Επιστήμονες του Ινστιτούτου Καρδιολογικών Ερευνών (Heart Research Institute – HRI) της Αυστραλίας ανακοίνωσαν ότι έκαναν μια σημαντική ανακάλυψη, καθώς, όπως λένε, βρήκαν για πρώτη φορά την οριστική σχέση μεταξύ της άνοιας και των υψηλών επιπέδων χοληστερόλης.

Επισημαίνουν δε ότι τα ευρήματα είναι σημαντικά καθώς μελλοντικά οι εξετάσεις για τον υπολογισμό του κινδύνου ενός ατόμου από άνοια (dementia) ενδεχομένως θα μπορούν να γίνονται μέσω εξετάσεων αίματος.

Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα με επικεφαλής τον Δρ Ashish Misra του HRI, επικεφαλής της ομάδας Αθηροσκλήρωσης και Aγγειακής Aναδιαμόρφωσης, ανέλυσε τα δεδομένα 17 διεθνώς μελετών, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο ασθενείς ηλικίας κάτω των 65 ετών.

Ο Δρ Misra δήλωσε ότι τα ευρήματα θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα ως προς τη μείωση του κινδύνου γνωστικής εξασθένισης, αλλά και στη βελτίωση της συνολικής μας υγείας.

«Πρόκειται για μια πραγματικά συναρπαστική ανακάλυψη, επειδή βρήκαμε τη συσχέτιση μεταξύ χοληστερόλης και άνοιας. Μέχρι τώρα δε γνωρίζαμε ότι η υψηλή χοληστερόλη ήταν παράγοντας κινδύνου για την άνοια, αλλά βρήκαμε μια σύνδεση: Η ‘κακή’ χοληστερόλη συσσωρεύει μια πρωτεΐνη που ονομάζεται tau μεταξύ των νευρώνων, η οποία διασχίζει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό (blood-brain barrier – BBB) και μπορεί να οδηγήσει σε άνοια».

«Είναι η πρώτη φορά που είμαστε σε θέση να πούμε κατηγορηματικά ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του τι τρώμε και της γνωστικής μας εξασθένισης».

Η χοληστερόλη είναι ένας τύπος λίπους (ή λιπιδίου) που παίζει σημαντικό ρόλο στο σώμα, βοηθώντας στην παραγωγή ορμονών, βιταμίνης D και ουσιών που βοηθούν στην πέψη. Ωστόσο, η υπερβολική ποσότητα “κακής” χοληστερόλης από μια διατροφή με πολλά λιπαρά ή η δυσλιπιδαιμία, όπου υπάρχει ανισορροπία των επιπέδων λιπιδίων στο αίμα, μπορεί να αποβεί θανατηφόρα.

Η χοληστερόλη είναι ένας τύπος λίπους (ή λιπιδίου) που παίζει σημαντικό ρόλο στο σώμα, συμβάλλοντας στην παραγωγή ορμονών, βιταμίνης D και ουσιών που βοηθούν στην πέψη.

Ωστόσο, η υπερβολική ποσότητα «κακής» χοληστερόλης από μια διατροφή με πολλά λιπαρά ή η δυσλιπιδαιμία, όπου υπάρχει ανισορροπία των επιπέδων λιπιδίων στο αίμα, μπορεί να αποβεί θανατηφόρα.

Εάν υπάρχει υπερβολική χοληστερόλη στο αίμα μπορεί να σχηματίσει πλάκες που συγκεντρώνονται στα τοιχώματα των αρτηριών, με αποτέλεσμα να στενεύουν και ακόμη και να τις αποφράσσουν, μειώνοντας τη ροή του αίματος και αυξάνοντας τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.

Οι ειδικοί λένε ότι όταν αναπτυχθεί πλάκα στις αρτηρίες είναι σχεδόν αδύνατο να διαλυθεί εντελώς.

«Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένα μαγικό φάρμακο για να απαλλαγείτε από την πλάκα στις αρτηρίες σας. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί της και να τη βοηθήσουμε να διαλυθεί με την πάροδο του χρόνου μέσω της βελτιωμένης διατροφής και ενός υγιεινού τρόπου ζωής».

Ο Δρ Misra δήλωσε ακόμη ότι αυτή η ανακάλυψη δεν αφορά μόνο την παράταση της ζωής ενός ατόμου, αλλά και την παροχή καλύτερης ποιότητας ζωής.

«Το να ζεις περισσότερο δεν είναι σημαντικό αν δε ζεις υγιής», είπε.

Έως και το 40% του κινδύνου άνοιας ενός ατόμου μπορεί να αποδοθεί σε τροποποιήσιμους (modifiable) παράγοντες κινδύνου, ενώ υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις της άνοιας αρχίζουν 10 έως 20 χρόνια πριν από την εμφάνιση των κλινικών συμπτωμάτων.

«Η ήπια γνωστική εξασθένηση (MCI) θεωρείται στάδιο ‘κινδύνου’ για άνοια, με την έκπτωση της γνωστικής λειτουργίας να υπερβαίνει την αναμενόμενη για τη φυσιολογική γήρανση. Περισσότερο από το 50% των ασθενών με MCI εξελίσσεται σε άνοια εντός πέντε ετών».

«Είναι πολύ συναρπαστικό να γνωρίζουμε ότι αν μπορούμε να κατατάξουμε κάποιον ως υψηλού κινδύνου ελέγχοντας τις εξετάσεις αίματος για υψηλή χοληστερόλη στη δεκαετία των 50 χρόνων του, τότε μπορούμε να εξετάσουμε τη διατροφή του ως έναν τρόπο διαχείρισης και ακόμη και μείωσης του κινδύνου άνοιας».

«Ακόμη καλύτερα, είναι μια παρέμβαση χαμηλού κόστους. Ελέγχεται με μια εξέταση αίματος, οπότε είναι εύκολο να εντοπιστεί», συμπλήρωσε ο Δρ Misra.

Η άνοια είναι μια νευροεκφυλιστική ασθένεια που προκαλεί τη σταδιακή εξασθένιση της λειτουργίας του εγκεφάλου, η οποία μπορεί να επηρεάσει τη μνήμη, την ομιλία, τη νόηση, την προσωπικότητα, τη συμπεριφορά και την κινητικότητα ενός ατόμου.

Το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Υγείας και Πρόνοιας (Australian Institute of Health and Welfare) εκτιμά ότι το 2022 υπήρχαν μεταξύ 401.300 και 487.500 Αυστραλοί που ζούσαν με άνοια.

Αυτό ισοδυναμεί με 15 άτομα ανά 1.000 κατοίκους, ενώ ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 84 άτομα με άνοια ανά 1.000 για τους ηλικίας 65 ετών και άνω στην Αυστραλία.

Με τη γήρανση και την αύξηση του πληθυσμού, ο αριθμός αυτός αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί έως το 2058 σε 849.300 άτομα.

«Υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον για τον εντοπισμό παρεμβάσεων στην πρώιμη και μέση ηλικία που μπορούν να αποτρέψουν την εμφάνιση άνοιας κατά τη διάρκεια της ζωής», επεσήμανε ο Δρ Misra, δηλώνοντας ότι το επόμενο βήμα είναι να βρεθεί πώς μπορεί να μειωθεί και να αντιμετωπιστεί η χοληστερόλη και να συγκριθούν τα αποτελέσματα με τη μείωση της γνωστικής εξασθένισης.