Είναι μία ιστορία άγνωστη στους πολλούς -ή ξεχασμένη πλέον- αλλά κάποτε μία περιοχές της Αυστραλίας αποτέλεσαν πεδίο πυρηνικών δοκιμών της Βρετανίας.

«Με τη σύμφωνη γνώμη της αυστραλιανής κυβέρνησης, η Βρετανία δοκίμασε ατομικά όπλα σε τρεις τοποθεσίες στην αυστραλιανή επικράτεια: στα Montebello Islands στα ανοικτά της Δυτικής Αυστραλίας, στο Emu Field και στη Maralinga στη Νότια Αυστραλία», αναφέρεται στην ιστοσελίδα του National Museum Australia.

Οι δοκιμές πραγματοποιήθηκαν από το 1952 έως το 1963, κυρίως στη Maralinga και όπως επεσήμανε η ιστοσελίδα «aeon.co», οι εμπλεκόμενοι δεν κατανοούσαν τα προβλήματα υγείας που θα προκαλούσε η ραδιενεργός ακτινοβολία, ενώ δεν προβλεπόταν εκτεταμένα μέτρα προστασίας.

«Οι βλαβερές, ενίοτε θανατηφόρες επιπτώσεις αυτών των δοκιμών δεν επηρέασαν μόνο αυτούς που επιστρατεύτηκαν χωρίς καμία πραγματική προειδοποίηση για τους πιθανούς κινδύνους, αλλά και Αυστραλούς πολίτες και ιδιαίτερα πληθυσμούς των Πρώτων Εθνών».

«Το βιβλίο ‘Accounts of a Nuclear Whistleblower’ περιγράφει λεπτομερώς αυτό το ‘σκοτεινό’, κάπως ξεχασμένο κεφάλαιο της ιστορίας της Αυστραλίας μέσα από μια αφήγηση από πρώτο χέρι του Avon Hudson».

«Ο κ. Hudson, ως μέλος της Australian Air Force, τοποθετήθηκε σε επικίνδυνη εγγύτητα σε αυτές τις εκρήξεις, ενώ αργότερα εργάστηκε για να αποκαλύψει την καταστροφή και τη διαρκή απειλή τους».

«Ο ακτιβισμός του θα συνέβαλε τελικά στην επίσπευση της σύστασης, το 1984, της Βασιλικής Επιτροπής για τις βρετανικές πυρηνικές δοκιμές στην Αυστραλία».

Ο «Νέος Κόσμος» έγραφε τον Μάιο του 1984:

«Η ΦΡΙΚΗ ΤΗΣ ΜΑΡΑΛΙΝΓΚΑ Επίσημες αποκαλύψεις και αφηγήσεις ατόμων που δούλεψαν στην περιοχή των ατομικών πειραμάτων. Λίγη-λίγη έρχεται στην επιφάνεια η αλήθεια.

ΑΝΤΕΛΑΊ’ΝΤ. — Νέες και φρικιαστικές αποκαλύψεις γίνονται τις τελευταίες μέρες για τις ατομικές δοκιμές που έκαναν οι Άγγλοι από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 … στην περιοχή Μαραλίνγκα της Νοτίου Αυστραλίας.

Από επίσημη πλευρά αποκαλύφθηκε ότι οι Άγγλοι, εκτός από τα πειράματα που έκαναν το 1954 – 55 προέβηκαν σε ατομικές δοκιμές … τις οποίες κράτησαν μυστικές.

Αναφερόμενος στη δοκιμή του 1963 ο ομοσπονδιακός υπουργός Φυσικών Πόρων και Ενέργειας γερουσιαστής κ. Γουώλς δήλωσε, την περ. Πέμπτη, ότι «… είναι τεχνικώς δυνατόν να πέθαναν άνθρωποι από τη δοκιμή αυτή…».

Η δήλωση αυτή του κ. Γουώλς αποτελούσε απάντηση στις αποκαλύψεις που είχε κάνει ο Τζων Μπερκ, πρώην τεχνικός της Αυστραλιανής πολεμικής αεροπορίας ο οποίος υπηρετούσε στη Μαραλίνγκα.

Ο Μπερκ, είπε πει, λίγο πριν το θάνατό του, που προκλήθηκε από καρκίνο του στομάχου, ότι αμέσως μετά τη δοκιμή του 1963 είχε βρει σ’ ένα κρατήρα τα πτώματα τεσσάρων Αμπορίτζιναλ…

Αυτό, βέβαια, το πληροφορείται τώρα, για πρώτη φορά, η κοινή γνώμη στην Αυστραλία… Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι ακόμα και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αγνοούσε, μέχρι την περ. εβδομάδα, αν είχαν γίνει δοκιμές το 1963 και μετά».

Σύμφωνα με το National Museum Australia, «οι αυστραλιανές Αρχές δεν ανακάλυψαν την έκταση της μόλυνσης στη Maralinga παρά μόνο το 1984, λίγο πριν η γη επιστραφεί στους Ιθαγενείς ιδιοκτήτες της.

Όταν τα καταστροφικά αποτελέσματα των ατομικών όπλων αποκαλύφθηκαν από τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι το 1945, η Σοβιετική Ένωση και η Μεγάλη Βρετανία επιτάχυναν την ανάπτυξη των δικών τους πυρηνικών δυνατοτήτων.

Το 1950 ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Clement Attlee προσέγγισε τον Αυστραλό ομόλογό του, Robert Menzies, για να ζητήσει τη συγκατάθεσή του να δοκιμαστεί ένα βρετανικό όπλο σε αυστραλιανό έδαφος.

Ο Menzies, ο οποίος επιθυμούσε διακαώς να διατηρήσει ισχυρούς δεσμούς με τη Βρετανία, συμφώνησε.

Στις 3 Οκτωβρίου 1952 η Βρετανία διεξήγαγε την πρώτη δοκιμή πυρηνικού όπλου στα νησιά Μοντεμπέλο στα ανοικτά των ακτών της Δυτικής Αυστραλίας.

Αμέσως μετά, η Βρετανία έλαβε την άδεια της αυστραλιανής κυβέρνησης να διεξάγει χερσαίες δοκιμές στο Emu Field της Νότιας Αυστραλίας. Παρόλο που εκεί πραγματοποιήθηκαν δύο δοκιμές τον Οκτώβριο του 1953, αλλά η τοποθεσία ήταν τόσο απομακρυσμένη που ώθησε τη Βρετανία να ζητήσει νέο χώρο στη Maralinga, πιο κοντά στον σιδηρόδρομο.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1956 η Βρετανία πραγματοποίησε την πρώτη της δοκιμή στη Maralinga.

Η Βρετανία διεξήγαγε 12 μεγάλες δοκιμές πυρηνικών συσκευών στις τρεις τοποθεσίες αυτές. Ορισμένες είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σύννεφα μανιταριών που έφτασαν σε ύψος 47.000 ποδών (14.325 μέτρων), ενώ ραδιενεργό νέφος που μεταφερόταν από τον άνεμο ανιχνεύθηκε μέχρι το Townsville.

Εκτός από τις μεγάλες δοκιμές, η Βρετανία διεξήγαγε περίπου 200 μικρές δοκιμές κατά τη διάρκεια των 10 ετών έως το 1963. Αυτές αποσκοπούσαν στη δοκιμή της απόδοσης των εξαρτημάτων των όπλων και στη διερεύνηση ζητημάτων ασφαλείας.

Η μόλυνση από πλουτώνιο στη Maralinga προκλήθηκε από αυτές τις μικρές δοκιμές, δύο από τις οποίες αφορούσαν την καύση πλουτωνίου και την πυροδότηση σχάσιμου υλικού με τη χρήση συμβατικών εκρηκτικών υλών.

Ως αποτέλεσμα, λίγο πάνω από 22 κιλά πλουτωνίου-239 διασκορπίστηκαν γύρω από την περιοχή.

Το πλουτώνιο-239 έχει ραδιενεργό χρόνο ημιζωής άνω των 24.000 ετών. Αυτό το επικίνδυνο καρκινογόνο είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο εάν εισπνευστεί, καταποθεί ή απορροφηθεί μέσω πληγών στο δέρμα.

Αυστραλιανό προσωπικό έλαβε μέρος σε όλες τις μεγάλες δοκιμές.

Σε προηγούμενες δοκιμές, οι αεροπόροι της RAAF πέταξαν μέσα από σύννεφα μανιταριών για να πραγματοποιήσουν δειγματοληψία χωρίς επαρκείς οδηγίες ή συσκευές παρακολούθησης της ακτινοβολίας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς προστατευτικό ρουχισμό.

Οι στρατιώτες που ήταν υπεύθυνοι για την απολύμανση των αεροσκαφών και τη μεταφορά του εξοπλισμού εκτέθηκαν επίσης σε ακτινοβολία.

Καμία από τις βρετανικές δοκιμές δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την παρουσία του λαού Anangu Pitjantjatjara, ιδίως τον μεγαλύτερο κίνδυνο έκθεσης σε ακτινοβολία που αντιμετώπιζαν οι οικογένειες που ζούσαν στην ύπαιθρο.

Οι εξαιρετικά περιορισμένοι πόροι που διατέθηκαν για την ανεύρεση και την προειδοποίηση των ανθρώπων (ένας αξιωματικός περιπολίας, ο Walter MacDougall, ήταν υπεύθυνος για την κάλυψη εκατοντάδων χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων με αυτοκίνητο) οδήγησαν σε περιστατικά έκθεσης στη ραδιενέργεια.

Για παράδειγμα, το 1957, η οικογένεια Milpuddie βρέθηκε να κατασκηνώνει δίπλα σε έναν κρατήρα που άφησε πίσω της μια δοκιμαστική έκρηξη στη Maralinga.

Εκτός από τον κίνδυνο από την ακτινοβολία, οι Αβορίγινες γύρω από τη Maralinga αντιμετώπισαν επίσης ακραίες κοινωνικές, συναισθηματικές και σωματικές δυσκολίες λόγω της άρνησης πρόσβασης σε τρόφιμα και υδάτινους πόρους για περισσότερα από 30 χρόνια.

Οι βρετανικές πυρηνικές δοκιμές εγκαταλείφθηκαν το 1963, όταν η Βρετανία και η Αυστραλία υπέγραψαν τη συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για τη μερική απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών.

Όταν η Maralinga έκλεισε το 1967, οι βρετανικές αρχές άρχισαν τον καθαρισμό του χώρου. Τα μολυσμένα συντρίμμια θάφτηκαν σε τάφρους που καλύφθηκαν με σκυρόδεμα. Το μολυσμένο με πλουτώνιο χώμα απλώς οργώθηκε στο έδαφος.

Με βάση μια λανθασμένη βρετανική επιστημονική έκθεση του 1968, η αυστραλιανή κυβέρνηση συμφώνησε ότι η Βρετανία είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά την απορρύπανση.

Τον Μάιο του 1984 Αυστραλοί επιστήμονες διεξήγαγαν έρευνες ραδιενέργειας στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη μεταβίβαση της Maralinga στους παραδοσιακούς ιδιοκτήτες της, τους Tjarutja. Διαπίστωσαν ότι παρέμενε σημαντική και εκτεταμένη μόλυνση από πλουτώνιο.

Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στην αυξανόμενη ανησυχία της κοινότητας με τη σύσταση της Βασιλικής Επιτροπής για τις βρετανικές πυρηνικές δοκιμές στην Αυστραλία υπό τον δικαστή James McClelland.

Η έκθεση της Βασιλικής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε το 1985, ήταν ιδιαίτερα επικριτική. Καταδίκαζε συγκεκριμένα την έλλειψη δέσμευσης για τη διασφάλιση της ασφάλειας και της ευημερίας των Ιθαγενών.

Η επιτροπή συνέστησε την αποκατάσταση των χώρων δοκιμών ώστε να επιτραπεί η απρόσκοπτη πρόσβαση στους παραδοσιακούς ιδιοκτήτες, οι οποίοι θα πρέπει επίσης να λάβουν αποζημίωση. Συνέστησε επίσης να αναληφθεί το κόστος της απορρύπανσης και της αποζημίωσης από τη βρετανική κυβέρνηση.

Οκτώ χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1993, η Βρετανία συμφώνησε να καταβάλει 20 εκατ. λίρες … για το κόστος καθαρισμού της Maralinga, ύψους 101 εκατ. δολαρίων. Το 1994 η αυστραλιανή κυβέρνηση κατέβαλε 13,5 εκατομμύρια δολάρια στους ιθαγενείς της Maralinga ως αποζημίωση για τη μόλυνση της γης.

Μεταξύ του 1996 και του 2000, όλα εκτός από περίπου 120 τετραγωνικά χιλιόμετρα από τα περίπου 3.200 τετραγωνικά χιλιόμετρα της χώρας Maralinga είχαν καθαριστεί σε επίπεδο που θεωρήθηκε ασφαλές για απεριόριστη πρόσβαση.

Η Maralinga επιστράφηκε επίσημα στους ιδιοκτήτες Tjarutja τον Νοέμβριο του 2009.

Οι βετεράνοι των πυρηνικών δοκιμών και οι Αβορίγινες που βρίσκονται κοντά στους χώρους αυτούς υποφέρουν από υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από καρκίνο και περισσότερες μορφές καρκίνου από τον γενικό πληθυσμό».

Η διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια (wikipedia.org) αναφέρει στις μέρες μας ότι:  «Σύμφωνα με τη Liz Tynan από το Πανεπιστήμιο James Cook, οι δοκιμές στη Maralinga ήταν ένα εντυπωσιακό παράδειγμα του τι μπορεί να συμβεί όταν μέσα ενημέρωσης δεν είναι σε θέση να αναφέρουν δραστηριότητες που μια κυβέρνηση μπορεί να προσπαθεί να αποκρύψει.»

«Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 πάντως υπήρξε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο τα αυστραλιανά ΜΜΕ κάλυπταν τις βρετανικές πυρηνικές δοκιμές».

«Εμφανίστηκαν κάποιοι πολυμήχανοι ερευνητές δημοσιογράφοι, μίλησαν πληροφοριοδότες όπως ο Avon Hudson και ο πολιτικός έλεγχος έγινε πιο έντονος. Ο ερευνητής δημοσιογράφος Brian Toohey δημοσίευσε μια σειρά από ιστορίες στην Australian Financial Review τον Οκτώβριο του 1978, βασισμένες εν μέρει σε μια διαρροή της εισήγησης του Υπουργικού Συμβουλίου».