*Πάγιος Αμετάβλητος, μόνιμος.
*Παιδιαρίζω Φέρομαι σαν μικρό παιδί.
*Παιδοκτόνος Άτομο που σκότωσε το παιδί του.
*Παλαβώνω Κάνω κάποιον να τρελαθεί.
*Παλαίμαχος Παλιός πολεμιστής.
*Παλινδρόμηση Κίνηση προς τα εμπρός και προς τα πίσω.
*Παράβαση Η μη τήρηση των ισχυόντων ή συμφωνηθέντων.
*Παραβλέπω Αφήνω απαρατήρητο.
*Παραγκωνίζω Σπρώχνω με τον αγκώνα και απωθώ.
*Παράδοξος Αυτός που βρίσκεται έξω από τα συνηθισμένα.
*Παραδόπιστος Υπερβολικά φιλοχρήματος.
*Παραδοχή Η αναγνώριση της ορθότητας γνώμης ή πράγματος.
*Παραδρομή Η έλλειψη προσοχής, απροσεξία.
*Παράκαιρος Αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλο χρόνο.
*Παρακάμπτω Κινούμαι γύρω από κάτι ώστε να το αποφύγω.
*Παρακίνηση Η ώθηση κάποιου προς δράση.
*Παρακμή Η σταδιακή απώλεια δύναμης, ζωτικότητας ή αξίας.
*Παρακούω Ακούω λανθασμένα.
*Παραλήπτης Το πρόσωπο που παραλαμβάνει κάτι.
*Παραλήρημα Η ακατάσχετη και ασυνάρτητη ομιλία.
*Παραλογίζομαι Ενεργώ ή μιλώ κατά παράλογο τρόπο.
*Παράλογος Αυτός που αντιβαίνει στους νόμους της λογικής.
*Παραμεθόριος Η περιοχή που βρίσκεται κοντά στα σύνορα.
*Παραμελώ Δεν δείχνω το απαιτούμενο ενδιαφέρον.
*Παρανομία Κάθε πράξη αντίθετη προς τους νόμους.
*Παρανοώ Καταλαβαίνω κάτι με εσφαλμένο τρόπο.
*Παραπαίω Περπατώ χωρίς σταθερότητα, τρεκλίζοντας.
*Παραπλανώ Δημιουργώ πλάνη.
*Παραπλήσιος Αυτός που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση.
*Παραποιώ Αλλοιώνω την αληθινή φύση πράγματος.
*Παράσιτος Αυτός που τρέφεται εις βάρος άλλων.
*Παρασιωπώ Αποφεύγω να αναφέρω κάτι σκοπίμως.
*Παρασκευάζω Φτιάχνω ύστερα από προετοιμασία.
*Παραστέκομαι Προσφέρω βοήθεια σε κάποιον.
*Παραστράτημα Η παρέκκλιση από τους προσωπικούς ή ηθικούς κανόνες.
*Παρατείνω Επεκτείνω τα χρονικά πλαίσια.
*Παράτολμος Αυτός που τα η τόλμη του ξεπερνά τα λογικά όρια.
*Παρατυπία Η παράβαση των ισχυόντων νόμων.
*Πάραυτα Αμέσως, στη στιγμή.
*Παραφέρομαι Ξεπερνώ τα όρια της ευπρέπειας στη συμπεριφορά μου.
*Παραφράζω Αποδίδω ελεύθερα το νόημα λόγων ή κειμένου.
*Παραφροσύνη Η απώλεια της διανοητικής ισορροπίας.
*Παραχρήμα Αμέσως, πάραυτα.
*Παρείσακτος Αυτός που μπήκε αντικανονικά ή κρυφά.
*Παρέκκλιση Η απομάκρυνση από την αρχική πορεία.
*Παρεκτρέπομαι Απομακρύνομαι από την αρχική μου θέση.
*Παρεμφερής Αυτός που παρουσιάζει ομοιότητες με κάτι άλλο.
*Παρεννοώ Αντιλαμβάνομαι εσφαλμένα κάτι.
*Πάρεργο Κάθε δευτερεύουσα απασχόληση.
*Παρέρχομαι Λήγει η διάρκειά μου.
*Παρέχω Προσφέρω σε κάποιον κάτι.
*Παριστάνω Αποδίδω κάτι με εικόνα, με σχέδιο.
*Παροξύνω Ερεθίζω, εξάπτω.
*Παροτρύνω Ωθώ, ενθαρρύνω.
*Παρρησία Η έκφραση της προσωπικής γνώμης με θάρρος και ειλικρίνεια.
*Παρωχημένος Αυτός που έχει ξεπεραστεί.
*Πασχίζω Καταβάλλω εντονότατη προσπάθεια.
*Πάσχω Ταλαιπωρούμαι από ασθένεια, νοσώ.
*Πατάσσω Τιμωρώ αμείλικτα.
*Πειθαναγκάζω Πείθω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου με απειλές κλπ.
*Πειθαρχώ Υπακούω στους ανωτέρους ή στις αρχές.
*Πειθώ Η δύναμη και η ικανότητα να πείθεις τους άλλους.
*Πειρασμός Η διέγερση επιθυμίας για κάτι κακό.
*Πειστικός Αυτός που έχει την ικανότητά να πείθει τους άλλους.
*Πενιχρός Φτωχικός.
*Πεπρωμένο Αυτό που ήδη έχει αποφασισθεί να γίνει.
*Περατώνω Οδηγώ σε ολοκλήρωση και τέλος.
*Περιαυτολογώ Μιλώ επαινώντας ο ίδιος τον εαυτόν μου.
*Περιθάλπω Προσφέρω προστασία και βοήθεια σε όποιον έχει ανάγκη.
*Περικαλλής Αυτός που διαθέτει εξαιρετική ομορφιά.
*Περίοπτος Αυτός που είναι ορατός από κάθε πλευρά.
*Περιχαρής Αυτός που εκδηλώνει ή κατέχεται από μεγάλη χαρά.
*Περιώνυμος Γνωστός σε όλους, αυτός που έχει μεγάλη φήμη.
*Πιστοποιώ Βεβαιώνω ότι κάτι είναι πραγματικό ή όχι με επίσημο έγγραφο.
*Πλανεύω Παρασύρω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις, ή κολακείες.
*Πλανόδιος Αυτός που δεν στεγάζεται μόνιμα κάπου, π.χ. πλανόδιος έμπορος.
*Πλατειάζω Χρησιμοποιώ περισσότερες λέξεις από ό,τι είναι απαραίτητο.
*Πλειοδοσία Η προσφορά μεγαλύτερης τιμής σε δημοπρασία.
*Πλεονεκτώ Διαθέτω την υπεροχή έναντι κάποιου.
*Πληθώρα Μεγάλος αριθμός, πλήθος.
*Πληκτικός Αυτός που προκαλεί πλήξη, ανία.
*Πλησμονή Η μεγάλη ποσότητα από κάτι.
*Πνευματώδης Αυτός που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα.
*Ποινή Κάθε είδους τιμωρία που επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη.
*Πόρισμα Το σύνολο των συμπερασμάτων έρευνας σε συγκεκριμένο θέμα.
*Ποταπός Αυτός που χαρακτηρίζεται από ηθική μικρότητα.
*Πραγματεία Πρωτότυπη εκτενής επιστημονική εργασία, έρευνα σε ένα θέμα.
*Πρόδηλος Αυτός που διακρίνεται με την πρώτη ματιά.
*Προεικάζω Συμπεραίνω από πριν.
*Προηγμένος Αυτός που έχει φθάσει σε ανώτατο επίπεδο.
*Προκύπτω Προέρχομαι ως αποτέλεσμα.
*Προμελετώ Μελετώ εκ των προτέρων.
*Προνοώ Φροντίζω εκ των προτέρων.
*Προπάππος Ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς.
*Προσαγορεύω Προσφωνώ. Αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο που φέρει.
*Προσαρτώ Συνάπτω, συνδέω κάτι με κάτι άλλο.
*Πρόσβαση Η προσέγγιση, το πλησίασμα ενός τόπου.
*Προσήκει Μόνο σε τρίτο ενικό πρόσωπο. Είναι πρέπον, αρμόζει.
*Προσηνής Αυτός που αποπνέει ευγένεια.
*Προσιτός Αυτός που προσεγγίζεται εύκολα.
*Πρόσκαιρος Αυτός που έχει μικρή χρονική διάρκεια.
*Πρόσκομμα Οτιδήποτε ενεργεί ανασταλτικά.
*Προστριβή Η έντονη αντιπαράθεση, η σύγκρουση μεταξύ δύο προσώπων.
*Πρόσφατος Αυτός που έχει μόλις δημιουργηθεί.
*Πρόσχημα Ό,τι προβάλλεται ή διατυπώνεται ως δικαιολογία.
*Προσχώρηση Η ένταξη σε ένα σύνολο με αποδοχή των αρχών ή των θέσεών του.
*Προτρέπω Ωθώ, συμβουλεύω κάποιον να πράξει κάτι.
*Πρόωρος Αυτός που γίνεται πριν από την κανονική του ώρα.
*Πρώτιστος Ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος.
*Πρωτόλειο Το πρώτο έργο, κυρίως ποιητικό, ενός δημιουργού.
*Πτοώ Προκαλώ φόβο σε κάποιον.
*Πυρρίχιος Πολεμικός χορός.