Η ακόλουθη προδημοσίευση προέρχεται από το νέο και πολυαναμενόμενο βιβλίο του Γιάννη Βασιλακάκου, με τίτλο «ΤΟ ΑΝΕΜΟΓΚΑΣΤΡΙ: Αποδελτιώνοντας την επικείμενη συντέλεια του κόσμου (Μαρτυρίες)». Το magnum opus του διακεκριμένου μπεστσελερίστα συγγραφέα, κυκλοφορεί τις επόμενες εβδομάδες στην Ελλάδα από τις αθηναϊκές Εκδόσεις “Οδός Πανός”, βραβευμένες από την Ακαδημία Αθηνών.

«Αν ένας συγγραφέας μπορούσε να οδηγήσει την ιστορία του όπως ο μουλαράς το μουλάρι του, -ίσια-μπροστά- λόγου χάριν, από τη Ρώμη ως το Λορέτο, χωρίς να στρίψει ούτε μια φορά το κεφάλι του δεξιά ή αριστερά, -θα μπορούσε να προβλέψει καταλεπτώς την ώρα που θα φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του- αλλά κάτι τέτοιο, από ηθικής απόψεως, είναι αδύνατο: διότι, αν διαθέτει και το ελάχιστο έστω πνεύμα, θα κάνει το λιγότερο πενήντα παρεκκλίσεις από την ευθεία, για τούτο ή για κείνο το λόγο καθώς προχωρεί, δίχως να έχει τη δυνατότητα να τις αποφύγει. Θα δει εικόνες και ορίζοντες που αδιάκοπα θα του δελεάζαν τα μάτια, και δε θα μπορεί να φύγει γρήγορα, χωρίς να κοντοσταθεί να τις κοιτάξει».

Laurence Sterne,

Η ζωή και οι απόψεις

του Τρίστραμ Σάντι

«Ποτέ δεν ξαναδιαβάζω τα βιβλία μου μετά από τη διόρθωση των δοκιμίων, αλλά αν για κάποιο συγκεκριμένο λόγο πρέπει ν’ ανοίξω κάποιο και να ρίξω μια ματιά σε μια ή δυο παραγράφους, εκπλήσσομαι από ένα στοιχείο το οποίο πρέπει να εισχώρησε σ’ αυτές, ενώ εγώ βρισκόμουν σε κατάσταση ύπνωσης. Σ’ ένα επίπεδο, βεβαίως, υπάρχει ένα αναγνωρίσιμο κολλάζ προσωπικών εμπειριών, σ’ ένα άλλο, ελάχιστος απ’ τον εαυτό που γνωρίζω. Αυτός ο άγνωστος είναι ο άνθρωπος που οι συνεντευξιάζοντες, οι επισκέπτες καθηγητές, οι συγγραφείς διατριβών, περιμένουν να βρουν, κι επειδή αδυνατώ να τον δώσω, έχω σταματήσει να τους δέχομαι. Δεν θέλω να προφασίζομαι πως είμαι εγώ, όπως έχει πει ο ποιητής Φίλιπ Λάρκιν για τον εαυτό του, σε παρόμοιες περιστάσεις. Οι μάσκες που φοράω στις μυθοπλασίες μου είναι πολύ διαφορετικές απ’ αυτές που οι ξένοι προσπαθούν να μου επιβάλουν, ή για να χρησιμοποιήσω μια άλλη μεταφορά, οι χαρακτήρες απ’ τους οποίους αποτελούμαι δεν συμπεριλαμβάνουν αυτούς που δεν μου έχουν αποκαλυφθεί ακόμη» (Πάτρικ Γουάιτ, (2008).

*

Επιστρέφοντας απ’ το γιατρό, αισθάνεται καλύτερα. O γιατρός, αφού τον ακροάστηκε προσεκτικά, τον διαβεβαίωσε πως ήταν ιός γρίπης και διέταξε αντιβιοτικά. Ήταν τυχερός ― είπε ― που δεν τον είχε γυρίσει σε πνευμονία. Mε τα αντιβιοτικά θα του έπεφτε και ο πυρετός. Tώρα ο Επιφάνιος νιώθει αναγεννημένος, σαν νέος Aδάμ, χάρη στο πρωινό μπάνιο. Tο αγκαθάκι, ωστόσο, που πάντα υπήρχε μέσα του, δεν αργεί να τον ξανατσιμπήσει. Ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν ως αύριο τα μεσάνυχτα. Aνασκαλεύοντας τα χαρτιά του για να βρει κάποιο τηλέφωνο, πέφτει πάνω στο εξής απόκομμα εφημερίδας που είχε κρατήσει, από περιέργεια, χωρίς να το έχει διαβάσει. Τίτλος: «Περιμένουν το τέλος του κόσμου»:

«Όσον αφορά δε τους έχοντες την πεποίθηση ότι ο κύκλος ζωής του κόσμου συμπληρώνεται το μοιραίο έτος 2000, ας μην ξεχνούν ότι το ίδιο περίμεναν την αυγή του 1000 μ.Χ. οι… εσχατολόγοι. Η Δυτική Ευρώπη τότε εσείετο από τον πανικό που είχε καταλάβει πλήθος κόσμου, αναμένοντας τη συντέλεια. Τι δωρεές σε μοναστήρια έγιναν από πλούσιους που έσπευδαν να σώσουν την ψυχή τους! Τι σκηνές υστερίας εκτυλίχθηκαν!… Όμως αν για το Βυζάντιο την ίδια εποχή δεν ίσχυε τίποτα από αυτά γιατί είχαν άλλο σύστημα χρονολόγησης, σκεφτείτε πόσο λίγους αφορά σήμερα το έτος εισόδου στη νέα χιλιετία αφού τη χρονολόγηση με βάση τη γέννηση του Χριστού την ακολουθεί μικρό κομμάτι του πληθυσμού της γης. Σήμερα οι Κινέζοι διανύουν το έτος 4636, η Ιαπωνία βρίσκεται στο έτος 2659 (αφετηρία του ημερολογίου τους είναι η 11η Φεβρουαρίου 660 π.Χ., ημέρα ενθρόνισης του αυτοκράτορα Ζίμου), ο ισλαμικός κόσμος διανύει το έτος 1420, η φυλή Ίμπο στη Νιγηρία έχει σεληνιακό ημερολόγιο δέκα μηνών και η πρωτοχρονιά τους συμπίπτει με την αλλαγή του καιρού! Άκρη δεν έχουν τα τερτίπια των ημερολογίων και της χρονολόγησης…» (Thompson, 1999).

Το καλό με τη συγγραφή ενός νέου βιβλίου, σκέφτεται ο Επιφάνιος, είναι και το ότι θα ξεφορτωθεί όλο αυτό το υλικό που είχε συγκεντρώσει (από τη βαριά τσάντα με όλο το χαρτομάνι του συνεδρίου, έως ένα σωρό αποκόμματα από εφημερίδες, έντυπα και σημειώσεις). Έχει δίκιο ο Αλεξάκης (1993):

«Το γράψιμο έχει αυτό το καλό, ότι σου επιτρέπει να ξεφορτωθείς ένα σωρό χαρτιά, σημειώσεις, αποκόμματα, βιβλία, ακόμη κι αντικείμενα. Νομίζω ότι μπορεί κανείς να πετάξει τ’ αντικείμενα που βρήκαν τη θέση τους σ’ ένα αφήγημα, σε μια περιγραφή, που είπαν αυτό που είχαν να πουν, που ολοκλήρωσαν τον προορισμό τους. Κάποια εποχή κράταγα ό,τι έβρισκα στο γραμματοκιβώτιό μου ― κυρίως διαφημιστικά έντυπα».

*

Μεγάλη Πέμπτη. Tα Δώδεκα Eυαγγέλια. H αναπαράσταση του θανάτου, λεπτομερειακά. Kόσμος, κεριά, φωτοχυσία. Mαύρες κορδέλες, καρφιά, σταυρός. Στεφάνια και χολή. Πάθος. Tο μεθυστικό άρωμα των λεμονανθών, των γιασεμιών της άνοιξης. Tο θείο δράμα. Η ζέστη. Ο πυρετός. Eίναι μικρός, αδύνατος. Έχει κουραστεί. Oι ώρες. H συναισθηματική φόρτιση. Όλα τα καθίσματα του ναού πιασμένα. Tον παίρνει πάνω στην ποδιά της η μεγάλη κόρη του γιατρού. Έφηβη, βιάζεται να γίνει μαμά. Eκείνος γέρνει μισοζαλισμένος στον κόρφο της. Έχει λουφάξει σαν σπουργιτάκι στην τρυφερή αγκαλιά, με το σώμα της να εκπέμπει το άρωμα και τη ζεστασιά της ηλικίας της, διοχετεύοντάς τα στο δικό του κορμί που είναι καλός αγωγός της θερμότητας. «Ζούσε λοιπόν απ’ τα παιδικά του χρόνια ακόμη με την ενόραση αυτών των μυστικών συνόρων που από πίσω τους ο γυναικείος μαστός είναι απλά μια μαλακή μάζα σάρκας που αναφύεται στο στήθος», χοροπηδούν τα λόγια στη μνήμη του. Τα λόγια αυτά αφορούν τον Γιαν του Κούντερα (1982) ή μήπως τον Επιφάνιο;

O πυρετός του ανεβαίνει κατακόρυφα μ’ όλα αυτά: την ανάσα της πάνω του, καθώς είναι πολύ μικρός για να καταλάβει το βαθύτερο νόημα επαφής των δύο σωμάτων ― χρόνια αργότερα θα διάβαζε σ’ ένα μυθιστόρημα του Καλβίνο (2000):

«και οι ζωντανοί έχουν μια γλώσσα χωρίς λέξεις, με την οποία δεν μπορούν να γραφτούν βιβλία αλλά με την οποία μπορείς μονάχα να ζήσεις, στιγμή με στιγμή (…) Πρώτα έρχεται αυτή η χωρίς λέξεις γλώσσα των ζωντανών σωμάτων (…) κι ύστερα οι λέξεις με τις οποίες γράφονται τα βιβλία και γίνεται η μάταιη προσπάθεια να μεταφραστεί εκείνη η πρώτη γλώσσα, κι ύστερα ακόμα…»

Μένει όμως ανεξίτηλο το γλυκό μυρμήγκιασμα που περνά μέσα από κάθε του πόρο, διαβιβάζοντας μυστικά μηνύματα, προκαλώντας αινιγματικούς ερεθισμούς, έτσι που μια ανεξήγητη, ακαθόριστη γλύκα του ‘χει αποχαυνώσει τα μέλη και είναι σα να τελεί υπό νάρκωση, αδύνατος ν’ αντιδράσει, σα να φοβάται να χαλάσει το όνειρο, παραδομένος στο ακαταμάχητο παρανάλωμα των λαμπάδων που περιχύνουν φως πολύ, ακτινοβολώντας μαγεία, χωρίς κανείς να συνειδητοποιεί ότι καίγονται και λιώνουν, βάτος φλεγομένη και μη καιομένη, ώσπου ενώ βγαίνει τώρα ο σταυρός ― σε μια άλλη εκκλησία στον Πειραιά ― και πολλές γυναίκες κλαίνε, οδύρονται, θρηνούν, απ’ το αναμμένο κερί στο πάνω μέρος του σταυρού, βάζοντας μπουρλότο στην κορδέλα που κρέμεται απ’ τον πολυέλαιο, έτσι που ο κόσμος, χιλιάδες κόσμος, τρομοκρατείται, φωνές, πανικός, πανδαιμόνιο, βραχυκύκλωμα, θα καούμε ζωντανοί σαν τα ποντίκια, χιλιάδες, αγωνιά, φωνάζει, σκηνές αλλοφροσύνης, όλοι αναζητούν διεξόδους διαφυγής, αδύνατο όμως να προλάβουν να βγουν όλοι, θα τσαλαπατηθούν και είναι τόσα μικρά παιδιά, αυτός πρώτος και καλύτερος, μπροστά στο ιερό παρακολουθεί περιδεής το όλο θέαμα αποφασισμένος για το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων», αφού έχουν όλοι εγκλωβιστεί στην ποντικοπαγίδα, παρανάλωμα του πυρός, έστω κι αν ο δημοφιλής ιερέας και διαπρύσιος κήρυκας απεγνωσμένα φωνάζει, διαβεβαιώνει το εκκλησίασμα, το ολιγόπιστο, ότι κίνδυνος μηδέν, έκλεισαν τον κεντρικό διακόπτη, η φωτιά έχει όμως εξαπλωθεί στις ψυχές του παραληρούντος πλήθους που πιστεύει πως θα τυλίξει σε λίγο και τα κορμιά τους, μια πρώτη μικρογραφία του τέλους που έρχεται, «ελήλυθεν η ώρα», το τέλος, η συντέλεια του κόσμου, μια πρώτη γεύση, σ’ ένα στόμα πικρό και στιφό σαν τσαρούχι, όπως την ίδια γεύση είχε και τότε στην εκκλησία του χωριού του…

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γουάιτ Πάτρικ (2008), «Ψεγάδια στον καθρέφτη» (μτφ. Γιάννης Βασιλακάκος), Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα.

Αλεξάκης Βασίλης (1993), «Παρίσι-Αθήνα», Εξάντας, Αθήνα.

Κούντερα Μίλαν (1982), «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» (μτφ. Αντρέα Τσάκαλη), Οδυσσέας, Αθήνα.

Καλβίνο Ίταλο (2000), «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» (μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, 2η έκδοση), Αστάρτη, Αθήνα.