έννοια της ανθρωπιστικής καταστροφής, της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, ήταν τότε έννοιες εντελώς ξένες. Για τον λόγο αυτόν σφαγές γυναικοπαίδων, μετακινήσεις πληθυσμών, πυρπολήσεις χωριών περνούν στα ψιλά των αναφορών και συχνά με το ερώτημα για τη στρατηγική τους σημασία. […] Το ίδιο συμβαίνει και όταν αναφέρονται σε βιαιοπραγίες εναντίον μουσουλμάνων αμάχων από τον ελληνικό στρατό. Οι συντάκτες [των γαλλικών αρχείων] αναρωτιούνται κυρίως για τη στρατηγική τους σκοπιμότητα. […] Εκείνο πάντως που προκύπτει είναι ότι αυτά τα τρία χρόνια ο πόλεμος στη Μικρά Ασία ήταν ένας συνδυασμός πολέμου χαρακωμάτων και εμφυλίου πολέμου των μετόπισθεν. Αυτό συνέβαινε και από τις δύο πλευρές. […] Έτσι η σύγκρουση δεν ήταν μόνο ανάμεσα στους στρατούς και στους πληθυσμούς, αλλά και ανάμεσα σε πληθυσμούς, όπως συνέβη, με θύματα τους χριστιανούς, στη Μαγνησία και στην Ανατολική Θράκη (9.9.1921)».

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΒΙΑΙΟΤΗΤΕΣ

Σύμφωνα με τον Αντώνη Λιάκο, «Οι ελληνικές βιαιοπραγίες εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού σημειώνονται στα αρχεία σε τέσσερις περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Αναφέρεται τριήμερη λεηλασία των τουρκικών καταστημάτων και έκτροπα εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού χωρίς ο ελληνικός στρατός να παρέμβει για να αποκαταστήσει την τάξη (αναφορά 1.6.1919).

Η δεύτερη περίπτωση αφορά τους βομβαρδισμούς ανοχύρωτων τουρκικών χωριών στην Προποντίδα και στον Πόντο από ελληνικές κανονιοφόρους με πολλά θύματα και καταστροφές σπιτιών (τηλεγρ. 16.4.1921 και 15.6.1921.)

Η τρίτη αφορά την περίπτωση της Νικομήδειας/Izmit: “Η ελληνική φρουρά εκκένωσε την Ιζμίτ τη νύχτα της 27/28 Ιουνίου 1921 αφού επιβίβασε στα πλοία τον ελληνικό πληθυσμό. Οι έλληνες στρατιώτες πυρπόλησαν ένα μέρος της πόλης, έσφαξαν μουσουλμάνους και διέπραξαν πολυάριθμες υπερβολές” (τηλεγρ. 29.6.1921).

Σε άλλη αναφορά: “Οι πυρπολήσεις, οι σφαγές, οι βιασμοί και οι λεηλασίες στις μουσουλμανικές συνοικίες της Ιζμίτ κράτησαν από 24 ως 27 Ιουνίου. Τις διέπραξαν Αρμένιοι που τους χρησιμοποίησαν οι Έλληνες και έλληνες στρατιώτες και ναύτες. Ο λοχαγός Delord είδε με τα μάτια του 64 πτώματα, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, τα αφτιά κομμένα και έχοντας διάφορα ίχνη αγριοτήτων. Παρενέβη με μεγάλο θάρρος, έσωσε 4.000 μουσουλμάνους που κατέφυγαν σε γαλλικό σχολείο και στην καθολική εκκλησία. Οι Έλληνες έκαψαν και εβραϊκά σπίτια” (τηλεγρ. 1.7.1921). Πυρπολήθηκαν επίσης και όλα τα μουσουλμανικά χωριά της νότιας ακτής του κόλπου της Νικομήδειας (τηλεγρ. 2.7.1921). Αναφορικά με τους εβραίους, σε άλλη αναφορά σημειώνεται “γενική έξοδος εβραίων και καθολικών παρά τις διαβεβαιώσεις του τουρκικού στρατού” (18.9.1922).

Η τέταρτη περίπτωση με τις πιο εκτεταμένες καταστροφές αφορά την υποχώρηση μετά την ήττα στον Σαγγάριο. Σε τηλεγραφήματα από τις 5 ως τις 8 Σεπτεμβρίου αναφέρεται ότι οι μουσουλμανικές συνοικίες των πόλεων Αφιόν Καραχισάρ και Εσκί Σεχίρ καθώς και μεγάλος αριθμός χωριών πυρπολήθηκαν συστηματικά. Σε μερικά μέρη όλοι οι κάτοικοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, πυρπολήθηκαν ζωντανοί μέσα στα τζαμιά. Οι πληροφορίες αυτές, κατά τις αναφορές, προήλθαν από καθολικούς μισιονάριους και από εκπροσώπους αμερικανικών και ευρωπαϊκών ανθρωπιστικών οργανώσεων που δρούσαν στην περιοχή.

Ο επικεφαλής της καθολικής αποστολής μάλιστα έγραψε στην αναφορά του ότι “εξαιτίας αυτών των φρικαλεοτήτων οι Έλληνες έχασαν κάθε δικαίωμα να μιλούν για τουρκικές βαρβαρότητες” (τηλεγρ. 8.9.1922). Η συγκέντρωση γυναικοπαίδων στα τζαμιά και η πυρπόλησή τους έγινε ένα μείζων θέμα την εποχή αυτή. Ο γάλλος στρατιωτικός απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη έγραψε προς το Παρίσι στις 8.9.1922: “Οι έλληνες δίνουν στην πάλη αυτή ένα χαρακτήρα ανεξήγητο και δύσκολο θα αποφευχθούν τα αντίποινα”, και ζήτησε από την κυβέρνησή του να παρέμβει στην Αθήνα ώστε να σταματήσουν οι “βλακώδεις και εγκληματικές αντεκδικήσεις”. Ο γάλλος πρόεδρος Πουανκαρέ έστειλε στις 28.9.1922 ένα τηλεγράφημα προς τους πρεσβευτές της χώρας του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στο οποίο έγραφε: “Οι Έλληνες κατέστρεψαν τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολίας κατά την αποχώρησή τους. Χρειάζεται να εμποδιστούν ώστε να μην καταστρέψουν και τις πόλεις της Αν. Θράκης.”

Αλλά και ο γνωστός, στους Έλληνες, Βρετανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι επιβεβαιώνει τις ωμότητες του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία καθώς «[…] ο ίδιος και η γυναίκα του ήταν αυτόπτες μάρτυρες των “ελληνικών κτηνωδιών” – όπως τις περιγράφει – στις περιοχές Γιάλοβας (Yalova), Κίου (Gemlik) και Νικομήδειας (Izmit) και ότι όχι μόνο βρήκαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις στη μορφή “καμένων και λεηλατημένων σπιτιών, πτωμάτων που είχαν σφαχτεί πρόσφατα και τρομοκρατημένους επιζώντες, αλλά είδαν επίσης Χριστιανούς πολίτες να ληστεύουν και στρατιωτικούς να προβαίνουν σε εμπρησμούς.” Σύμφωνα με τον Τόινμπι, με την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων εκδιώχθηκε ο άμαχος τουρκικός πληθυσμός, εξαναγκάζοντας χιλιάδες άστεγους πλέον να φύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές. Επίσης αναφέρεται ότι οι Έλληνες, αποχωρώντας από την Προύσα, έβαλαν φωτιά σε διάφορα σημεία της πόλης. Η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο γρήγορα και μόνο μία συνοικία καταστράφηκε».***

Αν και υπάρχουν ελάχιστες μαρτυρίες (ξένων κυρίως) οι οποίες αμφισβητούν τις κτηνωδίες του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία, σχεδόν όλοι οι Έλληνες και ξένοι ιστορικοί δεν τις αμφισβητούν. Εκτός από πλήθος Ελλήνων στρατιωτών που, ως αυτόπτες μάρτυρες τις επιβεβαιώνουν με προσωπικές τους μαρτυρίες (ημερολόγια χρονικά, αυτοβιογραφίες κλπ.), ο ίδιος ο πρωτεργάτης της Μικρασιατικής εκστρατείας, τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, τις παραδέχτηκε, προτείνοντας μάλιστα να… αποζημιώσει την Τουρκία γι’ αυτές τις καταστροφές που της προξένησε ο ελληνικός στρατός. Όλα αυτά όμως θα τα δούμε στο Β΄ και τελευταίο μέρος του άρθρου μας.

Εν κατακλείδι: Μετά τα προαναφερθέντα, μήπως οι Έλληνες οφείλουμε επιτέλους να ομολογήσουμε ευθαρσώς και χωρίς εθνικά κόμπλεξ ό,τι και ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης παλαιότερα; «Αν έγραφα εγώ την ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία, θα την έγραφα πολύ διαφορετικά. Το μόνο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι πως εκεί πρόσβαλαν τον άνθρωπο και οι δυο μεριές. Οι ασχήμιες των Ελλήνων ήταν ισάξιες των Τούρκων».**** Κι ακόμη ότι (παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα από τις εκάστοτε πολιτικές μας ηγεσίες) ΔΕΝ είμαστε πάντα στη… «σωστή πλευρά της Ιστορίας»; Ή, όπως λέει ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος: «Κλείνοντας και επιστρέφοντας τους φακέλους στη σιωπή του αρχείου με απασχολούσε το ερώτημα: Σήμερα […] έχουμε την ωριμότητα να δούμε τα πράγματα και από τις δύο πλευρές και κάθε πλευρά τις σκιές της δικής της ιστορίας;»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Νίκος Γ. Σβορώνος, «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», Θεμέλιο, β΄ έκδοση, Αθήνα 1976.

** Αντώνης Λιάκος, «Τι αποκαλύπτουν τα γαλλικά στρατιωτικά αρχεία», «Το Βήμα», 24-11-2008.

*** Βλ. λήμμα «Μικρασιατική Καταστροφή», Βικιπαίδεια.

**** Βλ. Κώστας Αρκουδέας, «Το χαμένο Νόμπελ: Μια αληθινή ιστορία», εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 2015, σ.284.

*Ο Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Αρθρογραφούσε στα Νέα» των Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει 25 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα. Το τελευταίο του τιτλοφορείται: «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα (διηγήματα), Οδός Πανός, Αθήνα, 2022.