Το πρωτότυπο, εξομολογητικό και αποκαλυπτικό βιβλίο με τίτλο «Τα Παιδοπολίτικα» και με υπότιτλο «Απ’ την απώλεια στην καταλλαγή», του Στ. Γ. Κλώρη (φιλολογικό ψευδώνυμο του φιλόλογου και καθηγητή της Γαλλικής Φιλολογίας και Γλώσσας, Σταύρου Γ. Καλαϊτζόγλου, από τη Βάθη Κιλκίς) κυκλοφόρησε στα Χανιά της Κρήτης, ως προσωπική έκδοση του συγγραφέα τον Απρίλιο του 2023, με 140 σελίδες (ISBN 978-618-00-4439-3).

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ TOY

Ο συγγραφέας του έχει σπουδάσει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μετεκπαιδεύτηκε σε παιδαγωγικά ζητήματα και θέματα διδακτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης της Γαλλίας . Μετά τη στρατιωτική του θητεία, υπηρέτησε την ελληνική εκπαίδευση για δεκαετίες μέχρι την αφυπηρέτησή του. Με το παραπάνω ψευδώνυμο, εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια, γράφει και σχολιάζει δημιουργικά στην ημερήσια και παραδοσιακά μεγάλη και σημαντική εφημερίδα της Ελλάδας «Χανιώτικα Νέα».

Έχει εκδώσει το αρχέτυπο βιβλίο –για γονείς και μαθητές- «Δεκαοχτώ και κάτι…» και τη βραβευμένη ποιητική συλλογή «Η Άλλη Χώρα». Πριν δύο χρόνια εξέδωσε το τελευταίο αλληγορικό πόνημά του ως ευχάριστο και κομψό αφήγημα «Μια νύχτα στο ααλιό τυπογραφείο», η υπόθεση του οποίου ξετυλίγεται στο μοναδικό Μουσείο Τυπογραφίας στην Ελλάδα, στα Χανιά.

Επιπλέον, στην καθημερινή του δημιουργική δράση –στην ψηφιακή μας εποχή– διατηρεί τον άξιο ιστότοπό του «Εφήμερος Λόγος», ο οποίος είναι ένα πολύ σημαντικό και προσωπικό του έργο με όλες τις σκέψεις του που συντάσσει και αφήνει πίσω του ως μία πολύτιμη παρακαταθήκη για όλους μας, και τον οποίο επιμελείται ο συγγραφέας με σημαντικές αξιώσεις προσφοράς, και τον ανανεώνει καθημερινά με ακούραστη διάθεση, σχολιάζοντας υπεύθυνα την επικαιρότητα εδώ και δεκατρία χρόνια – στην εποχή του Διαδικτύου – ανελλιπώς και αδιαλείπτως. Μέσα στον Ιστότοπο αυτό υπάρχει ο ξεχωριστός φερώνυμος χώρος «Τα Παιδοπολίτικα».

TO ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΟΝΗΜΑ ΤΟΥ

Το βιβλίο «Τα Παιδοπολίτικα» δεν είναι μυθοπλασία, αλλά ένα είδος αυτοβιογραφικής μνήμης που περιγράφει μια πραγματική εικόνα των ιδρυμάτων της Βασιλικής Πρόνοιας (από το 1947 μέχρι και τη δεκαετία του 1960) τα οποία συστάθηκαν κατά την εποχή του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Σκοπός τους ήταν να σώσουν τα παιδιά που είχαν μείνει ορφανά ή στους δρόμους, από τη λαίλαπα του αδελφοκτόνου αυτού εμφυλίου πολέμου -που ποτέ δεν έπρεπε να είχε γίνει- και με αυτόν καταστρέψαμε ό,τι είχαμε κατορθώσει ως ελεύθερη Ελλάδα μέχρι τότε.

Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι όλοι τρόφιμοι των Παιδοπόλεων στη Βόρεια Ελλάδα και ό,τι γράφεται για όλους, αλλά και για τον καθένα χωριστά, είναι έντονα προσωπικά βιώματα αυτών των παιδιών που όλοι μας σήμερα διάγουμε τη λεγόμενη Τρίτη Ηλικία –όσοι ζούμε ακόμη- και αν είχαμε μία συλλογική Φωνή όλοι μας θα πιστοποιούσαμε ότι όντως οι Παιδοπόλεις πρόσφεραν ανεκτίμητη βοήθεια σε όλους μας που την είχαμε ανάγκη και όλοι είμαστε ευγνώμονες προς τον ελληνικό λαό που με το υστέρημά του στήριξε αυτή τη θαλπωρή για όλα τα άπορα και ορφανά παιδιά της Ελλάδας.

Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή του συγγραφέα και στον προσωπικό του κύκλο που δημιούργησε -ως ομάδα φίλων γύρω του- και τις φιλίες που καλλιεργήθηκαν μέσα σε αυτό το πνευματικό σπήλαιο που ο καθένας βρήκε την ανθρώπινη ψυχή του. Και αυτό το κλίμα κρατιέται κυριολεκτικά ζωντανό μέχρι σήμερα, γιατί επήλθε μία οριστική καταλλαγή (συμφιλίωση) που ονομάζει ο συγγραφέας στον υπότιτλό του. Στις παιδοπόλεις δεν υπήρχε προπαγάνδα υπέρ ή κατά αριστερών ή δεξιών. Το βιβλίο τούτο αποδεικνύει -με τη μικρή του δύναμη- ότι το ‘πείραμα’ με τις παιδοπόλεις είχε σεβαστά αποτελέσματα αλληλοκατανόησης και συναίνεσης που δεν έχουμε κατορθώσει ακόμη στο Πανελλήνιο. Είναι μία έγκυρη και πολύτιμη προσωπική συμβολή στο ενωτικό πνεύμα και τη φιλική συνεργασία που πρέπει να χαρακτηρίζει όλους μας σήμερα.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΙΘΑΚΗ

(Παρένθεση)

(Σε αυτό το σημείο μπαίνω και εγώ ο ίδιος σε προσωπικό επίπεδο στα «Παιδοπολίτικα» ως ανταρτόπληκτος από τη Δυτική Μακεδονία, όταν αναγκαστικά υποχρεωθήκαμε –μικρό παιδί εγώ μαζί με τη μητέρα και με εκατοντάδες άλλους Έλληνες συμπολίτες μου– να μπούμε στη σκληρή και απάνθρωπη πολεμική προσφυγιά στην Αλβανία το 1948. Τον επόμενο χρόνο –το Φθινόπωρο- αρχίσαμε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή μας Οδύσσεια – αφήνοντας πίσω πατρίδα και Ιθάκη, κάνοντας το γύρω της Ευρώπης χωρίς να γνωρίζουμε πού πάμε.

Ξεκινήσαμε ρακένδυτοι και πεινασμένοι μέσα σε ένα πλοίο μεταφοράς ζώων, από το Δυρράχιο της Αλβανίας. Διασχίζοντας τη Δυτική Μεσόγειο και μέσω του Γιβραλτάρ βγήκαμε στον Ατλαντικό Ωκεανό. Στρίψαμε δεξιά και κατευθυνθήκαμε προς το Βορρά πλέοντας τις ακτές της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Νύχτα περάσαμε το Στενό της Μάγχης μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας και φτάσαμε στη Βόρεια Θάλασσα.

Ανατολικά αντικρίσαμε την Ολλανδία, αλλά και τις ακτές της Γερμανίας και μετά προχωρώντας προς το Βορρά πλεύσαμε προς το Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό. Δεξιά μας είδαμε τα φώτα της Κοπεγχάγης, της πρωτεύουσας της Δανίας, και προχωρώντας πάντα βόρεια προς τη Σκανδιναβική Χερσόνησο, στρίβουμε πάλι δεξιά αποχαιρετώντας το Όσλο της Νορβηγίας. Γυρίζουμε προς το Νότο, αριστερά μας είναι η Σουηδία και διασχίζοντας τα στενά φιορντ που συναντήσαμε στη Δανία και μετά από δυο βδομάδες σε ένα οδυσσειακό, δύσκολο, αλλά και απρόβλεπτο ταξίδι που κάναμε, μπήκαμε στη Βαλτική Θάλασσα και φτάσαμε στην πόλη Γκντανσκ της Πολωνίας.

Εδώ μας κατέβασαν από το πλοίο κατά δεκάδες ή εικοσάδες με το γερανό ή βίντσι που το ονόμαζαν πολλοί. Αμέσως μας μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου μας έδωσαν για πρώτη φορά γάλα και μπισκότα. Το τραίνο μας χώρεσε όλους. Πρέπει να ήμασταν πάνω από δύο χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες, έτσι λένε. Η μεγάλη αμαξοστοιχία ξεκίνησε και κανείς δεν γνώριζε πού πηγαίναμε. Στην πρωτεύουσα Βαρσοβία της Πολωνίας φαίνεται ότι κατέβηκε το ένα τρίτο από τους Οδυσσείς και στην Τσεχοσλοβακία άλλοι τόσοι. Οι υπόλοιποι έμειναν για τη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας.

Μετά από μία υποχρεωτική απολύμανση, μεταφερθήκαμε στη «Θάλασσα της Ουγγαρίας», στο Μπάλατονφιούρεντ όπου για πρώτη φορά στη ζωή μου πήγα στο σχολείο με δύο Αλφαβητάρια, ένα ελληνικό και ένα άλλο ουγγρικό και έγινα υποχρεωτικά δίγλωσσος. Στην Ουγγαρία μείναμε δακτυλοδεικτούμενοι πρόσφυγες για πέντε χρόνια και περιπλανώμενοι μέχρι που οι Ούγγροι μας «δώρισαν» αρκετά στρέμματα γης από τα κτήματα του μεγάλου μας εθνικού ευεργέτη Γεώργιου Σίνα, όπου χτίστηκε το Ελληνοχώρι και ονομάστηκε Μπελογιάννης το 1952.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα με ενέργειες του ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, και ως ξεριζωμένος πρόσφυγας μπήκα στην Παιδόπολη του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης το 1955, όπου με τη μεγάλη αδερφική παρέα –που αναφέρεται διεξοδικά στα «Παιδοπολίτικα»- τελειώσαμε όσοι μπορέσαμε – το 6ο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης).

Η ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΜΑΣ

Γίναμε όλοι μας κανονικά αδέλφια αγαπημένα που μπορείτε να δείτε στις μάλλον λίγες φωτογραφίες του βιβλίου με την πιο αντιπροσωπευτική για μένα αυτή της σελίδας 20, στο αρχαίο Θέατρο των Δελφών σε μία αξέχαστη εκδρομή μας μαζί με τους καθηγητές μας. Στη μέση ακριβώς ο λαμπρός μας καθηγητής, Στρατής Βούλγαρης, ο οποίος με το πρωτότυπο και σοφό βιβλίο του «Η Ελληνική Ιστορία κατηγορεί τους ξένους ιστορικούς» (έκδοση Θεσσαλονίκη 1958), (ήμασταν τότε όλοι στην Τρίτη ή Τετάρτη Γυμνασίου), και διαβάζοντάς το μάς έβαλε στο σωστό δρόμο της ελληνικότητάς μας σε αυτή την κρίσιμη παιδική μας ηλικία, αλλά και ιστορική περίοδο για την πατρίδα μας.

ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΨΗ ΜΟΥ

Το βιβλίο «Τα Παιδοπολίτικα» φρονούμε ότι πρωτοτυπεί, γιατί αποτελεί μία μοναδική και σοβαρή συμβολή στην Ιστορία του Έθνους μας και ειδικότερα στην ιστορία και τα αποτελέσματα του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Για αυτόν μέχρι και σήμερα όλοι μας μένουμε ηθικά και εθνικά μουδιασμένοι και δεν έχουμε φτάσει ακόμη με λογικό τρόπο στην καταλλαγή (συμφιλίωση/συγχώρηση), όπως σημειώνεται και στον υπότιτλο του συλλογικού μας αυτού βιβλίου.

Το πρωτογενές υλικό του είναι οι εμπειρίες και τα βιώματα όλων αυτών των παιδιών, αλλά και οι προσωπικές μνήμες τού συγγραφέα –και αυτές οι μνήμες, όπου τις ακουμπήσεις πάντα πονούν (!)- δίνονται με αυθεντικές περιγραφές και πιστοποιούνται όλες ως αυθεντικές από όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό με τον πιο πειστικό τρόπο.

Για το λόγο αυτό, το μικρό αυτό και απλό βιβλίο, είναι ένα αλάνθαστο, αποκαλυπτικό και ιστορικά σοβαρό προσωπικό ντοκουμέντο για την πολυτάραχη περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου που δεν θα πρέπει να μείνει μόνο ως ένας ”εφήμερος λόγος”. Θα πρέπει τα θετικά του στοιχεία να γίνουν γνωστά στο Πανελλήνιο και πώς τα θύματα του Εμφυλίου όχι μόνο σώθηκαν, αλλά «μετατρέποντας τις απώλειές μας σε λυτρωτική παρηγορητική δημιουργία», (σελ.12) στις παιδοπόλεις, μένουμε ευγνώμονες και υπόχρεοι στον ελληνικό λαό, γιατί μας έσωσε και μας μόρφωσε όλους για το καλό της ελληνικής κοινωνίας και αυτό γιατί η ευγνωμοσύνη μας αυτή είναι και παραμένει παντοτινή.