Το 1952, μια πρόταση σε Ετήσια Γενική Συνέλευση να επιτραπεί στις γυναίκες να εγγράφονται μέλη της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας απορρίφθηκε από τα παρευρισκόμενα μέλη, ορισμένα από τα οποία μάλιστα έκαναν σχόλια όπως «Άστε τις γυναίκες να κοιτάξουν το σπίτι τους,» και «Άστε τις γυναίκες να πλένουν τα πιάτα τους».

Σημαδιακά γεγονότα αυτής της φύσεως που έχουν πολλά να υποδείξουν ως προς το ήθος των μελών της αρχαιότερης μας κοινοτικής οργάνωσης σταχυολογούνται προσεκτικά στην πρόσφατη μελέτη της Γεωργίας Χαρπαντίδου: «Σάρκα και οστά της μακρινής πατρίδας: Η ιστορία της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας από την ίδρυσή της μέχρι το 1972». Ανακαλύπτει ο αναγνώστης στις σελίδες του βιβλίου ότι έτσι ακριβώς χαρακτήρισε την οργάνωσή του ο πρόεδρος της ΕΟΚΜΒ Δημήτρης Ελεφαντής κατά την Ετήσια Γενική Συνέλευση του 1972, θεωρώντας την επίσης: «Όαση και μια Κιβωτό στην οποία ένα μέλος μπορεί να «περάσει τη ζωή του μέσα στα Ελληνικά Ορθόδοξα Ιδανικά».

Αν δεσπόζει κάποιο θέμα στη μελέτη της Χαρπαντίδου, διότι θίγονται πολλά, σίγουρα ένα από τα πιο σημαντικά που τονίζονται είναι η συνεχώς εξελισσόμενη αίσθηση της αποστολής που είχαν οι υπεύθυνοι για τη λειτουργία της ΕΟΚΜΒ.

Μέσω εκτενούς μελέτης πρωτογενών πηγών όπως τα Πρακτικά και Αρχεία της Κοινότητας Μελβούρνης, τα αυστραλιανά Κρατικά Αρχεία, τα Αρχεία Δαρδάλη για την Ελληνική Διασπορά του Πανεπιστημίου La Trobe, τον ελληνόφωνο και αγγλόφωνο Τύπο της εποχής στην Αυστραλία, η Χαρπαντίδου επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει την πορεία μιας Κοινότητας που ιδρύθηκε κυρίως για θρησκευτικούς λόγους, που στη συνέχεια πρέπει να επιλέξει αν θα καλύψει τις ανάγκες των πολύγλωσσων και πολυπολιτισμικών ομόθρησκων μελών της ή θα τους αποκλείσει με βάση την εθνικότητα τους εφόσον βρισκόμαστε στην περίοδο όπου εθνικές αφηγήσεις και συνειδήσεις ακόμη εξελίσσονται ή δημιουργούνται.

Η Κοινότητα αυτή θα πασχίσει να προσδιορίσει εάν η λειτουργία σχολείων ελληνικής γλώσσας εμπίπτει στις αρμοδιότητές της, και θα προβληματιστεί με την εμφάνιση στη σκηνή «αντιπάλων» για την θεσμική εκπροσώπηση των Ελλήνων μεταναστών, όπως στην περίπτωση της ιδρύσεως της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, και τέλος, θα επιδιώξει να αυτοπροσδιοριστεί ενάντια στις νέες και για κάποιους ανατρεπτικές έννοιες του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού, με τους συντηρητικούς ηγέτες της ΕΟΚΜΒ να φτάνουν στο σημείο να χαρακτηρίσουν τον Μητροπολίτη Θεοφύλακτο, ως έναν επικίνδυνο φιλοκομμουνιστή.

Πριν ακόμη διεισδύσει ο αναγνώστης στα θολά νερά της ίντριγκας, της σκανδαλολογίας και των ατέρμονων εσωτερικών διαμαχών που χαρακτηρίζουν κατά μεγάλο μέρος το ήθος και την πρακτική της ΕΟΚΜΒ κατά την περίοδο που καλύπτει το βιβλίο, η Χαρπαντίδου κάνει μια πολύτιμη πρόσθεση στην ιστοριογραφία των Ελλήνων της Αυστραλίας, αναζητώντας ένα ιστορικό και κοινωνικο-πολιτισμικό θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο να τοποθετήσει τον Κοινοτικό θεσμό. Ενώ άλλοι ερευνητές όπως οι Γιώργος Βασιλακόπουλος και Τούλα Νικολακοπούλου επέλεξαν ως αφετηρία για την ανάλυσή τους, τη βίαιη κατάληψη της Αυστραλίας από τους λευκούς αποικιοκράτες και τη συγκρότηση οργανώσεων σύμφωνα με νόμους που θεσπίζονται από και αναγνωρίζουν την ηγεμονία της άρχουσας τάξης, νομιμοποιώντας έτσι την υφαρπαγή της χώρας από τους Ιθαγενείς της και διαιωνίζοντας τον θεσμό του αιωνίου ξένου, η Χαρπαντίδου θεωρεί ότι η σύσταση της Κοινότητος δύναται να αντιμετωπιστεί διαμέσου του πρίσματος μιας γενεαλογίας συλλογικών οργανώσεων Ελλήνων μεταναστών, που συγκροτήθηκαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη κατά την Τουρκοκρατία, αντλώντας την καταγωγή τους από τις εμπορικές ενώσεις και εταιρείες που δημιουργήθηκαν στη Δύση κατά τα πρώιμα χρόνια της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Η σύντομη αναφορά της στις διάφορες παλαιότερες ελληνικές κοινότητες που ιδρύθηκαν στη διασπορά αποτελεί ανεκτίμητο σημείο αναφοράς για σύγκριση και ανάλυση. Ουσιαστικά, η Χαρπαντίδου αρθρώνει και επιβεβαιώνει ένα ιστορικό και κοινωνικο-πολιτισμικό προηγούμενο για τη δομική ένταξη της ΕΟΚΜΒ ως θεσμός και κοινότητα της διασποράς σε μια ευρύτερη ελληνική ιστορική αφήγηση, με τρόπο που δεν έχει ξαναεπιχειρηθεί.

Αυτή η προσέγγιση, όπως και πολλά άλλα ζητήματα που θίγει στη μελέτης της, απαιτεί περαιτέρω έρευνα και συζήτηση.Καθώς η μελέτη βασίζεται κυρίως στο αρχειακό υλικό της ΕΟΚΜΒ και συγκεκριμένα σε πρακτικά συνεδριάσεων και συνελεύσεων, η ιστορική εξέλιξη της Κοινότητας παρουσιάζεται με τρόπο και τόνο ουδέτερο. Ωστόσο, ο ρυθμός της αφήγησης είναι αμείλικτος, όπως αρμόζει σε εγχείρημα που δεν στοχεύει στο να είναι αγιολογία..

Αν μη τι άλλο, αποτελεί μια μελέτη της φύσεως της εξουσίας και του τρόπου με τον οποίο οι προπάτορές μας διαπραγματεύτηκαν αυτήν τη εξουσία ώστε να διαιωνίσουν τις κυρίαρχες τάξεις και αρχές της παροικίας, καθώς και να αποκλείσουν κάποιες άλλες, κατά την εκτίμησή τους ανατρεπτικές ή υποδεέστερες.

Ως χρονικό σύγκρουσης, μεταξύ Ελλήνων και Συρίων, μεταξύ Ιθακησίων και Σαμίων, μεταξύ «παλιοελλαδιτών και «αλύτρωτων» Ελλήνων, (και η έκθεσή της για τη συναισθηματική προσκόλληση που είχαν οι Έλληνες από τις αλύτρωτες περιοχές της Ελλάδας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο σε αντίθεση με εκείνους που προέρχονταν από την ελεύθερη Ελλάδα είναι εξίσου συναρπαστική) μεταξύ των μελών της ΕΟΚΜΒ και της Εκκλησίας, μεταξύ Συντηρητικών και Κομμουνιστών, η αφήγηση της Χαρπαντίδου μας ωθεί να επαναθεωρήσουμε έναν θεσμό που εδώ στην παροικία τον θεωρούμε δεδομένο από εναλλακτικές σκοπιές. Δεν γίνονται προσπάθειες να συνδεθούν τα κίνητρα των βασικών πρωταγωνιστών με υψηλά ιδεώδη όπως αυτή του πατριωτισμού, ούτε προβαίνει σε γενικεύσεις για το πανάρχαιο πνεύμα του ελληνισμού, που ευδοκιμεί σε όποια γωνιά της γης κι αν βρεθεί. Αντίθετα, υιοθετείται μια μη-εξιδανικευμένη προσέγγιση, η οποία αν και είναι εξαιρετικά μη κολακευτική απέναντι στους ιδρυτές και πρώιμους ηγέτες της ΕΟΚΜΒ, μας ωθεί να αναρωτηθούμε εάν το πραγματικό επίτευγμα της οργάνωσης και όντως της ευρύτερης παροικίας γενικότερα κατά την εξεταζόμενη περίοδο δεν είναι άλλο από το ότι κατάφερε να παραμείνει εν δράσει, διατηρώντας κάποια συνεκτική αίσθηση κοινής ταυτότητας παρά τη διχαστική και ανταγωνιστική συμπεριφορά των ηγετών και μελών της. Από αυτή την άποψη, η αναφορά της Χαρπαντίδου για τις Ετήσιες Γενικές Συνελεύσεις με ελάχιστη προσέλευση μελών και τις περιόδους πλήρους αποξένωσης των μελών, μας επιτρέπουν να υιοθετήσουμε μια μακροσκοπική άποψη της εξέλιξης της ΕΟΚΜΒ, μην λησμονώντας πάντοτε ότι η συγκρότηση της απόψεως αυτής προνομιάζει τον γραπτό λόγο.Είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που το καινοτόμο έργο της Χαρπαντίδου, παρέχει αναρίθμητες αφετηρίες για περαιτέρω έρευνα. Κανένα σχολαστικά κρατημένο πρακτικό δεν μπορεί να τεκμηριώσει απόλυτα τους εσωτερικούς μονολόγους ή τα ψυχολογικά κινητήρα των βασικών πρωταγωνιστών της περιόδου, κλασική περίπτωση ο Λεκατσάς, ή τα κίνητρα των μελών, ειδικά εκείνων που κατάγονταν από περιοχές διαφορετικές από εκείνες της κυρίαρχης κάστας, ή που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά σε άλλους τομείς, ή επίσης τις προοπτικές άλλων «αντίπαλων» οργανώσεων.

Η εκτενής αναφορά της Χαρπαντίδου στην αμφιλεγόμενη σχέση μεταξύ της ΕΟΚΜΒ και του Ορφέα, για παράδειγμα, υπογραμμίζει το γεγονός ότι ποτέ δεν επιχειρήθηκε μια διεξοδική ιστορική έρευνα του Ορφέα. Ομοίως, αν και η Ετήσια Γενική Συνέλευση του 1952 είναι πιθανότατα ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο συλλήφθηκε η θέση των γυναικών εντός του οργανισμού κατά την υπό μελέτη περίοδο, τα πρακτικά δεν αποκαλύπτουν τίποτα για τις φιλοδοξίες ή τις απόψεις των τότε Ελληνίδων σχετικά με την ΕΟΚΜΒ, ούτε για τον τρόπο συμμετοχής τους στα δρώμενά της. Συνεπώς, η συμπερίληψη αυτού του εξέχοντος γεγονότος από την Χαρπαντίδου υπογραμμίζει την ανάγκη για μια περαιτέρω μελλοντική ιστορική μελέτη των σχέσεων των φύλων εντός της ΕΟΚΜΒ.

Ομοίως, ενώ η Χαρπαντίδου τοποθετεί στο κείμενό της ενδεικτικές αναφορές σε επιφανή μέλη της ΕΟΚΜΒ που επιχειρούν να υπερασπιστούν τα ελληνικά συμφέροντα, όπως για παράδειγμα όταν αμφισβητείται από τον Αυστραλιανό τύπο η ένωση των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα, και αναφέρεται εν συντομία, μεταξύ άλλων, στις ταραχές του Kalgoorlie και την πολιτική της Λευκής Αυστραλίας, τα πρακτικά δεν μπορούν να μας παρέχουν μια πλήρη εικόνα για το πώς ο ευρύτερος αυστραλιανός κόσμος ή οι συνιστώσες μειονοτικές του ομάδες θεωρούσαν την ΕΟΚΜΒ, και αν υπήρχαν αλληλεπιδράσεις, ούτε αντιστρόφως για το πώς η ΕΟΚΜΒ διαπραγματεύονταν τον ρόλο της εντός της κοινωνίας αυτής, ούτε το πώς η θεώρηση του ρόλου αυτού άλλαξε κατά τη διάρκεια των εβδομήντα πέντε χρόνων που καλύπτει το βιβλίο, αν και η συμπερίληψη του προγράμματος του Grecian Ball του 1950 στο κείμενο, που αποτελείται από μια φωτογραφία της βασίλισσας Φρειδερίκης και κάποιες υπερβολικές ευχαριστίες προς την ευρύτερη Αυστραλιανή κοινωνία, μας δίνει κάποιες ενδείξεις.

Αυτό είναι επίσης αποτελεί θέμα για περαιτέρω έρευνα.Η ανάλυση της Χαρπαντίδου για τη διαχρονική διένεξη μεταξύ της ΕΟΚΜΒ και της Εκκλησίας, επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτενής ή εξαντλητική, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής. Ωστόσο, το ιστορικό υλικό που αναλύει, απεικονίζει τους εμπλεκόμενους να εκμεταλλεύονται ποικιλοτρόπως τη λειτουργία και την ανέγερση εκκλησιών εναλλακτικά ως θρησκευτικό καθήκον, εθνική υποχρέωση, μέσο διατήρησης της εξουσίας ή υπέρβασης των αντιπάλων και ως πηγή εισοδήματος.

Υπάρχουν πολλά στοιχεία εδώ που ο αναγνώστης ίσως δικαίως τα θεωρήσει δυσάρεστα. Ευτυχώς, η Χαρπαντίδου αποφεύγει τις διεξοδικές αναφορές που κάνουν άλλοι ιστορικοί της σύγκρουσης αυτής και απλώς μας παρέχει τα κύρια σημεία.

Παραθέτει όμως αρκετά στοιχεία ώστε να βγάλει ο κάθε αναγνώστης τα δικά του συμπεράσματα.Λίγοι είναι οι ιστορικοί της ελληνικής παροικίας και των θεσμών της πού κατάφεραν να προσφέρουν κάτι περισσότερο στον τομέα αυτό πέραν από μια απλή χρονολογική αφήγηση. Συνυφαίνοντας τον λόγο της με ευρύτερες θεωρητικές και θεματικές προοπτικές, η μελέτη της Χαρπαντίδου αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή που συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην αναχαίτιση της ιστορικής αμνησίας που διακατέχει κάθε διαδοχική γενιά ελληνοαυστραλών όταν προσπαθεί να καταπιαστεί με τα πεπραγμένα ή να κατανοήσει την προηγούμενη ιστορία της κοινότητας στην οποία ανήκουμε όλοι, καθώς επίσης ενθαρρύνει τη συζήτηση και εμπνέει βαθύτερη ενδοσκόπηση.

Ως εκ τούτου, και με την ελπίδα να εκτιμήσουμε το μάκρος του δρόμου που έχουμε διανύσει μαζί καθώς και το πώς και το γιατί, το βιβλίο «Σάρκα και Οστά», ένας τόμος του οποίου η μετάφραση στα αγγλικά εκκρεμεί, (ελπίζουμε με ένα τόσο απαραίτητο ευρετήριο, το οποίο λείπει στην ελληνική έκδοση) θα πρέπει να διαβαστεί τόσο για όλους εκείνους που ισχυρίζονται ότι αποτελούν Σάρκα και οστά της μακρινής πατρίδας όσο και για εκείνους που επιδιώκουν να κατανοήσουν την ιστορική εξέλιξη των εθνοτικών κοινοτήτων στο αυστραλιανό πλαίσιο.

Αξιέπαινη είναι επίσης η διοίκηση της ΕΟΚΜΒ που κατέστησε δυνατή τη δημοσίευση αυτού του βαρυσήμαντου έργου.

Κώστας Καλυμνιός.

H ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

*Ο Σύνδεσµος Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων Αυστραλίας, η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, ο Ελληνοαυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσµος και οι “Ηλιάδες” – Δίκτυο Ελληνίδων Γυναικών Βικτώριας, σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου

της κας Γεωργίας Χαρπαντίδου “Σάρκα και οστά της µακρινής πατρίδας – Η ιστορία της ΕΟΚΜΒ από την ίδρυσή της µέχρι το 1972”.

Η εκδήλωση θα πραγµατοποιηθεί την Κυριακή, 26 Μαρτίου 2023, στις 3:00µµ., στον ημιώροφο του Ελληνικού Κέντρου της Κοινότητας, 168 Lonsdale Street, Melbourne.

Όλοι ευπρόσδεκτοι