ΠΑΡΟΤΙ απομένει ακόμη μία κάλπη, για την οποία δεν θα είναι εύκολο να βρεθεί κίνητρο (ή φόβητρο) συμμετοχής, η χώρα από την 21η Μαΐου έχει κυβέρνηση. Δεν έχει, όμως, αντιπολίτευση. Το σύστημα του ενάμισι κόμματος, όπου ο δεύτερος είναι πολύ πιο κοντά στον τρίτο απ’ ό,τι στον πρώτο, είναι χωλό. Αποτυπώνει μια δημοκρατία που λειτουργεί χωρίς εναλλακτική διακυβέρνησης.

 

Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να γίνει αυτή η εναλλακτική; Το ερώτημα θα έμοιαζε εξωπραγματικό πριν από το εκλογικό αποτέλεσμα. Τώρα, η φιλοδοξία του κόμματος να κλείσει την παρένθεση της χρεοκοπίας και να αποκαταστήσει τη θέση του στον δικομματισμό της Μεταπολίτευσης, φαντάζει εφικτή. Μπορεί να μην επιβεβαιώνεται ακόμη από τους αριθμούς. Ευνοείται, όμως, από τη δυναμική. Ευνοείται από την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να εμπνεύσει εμπιστοσύνη όχι για να ξανακυβερνήσει, αλλά και για να σταθεί ως δεύτερος πόλος απέναντι στον Μητσοτάκη. Στην πραγματικότητα, στις εκλογές της 21ης Μαΐου, μόνο ένα κόμμα διεκδίκησε την εξουσία. Τα υπόλοιπα διεκδίκησαν ψήφο διαμαρτυρίας – συμπεριλαμβανομένου και του ΠΑΣΟΚ, η στρατηγική του οποίου ήταν προσανατολισμένη στην αποφυγή της κυβερνητικής ευθύνης.

Ο Ανδρουλάκης είναι σήμερα διπλά τυχερός. Χάρη στην επίδοση της Ν.Δ., δεν πιέζεται να συνεργαστεί. Χάρη στην επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να προβάλλει ο ίδιος ως μια πιο αξιόπιστη και ανταγωνιστική εκδοχή της αντιπολίτευσης.

Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

Θα πρέπει, ωστόσο, να διαβάσει σωστά τους αντιπάλους του. Θα πρέπει να διδαχθεί από την επιτυχία του Μητσοτάκη – από τα χαρακτηριστικά του εκείνα που τον κατέστησαν πλειοψηφικό, όπως ο προγραμματικός πραγματισμός και η μετριοπάθεια. Θα πρέπει, κυρίως, να διδαχθεί από την αποτυχία του Τσίπρα – από την αδυναμία του να διαμορφώσει μια θετική ατζέντα· από την καθήλωσή του στα αντιδεξιά κλισέ.

Ο Ανδρουλάκης έχει τη χρυσή ευκαιρία να καλύψει το χαώδες αντιπολιτευτικό κενό που αφήνει η εξαέρωση του ΣΥΡΙΖΑ. Εχει την ευκαιρία να εκφράσει ο ίδιος την ανάγκη να υπάρχει ένα συντεταγμένο αντίβαρο στην αυτοδύναμη εξουσία – και όχι ένα διαλυμένο κόμμα σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί έτσι, κινητοποιώντας τους πολίτες που δεν αισθάνονται άνετα στην ιδέα μιας ανεξέλεγκτης εξουσίας, να βελτιώσει κι άλλο τα ποσοστά του.

Η φόρα αυτή θα εξαντληθεί γρήγορα, αν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ περιοριστεί στην καταγγελία. Αν εμμείνει συριζοπρεπώς στα αντιδεξιά και αντιμητσοτακικά αντανακλαστικά, που, όπως έδειξε η κάλπη, επιζούν μάλλον στη μνήμη, παρά στην κοινωνική πραγματικότητα.

Μέχρι τώρα, το ΠΑΣΟΚ έπαιζε άμυνα, προσπαθώντας να προφυλάξει από τους σφετεριστές τα στελέχη του και την ανδρεϊκή κληρονομιά του. Τώρα, ο μόνος τρόπος για να ξαναγίνει το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη κανονικό ΠΑΣΟΚ, είναι να μην μείνει υποτελές της ιστορίας του. Στη σημερινή κανονικότητα «κανονικό» δεν μπορεί να είναι το ΠΑΣΟΚ που διέπλασε τον Ανδρουλάκη.

Και τώρα, η μάχη για τη δεύτερη θέση

ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΕΔΟΣ

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ νίκη που κατήγαγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης εθνικά, αλλά και σε επίπεδο εισόδου στη Βουλή προσώπων που βρέθηκαν στη Ν.Δ. έπειτα από επιλογή του ιδίου, αποτελεί σε κάθε περίπτωση μια στρατηγική επέκταση ενός κεντροδεξιού κόμματος στα χωράφια της Κεντροαριστεράς. Οι πρωτιές του Κυριάκου Πιερρακάκη στην Α΄ Αθηνών και του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στον Δυτικό Τομέα Αθηνών είναι δύο χτυπητά παραδείγματα, καθώς πρόκειται για πρόσωπα που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ αλλά και θεωρείται ότι έφεραν αποτελέσματα ως υπουργοί.

Ιδιαίτερα για τον νέο Κυριάκο Πιερρακάκη, η επικράτηση σε μια περιφέρεια με ισχυρά στελέχη της Ν.Δ. είναι ξεκάθαρη απόδειξη ότι η ψηφιοποίηση του κράτους είναι πραγματικό έργο «και όχι μακέτα», που έλεγε κάποτε ο Κώστας Σημίτης.

Ωστόσο, το πραγματικό ντέρμπι για τις επόμενες εκλογές, σε περίπου ένα μήνα, είναι άλλο, και έχει και αυτό ως πεδίο ανταγωνισμού το κοινό της Κεντροαριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ αύξησε κατά 40% τα ποσοστά του από το 2019, σε έξι περιφέρειες αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα και σε άλλες τόσες έφτασε στην τρίτη θέση με διαφορά πολύ μικρή από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, παρά την κριτική την οποία δέχθηκε για την καμπάνια που έκανε, τελικά δικαιώθηκε από τα αποτελέσματα.

Το ΠΑΣΟΚ είναι ένα κόμμα με ρίζες στην κοινωνία που ακόμη και στη χειρότερη φάση του διατήρησε δυνάμεις, οι οποίες ήταν ορατές ιδιαίτερα στον αυτοδιοικητικό τομέα. Εκεί, δηλαδή, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε όλα τα τελευταία 11 χρόνια της εκλογικής εκτόξευσης και (εν συνεχεία) κατάρρευσής του. Στο ΠΑΣΟΚ έχουν κάθε δικαίωμα να ονειρεύονται το δυναμικό «comeback» σε ποσοστά αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οσο διαφορετικά χαρακτηριστικά και αν έχει εκ των πραγμάτων η επόμενη κάλπη, οι συνθήκες στην κοινωνία μοιάζουν ώριμες για νέες διεργασίες στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Ενα κακό εκλογικό αποτέλεσμα είναι προβληματικό. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει και συρρικνώνεται για τέταρτη συνεχόμενη φορά από το 2019 (ευρωεκλογές, δημοτικές και εθνικές το 2019 και προχθές) με μια ακόμη ήττα να έρχεται πλησίστια στα τέλη Ιουνίου και δύο ακόμη αναμετρήσεις να ακολουθούν το φθινόπωρο (δημοτικές) και τον επόμενο Ιούνιο (ευρωεκλογές).

Η επόμενη ημέρα είναι άδηλη. Εκείνο που είναι απολύτως βέβαιο είναι ότι η κυβερνητική Κεντροαριστερά δεν μπορεί να εγκιβωτιστεί σε ένα κόμμα διαμαρτυρίας, ένα μηχανισμό αναπαραγωγής πολιτικού οπορτουνισμού της λογικής του ώριμου φρούτου με προτάσεις χαμηλού επιπέδου. Ιδού η Ρόδος.

*Πηγή: «Καθημερινή».