ΘΑ ΕΛΕΓΕ κανείς ότι κάθε τόσο πλέον βλέπουμε σημάδια της συντέλειας του κόσμου, και δεν μπορούμε να το πιστέψουμε.

Στα βαφτίσια μας μάς ευχόταν «Ο θεός να μας φυλάει από φωτιά, από νερό κι από κάθε κακό …» και να που τα βρίσκουμε μπροστά μας: τη μια βδομάδα φωτιά, την επόμενη νερό!

Κάτι όμως με βάζει πάντα να ψάχνω τις αιτίες των πραγμάτων.

Η «πόλις», είτε παραγόμενη από σανσκριτική ρίζα που σήμαινε (ασφαλές) φρούριο, είτε από το ρήμα «πίμπλημι» που σημαίνει γεμίζω έναν χώρο συναθροίζοντας, ήταν από την αυγή της ιστορίας η ανθρώπινη δραστηριότητα που τον ξεχώρισε από τα ζώα και τον καθιέρωσε ως ηγέτη της φύσης.

Η πόλη ήταν αυτή που τον έκανε άνθρωπο, όσο σπουδαία όμως ήταν η πόλη, άλλο τόσο σπουδαία ήταν και η διάγνωση των πολιτών για το πού και πώς θα χτιστεί αυτή η πόλη.

Μία ευδαίμων πόλις έπρεπε να είναι χτισμένη σε σταθερό και όχι σαθρό έδαφος, να είναι ευάερη και με καλό ηλιακό προσανατολισμό, να μη βρίσκεται σε κοίτες ποταμών και χειμάρρων και σε μέρη επικίνδυνης απορροής ομβρίων υδάτων, εάν είναι μεσόγειος να διαθέτει επίνειο και ει δυνατόν να μη γειτνιάζει σε ηφαίστειο ή σε σεισμικά επίκεντρα.

Σε όλες αυτές τις προϋποθέσεις θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την αγωνία των Ελλήνων των Μέσων χρόνων για το πού θα ήταν ασφαλέστερη μια πόλη από τις συνεχείς επιδρομές των πειρατών, αγωνία που επιβεβαιώνει το αρχαίον έτυμο της λέξης.

Απλοί άνθρωποι με απλές τεχνικές γνώσεις ίδρυσαν κάποτε χωριά και πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα με ικανή ασφάλεια, σε αντίθεση με τη σημερινή μας πολεοδομική αβελτερία αλλά και οικοδομική λαιμαργία που χτίζουμε πάνω σε κοίτες ποταμών, καταμεσής στα πεύκα, μέσα σε βάλτους και κυριολεκτικά πάνω στο κύμα.

Το υφιστάμενο σήμερα κράτος που έχει εξοπλισθεί και με ακριβοπληρωμένες τεχνικές υπηρεσίες είναι εξαρχής υπεύθυνο για κάθε φυσική τραγωδία που πλήττει τη φύση και κυρίως τις πόλεις.

Δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη, καμιά απαγόρευση και καμιά επιστασία όταν ανεγείρεται ένα ιδιωτικό ή ένα δημόσιο έργο.

Αυτή είναι μια οδυνηρή διαπίστωση και δυστυχώς εκ του αποτελέσματος.

Η πρόσφατη νεροποντή της Κεντρικής Ελλάδας πλην άλλων καταστροφών γκρέμισε και τρεις μεγάλες γέφυρες πρόσφατης κατασκευής καθώς και αναχώματα που δεν άντεξαν στην ορμή τού δαιμονισμένου νερού.

Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να αντιδιαστείλουμε ότι τα μεγάλα τοξωτά πέτρινα γεφύρια της Σάμου λ.χ. που κατασκευάστηκαν με πενιχρά μέσα και με έρανο (!) τη δεκαετία του 1870 επί Ηγεμονίας, εκτός του ότι είναι έργα τέχνης, θα στέκουν και αγέρωχα στον αιώνα τον άπαντα.

Έχω την εντύπωση ότι προσπαθούμε, ειδικοί και μη ειδικοί, να μεγαλοποιήσουμε τη δύναμη και τη συχνότητα των φυσικών φαινομένων για να δικαιολογήσουμε την προχειρότητα, την ατεχνία και την αναρμοδιότητά μας.

Αδιαφορούμε για τη σχέση μας με τη φύση και τα φαινόμενα και καταστρατηγούμε τους κανόνες που οι ίδιοι βάζουμε.

Και δεν χρειάζεται να είμαστε σαν τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο που θεωρείται ο πατέρας της πολεοδομίας και κόσμησε την αρχαία Ελλάδα με σχέδια πόλεων, αλλά απλώς σαν τους απλούς προγόνους μας που ήξεραν πώς να χτίσουν ένα χωριό, πώς να το υδροδοτήσουν και πού θα χτίσουν τους ανεμόμυλους (που μπορεί να’ρθει εποχή που θα τους ξαναχρειαστούμε …).

Η αριστεία, η πρόβλεψη, η τεχνική αρμοδιότητα και η ποιότητα των τεχνικών έργων είναι αυτές που θα μας δώσουν ασφάλεια και θα μειώσουν τις εκπλήξεις και τους γόους των φυσικών καταστροφών.