Η είδηση του θανάτου της αγαπημένης πρωταγωνίστριας του κινηματογράφου Μαίρης Χρονοπούλου βύθισε στο πένθος το πανελλήνιο.

Η ίδια είχε ζητήσει όταν πεθάνει να μην την θάψουν, αλλά να την αποτεφρώσουν.

Η αποτέφρωση δεν έχει ακόμα προγραμματιστεί και οι λόγοι είναι δύο.

Μάλιστα, ενδεικτικό είναι πως μετά τον θάνατο της -επίσης μεγάλης ηθοποιού- Μάρθας Καραγιάννη –η οποία επίσης αποτεφρώθηκε, σύμφωνα με την επιθυμία της– είχε απευθυνθεί στον πρόεδρο του Αποτεφρωτήριου της Ριτσώνας, Αντώνη Αλακιώτη, ζητώντας να μάθει τι έπρεπε να κάνει προκειμένου να αποτεφρωθεί κι εκείνη, όταν φύγει από τη ζωή.

Αξίζει , επίσης να σημειωθεί πως είχε τηρήσει κατά γράμμα όλες τις οδηγίες. Απευθύνθηκε σε γραφείο τελετών και υπέγραψε τη δήλωση που απαιτεί η νομοθεσία προκειμένου να διασφαλίσει ότι η επιθυμία της θα γινόταν σεβαστή.

Ωστόσο, η αποτέφρωση δεν έχει ακόμα προγραμματιστεί – και οι λόγοι είναι δύο σύμφωνα με τις πληροφορίες.

Πρώτον πρέπει να γίνει νεκροψία – νεκροτομή από ιατροδικαστή, όπως προβλέπει ο νόμος για ανθρώπους που αποτεφρώνονται.

Δεύτερον, η σπουδαία ηθοποιός δεν είχε συγγενείς, οπότε η παραλαβή της σορού από το νοσοκομείο όπου κατέληξε θα πρέπει να γίνει με εντολή εισαγγελέα.

Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, τα διαδικαστικά αναμένεται να θα λυθούν μέσα στις πρώτες ημέρες της επόμενης εβδομάδας και στη συνέχεια θα γίνει η αποτέφρωση της σορού της στη Ριτσώνα.

Η τελευταία της επιθυμία

Υπενθυμίζεται ότι σε συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «Λοιπόν», είχε μιλήσει για την αποτέφρωση, αλλά και την τελευταία της επιθυμία, την οποία είχε μεταφέρει στη φίλη της, Ευανθία Ρεμπούτσικα.

«Έρχεται το τέλος μου. Αυτά τα έχω οργανώσει όλα. Πιστεύω αιρετικά. Εμένα δεν θα με πάνε στην εκκλησία να ακούσω εκείνες τις φρικτές λέξεις. Ο δικός μου πνευματικός θα πει τις προσευχές που λέω κάθε βράδυ κι όσα έχω διαλέξει και μετά θα με κάψουν. Θέλω να πιστεύω ότι θα έχω την πιο πλούσια κηδεία του κόσμου.

Ζήτησα από την αγαπημένη μου φίλη Ευανθία Ρεμπούτσικα μία χάρη, να μου γράψει ένα μικρό ρέκβιεμ μουσικό. Θα έρθει στην Ριτσώνα και με το υπέροχο κόκκινο βιολί της θα μου παίξει αυτό το κομμάτι πριν από την καύση. Αισθάνομαι αυτοκράτειρα με αυτό και μου αρέσει», είχε πει.

Η μεγάλη κυρία του ελληνικού κινηματογράφου Μαίρη Χρονοπούλου, η οποία τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν στον “Ευαγγελισμό” βαριά τραυματισμένη μετά από πτώση στο σπίτι της πέθανε σε ηλικία 90 ετών.

Η σπουδαία ηθοποιός είχε αγαπηθεί από το κοινό μέσα από εμβληματικούς ρόλους που θα μείνουν για πάντα στη συλλογική συνείδηση όλων μας. Το ερμηνευτικό της ταλέντο κινήθηκε σε μια μεγάλη γκάμα από την κωμωδία, το μιούζικαλ, το δράμα στον παλιό και τον νεότερο κινηματογράφο ενώ συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα παραγωγών, σκηνοθετών και ηθοποιών.

Φώτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ξεχώρισε ως μία από τις πιο δημοφιλείς και σημαντικές Ελληνίδες ηθοποιούς, συνέχισε όμως την καριέρα της και αργότερα, με πιο σημαντικούς σταθμούς τη συμμετοχή της σε ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Κώστα Βρεττάκου.

Η Μαίρη Χρονοπούλου γεννήθηκε το 1933 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο εμφανίστηκε στις ομάδες του χορού, σε αρχαία δράματα. Το 1957 άρχισε να συνεργάζεται με το ελεύθερο θέατρο, κάνοντας εμφανίσεις στο Ακροπόλ στα έργα των Σακελλάριου-Γιανακόπουλου «Η Κυρία» και «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας».

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε ως κομπάρσος στο «Χαρούμενο Ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ το 1954, όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια. Το 1958 πήρε ένα μικρό ρόλο στο «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, πάλι στη Φίνος Φιλμ. Από το 1963 και μετά πρωταγωνίστησε σε πλειάδα δραματικών ταινιών της Φίνος Φιλμ, και όχι μόνο, σε ρόλους ντάμας και μοιραίας γυναίκας, δίπλα σε όλους τους άντρες πρωταγωνιστές της εποχής, όπως οι Νίκος Κούρκουλος, Φαίδων Γεωργίτσης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Γιώργος Φούντας και Αλέκος Αλεξανδράκης.

Η ψιλόλιγνη αριστοκρατική της φιγούρα δεν περνούσε απαρατήρητη, ενώ οι ρόλοι που υποδύθηκε τόσο σε μιούζικαλ όσο και σε κοινωνικές ταινίες είχαν μεγάλη απήχηση. Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της στις ταινίες «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Β. Γεωργιάδη (υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964 σε παραγωγή Δαμασκηνού-Μιχαηλίδη), «Χωρίς ταυτότητα», (1963, Φίνος Φιλμ), «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Νίκου Φώσκολου, (υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 38η απονομή των βραβείων το 1966), «Πολύ αργά για δάκρυα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968, Φίνος Φιλμ), «Όταν η πόλις πεθαίνει» σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (1969, Φίνος Φιλμ), «Οι αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965, Σάβας Φιλμ), «Κοινωνία ώρα μηδέν» του Ντίνου Δημόπουλου (1966, Φίνος Φιλμ), «Η λεωφόρος του μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) και «Ορατότης μηδέν» του Νίκου Φώσκολου (1970, Φίνος Φιλμ).

Ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές και δραματικές ταινίες εμφανίστηκε σε τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής Φίνος Φιλμ: «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και μάγκες». Ιδιαίτερα στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» σαγήνευσε το κοινό με το ακαταμάχητο στυλ και ταμπεραμέντο της τόσο υποκριτικά όσο και ερμηνεύοντας δύο από τις μεγάλες επιτυχίες των τραγουδιών του ελληνικού κινηματογράφου, το «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και το «Του αγοριού απέναντι».

Στη θεατρική της καριέρα, συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους θιάσους της Αθήνας και έπαιξε με την ίδια ερμηνευτική ικανότητα σε όλα τα είδη θεάτρου. Το 1972 συγκρότησε το δικό της θίασο με τον οποίο ανέβασε τα έργα: «Τι ώρα θα γυρίσεις, Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και «Ένα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη.

Είχε στο ενεργητικό της σημαντικές ερμηνείες και στο νέο ελληνικό κινηματογράφο, όπως στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Οι κυνηγοί» και «Ταξίδι στα Κύθηρα», ενώ κέρδισε το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την ταινία «Τα παιδιά της χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου, το 1987.

Στις 16 Ιουνίου 2021 η Μαίρη Χρονοπούλου τιμήθηκε με το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στην Τελετή Απονομής των Βραβείων ΙΡΙΣ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το βραβείο παρέδωσε ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, Σπύρος Μπιμπίλας, μαζί με τον πρόεδρο της Ακαδημίας, Γιώργο Τσεμπερόπουλο, στην ηθοποιό που με την «ρώμη της παρουσίας της σφράγισε μια σειρά κινηματογραφικών ειδών», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Πού είναι το βραβείο μου; Βαρύ πολύ! Τον κινηματογράφο τον λάτρεψα από την πρώτη στιγμή κι αυτός με αγάπησε με τη σειρά του δεν μπορώ να πω. Κι ο κινηματογράφος μου έδωσε μεγάλες χαρές. Μου αρέσει να παίρνω βραβεία και ευχαριστώ την Ακαδημία που μου το χάρισε. Δείξτε μου έναν άνθρωπο που να μην του αρέσει να παίρνει βραβεία και θα σας δείξω έναν μεγάλο ψεύτη. Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε εδώ απόψε. Αλήθεια σας ευχαριστώ, θα κλάψω» είχε δηλώσει η ίδια παραλαμβάνοντας το βραβείο της, ενώ στο τέλος πρόσθεσε: «Αυτό το χειροκρότημα το δέχομαι για το ότι μετά από τόσα χρόνια ανέβηκα και πάλι στη σκηνή και μάλιστα με μπαστούνι».