Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908, αν και οι γονείς του κατάγονταν από το Λεωνίδιο, κωμόπολη του νομού Αρκαδίας.

Από το 1912 έως το 1931 έζησε στην Ιταλία, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του. Από νεανική ηλικία στράφηκε στη λογοτεχνία και στη μελέτη της Φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τις ξένες γλώσσες. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας, και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Ματσεράτας, από το οποίο πήρε το διδακτορικό δίπλωμα. Στην Ιταλία έγραψε τα πρώτα ποιήματά του, κάποια στα ιταλικά και άλλα στα ελληνικά.

Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα, και την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας την έκανε το 1933, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Νέα Ζωή με το διήγημα «Μάρθας βίος». Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε και την πρώτη του ποιητική συλλογή «Οι Αγάπες του χρόνου». Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές «Ουράνια» (1934) και «Αστέρια» (1935), ενώ ποιήματά του δημοσιεύθηκαν στα περιοδικά «Νέα Γράμματα», «Νέα Εστία», «Κύκλος» και «Μακεδονικές Ημέρες».

«Στους φίλους μιας άλλης χαράς» ήταν η τελευταία ποιητική του συλλογή, η οποία κυκλοφόρησε στις αρχές του 1940, και είχε γίνει δεκτή με ενθουσιασμό. Ο Γιώργος Σαραντάρης θεωρείται ένας από τους σημαντικούς ποιητές και διανοητές της περιόδου πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Τον Σεπτέμβριο του 1937 είχε επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη, την οποία αγάπησε πολύ, και εκτιμούσε τους πνευματικούς ανθρώπους της περιόδου εκείνης. Αισθανόταν πως είχε πνευματική συγγένεια μαζί τους, πολύ στενότερη από εκείνην που ένιωθε με τους Αθηναίους ομότεχνούς του.

Από τη Θεσσαλονίκη, σε επιστολή του προς τη φίλη του Λίτσα Παπαντωνίου, είχε γράψει τα ακόλουθα:

«Βρίσκομαι στην Θεσσαλονίκη από το περασμένο Σάββατο, και θα παραμείνω εδώ ακόμα δέκα μέρες. Περνώ τις ώρες μου με λογοτέχνες, με τον Νίκο Πεντζίκη προπάντων, που εμπνέεται από την πόλη του, την Θεσσαλονίκη, όσο κανένας δεν βρήκα να εμπνέεται σήμερα από την Αθήνα. Προχωρώ στη γνώση του τι σημαίνει να είσαι δεμένος με το έδαφος, καταλαβαίνω σχεδόν απτά πώς ύστερα μπορεί και ανθίζει ένας πολιτισμός… Αλλά γι’ αυτά θα σας μιλήσω όταν γυρίσω στην Αθήνα».

Στην Θεσσαλονίκη γνωρίσθηκε με τον ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη, από τους νεότερους λογοτέχνες του κύκλου των «Μακεδονικών Ημερών». Το 1958 ο Βαρβιτσιώτης έγραψε μια μελέτη, στην οποία συμφωνούσε με την αντίληψη του Σαραντάρη για το νόημα της ζωής, η οποία είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Διαγώνιος».

Ο τίτλος της μελέτης ήταν «Ποίηση και ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη», στην οποία μεταξύ άλλων είχε τονίσει και τα ακόλουθα:

«Για τον Σαραντάρη, που ήταν σφοδρός πολέμιος κάθε ωφελιμιστικής και ηδονιστικής αντίληψης, η ποίηση δεν αποτελούσε μια πρόσθετη τέρψη για την καλοπέραση των αστών, αλλά ένα μέσο, έναν αγώνα για να νιώσουμε την αλήθεια του ανθρώπου, μια λύση, τη μόνη δυνατή και σωτήρια λύση, τον μόνο τρόπο να διαφύγουμε από την αθεράπευτη αθλιότητα της ανθρώπινης μοίρας, να νικήσουμε την αγωνία του θανάτου και τη βεβαιότητα του μηδενός, την μόνη κατάφαση της αθανασίας».

Την εκτίμησή του για την ποίηση του Σαραντάρη ο Τάκης Βαρβιτσιώτης την είχε εκφράσει και κατά την αναγόρευσή του ως μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, τονίζοντας τα ακόλουθα: «Ο Γ. Σαραντάρης, με πολλή ακρίβεια και σοφή μετριοφροσύνη, μας αποκάλυπτε το βαθύτερο νόημα της ποίησης και μας προσδιόριζε με τον καλύτερο τρόπο τη μυστική της ουσία.».

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ

Η ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη υπήρξε πρωτοποριακή, σε σύγκριση με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στην εποχή του στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους.

Έχοντας γνώση των ευρωπαϊκών διανοητικών και αισθητικών ρευμάτων, χρησιμοποίησε στα ποιήματά του τον ελεύθερο στίχο, ενώ στις φιλοσοφικές του αναζητήσεις επηρεάστηκε από τα έργα Ευρωπαίων λογοτεχνών και φιλοσόφων, όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Νίτσε.

Αν και το έργο του δεν είχε ευρεία αποδοχή στην εποχή του, επηρέασε την ελληνική ποίηση μακροπρόθεσμα. Η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος στο έργο του «Ανοιχτά Χαρτιά» (1974), αναφέρεται στον πρόωρο χαμό του Σαραντάρη ως ακολούθως:

«Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια… Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων, και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της».

Πράγματι, με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γιώργος Σαραντάρης συμμετείχε στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941.

Το λογοτεχνικό και φιλοσοφικό έργο του Γιώργου Σαραντάρη καλύπτει την ποίηση, το δοκίμιο και τον πεζό λόγο. Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ένας από τους σημαντικότερους λυρικούς ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου, και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, σε άρθρο του στην Φιλολογική Πρωτοχρονιά του 1988 με τίτλο «Ποίηση και ποιητικά θέματα» του Γιώργου Σαραντάρη, μεταξύ άλλων εξέφρασε και τις ακόλουθες απόψεις:

«Ο Σαραντάρης πίστευε πως μονάχα η ποίηση, ο ‘ουσιαστικός’ λόγος, που διαφεύγει από κάθε προσδιορισμό, είναι ένα όργανο συγκλονιστικό, ικανό να διεγείρει κύματα υποβολής και συγκίνησης, καθώς μας προσφέρει τις λέξεις περιβεβλημένες μ’ ένα μουσικό φωτοστέφανο».

Ο Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, σε άρθρο του δημοσιευμένο στην «Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2001», με τίτλο «Ο ποιητής και φιλόσοφος Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941). Εξήντα χρόνια από το θάνατό του», μεταξύ άλλων ανέφερε και τα ακόλουθα:

{…} Άδολος και ανεξίκακος ο Γιώργος Σαραντάρης, ενσάρκωνε τον ποιητή και τον φιλόσοφο στην πιο καθαρή μορφή, αλλά είχε και υπαρξιακή αυτάρκεια, με την κατανυκτική σχέση του εμπρός στο μυστήριο του θανάτου.

Επί δέκα χρόνια εδώ, ύστερα από διαμονή και σπουδές στην Ιταλία, διακόνησε ολόψυχα το πνεύμα, σε ηλικία είκοσι τριών έως τριάντα δύο ετών. Πότε λειτουργούσε ως ποιητής και πότε ως φιλόσοφος. Είχε, όμως, και ο φιλοσοφικός στοχασμός του λυρικό ύφος και ήθος συχνά, όπως μαρτυρούν οι τίτλοι των συλλογών του: «Αγάπες του χρόνου», «Ουράνια», «Στους φίλους μιας άλλης χαράς».

{…} Ο Σαραντάρης, με αυθεντική ευρωπαϊκή παιδεία και με γόνιμη ελληνική πνευματικότητα, επέμενε στην εκπλήρωση του χρέους του ως τέκνου της Ελλάδος. Από την Ιταλία, όπου βρισκόταν, έσπευσε πάλι, με την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου, να έλθει στην Ελλάδα, για να μην υστερήσει από τους άλλους Έλληνες στον αγώνα για την άμυνα της πατρίδας. Δεν ήταν καθόλου φιλοπόλεμος, ούτε άνθρωπος των όπλων. Αντίθετα, ήταν ακέραια φιλάνθρωπος, και μάλιστα οραματιστής ένθερμος της πανανθρώπινης αδελφοσύνης. Ήταν, όμως, και πρόθυμος για την πιο μεγάλη θυσία. Και θυσιάστηκε τότε αγόγγυστα, με καρτερία και γαλήνη ιερομάρτυρα άλλων καιρών. Και έχασε η Ελλάδα έναν γνήσιο φιλόσοφο και ως τα μύχια ποιητή, προικισμένο για να προσφέρει έργο βαθιά πρωτότυπο και πλουσιότατο.

Κλείνω την αναφορά μου αυτήν στον λογοτέχνη Γιώργο Σαραντάρη με το ακόλουθο ποίημά του:

Ακόμα δεν μπόρεσα…

Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ

πάνω στην καταστροφή,

δεν κοίταξα ακόμα καλά τους σκοτωμένους,

δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε

από τη συντροφιά μου,

πως έχασαν τον αέρα που εγώ αναπνέω,

και πως η μουσική των λουλουδιών,

ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράγματα,

δεν έρχονται στ’ αυτιά τους.

Ακόμα δεν χλιμίντρισαν τ᾿ άλογα

που θα με φέρουν πλάι τους.

Να τους μιλήσω,

να κλάψω μαζί τους,

και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους,

όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος,

σαν τίποτα να μην είχε γίνει,

σαν η μάχη να μην είχε περάσει

πάνω από τα κεφάλια μας.