Την 28η Οκτωβρίου 2023 συμπληρώνονται 83 χρόνια από το ιστορικό «ΟΧΙ» του Μεταξά στο τελεσίγραφο των Ιταλών που σήμανε και την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
Φαίνεται οξύμωρο για μια χώρα να γιορτάζει την κήρυξη και όχι τη λήξη ενός πολέμου. Αν αναλογιστούμε, όμως, ότι η χώρα στην οποία αναφερόμαστε είναι η Ελλάδα, η χώρα που υπήρξε η μάνα της φιλοσοφίας και της ρητορικής, το οξύμωρο αποκτά επιχείρημα μέσα από το απόφθεγμα του Δημοσθένη: «Πόλεμος ένδοξος, ειρήνης αισχράς αιρετώτερος», που σημαίνει: «Ένας ένδοξος πόλεμος είναι προτιμότερος από μια ντροπιαστική ειρήνη».
Με αυτή τη λογική, λοιπόν, οι πατεράδες και οι παππούδες μας πανηγύρισαν εκείνο το ξημέρωμα του Οκτώβρη μια λέξη μικρή και την ίδια στιγμή τόσο μεγάλη και χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγαν για το μέτωπο «με το χαμόγελο στα χείλη» με την ευχή των μανάδων, των συζύγων και των αδελφών τους που τους ξεπροβόδιζαν περήφανες κι ενθαρρυντικές.
«Ή τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς»* έλεγαν εκείνες με τα μάτια τους, ως άλλες Σπαρτιάτισσες, πνίγοντας το φόβο και τον πόνο που τους ξέσκιζε την καρδιά και τους έκαιγε τα σωθικά.
Πίσω από τις φούστες τους ξεπρόβαλλαν δειλά τα προσωπάκια των παιδιών ή των μικρότερων αδερφών των στρατιωτών, με τεράστια μάτια γεμάτα έξαψη αλλά και απορία. Για εκείνα, η φούστα της μαμάς, της γιαγιάς, της αδερφής, της θείας ήταν η προστατευτική ασπίδα. Μια ασπίδα που θα τα κρατούσε ασφαλή όσο ο προστάτης της οικογένειας θα πάλευε για την ελευθερία και τα δίκια της πατρίδας ή μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά για να αγωνιστούν κι αυτά.
Κάποτε ο πόλεμος τελείωσε μα δεν ήρθε η ειρήνη. Οι στρατιώτες επέστρεψαν ήρωες «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς», όπως τους είχανε προστάξει, μα η Ελλάδα δεν ήταν πια εκείνη η χώρα για την οποία αγωνίστηκαν. Για την οποία υπέφεραν από τις κακουχίες, το κρύο και την πείνα, για την οποία θυσίασαν πόδια, χέρια και το νου τους, για την οποία έχασαν αδέρφια, φίλους και συντρόφους, για την οποία στερήθηκαν τόσα πολλά.
Επέστρεψαν σε μια Ελλάδα ξένη, εχθρική και διχασμένη. Επέστρεψαν σε έναν πόλεμο πιο άγριο και λυσσαλέο από εκείνον που μόλις είχαν αφήσει. Επέστρεψαν σε έναν τόπο όπου ο αδερφός σκότωνε τον αδερφό, ο γείτονας τον γείτονα και ο πρώην συναγωνιστής το σύντροφό του.
Επέστρεψαν στον Εμφύλιο που είχε έρθει για να αποτελειώσει ό,τι είχε απομείνει από τον Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και η ειρήνη; Πουθενά. Ήταν απασχολημένη να παίζει κρυφτό πίσω από τις ατέλειωτες κούφιες ρητορείες των πολιτικών που έπεσαν σαν τα κοράκια για να κατασπαράξουν το λιπόσαρκο σώμα μιας χώρας πληγωμένης, ταλαιπωρημένης μα ακόμα περήφανης.
Τα υπόλοιπα τα καταγράφει η Ιστορία κι όπως θέλει μπορεί να τα αναγνώσει κανείς.
Ο Παγκόσμιος Πόλεμος κάποτε έληξε. Κι ύστερα ήρθε η ειρήνη. Δεν την έφερε το λευκό περιστέρι κρατώντας το κλαδάκι της ελιάς. Την έφερε ένα άγριο σιδερένιο πουλί θεαματικά με ένα μεγάλο «μπαμ».
Για λίγα δευτερόλεπτα, «άκρα του τάφου σιωπή»… Και ύστερα κραυγές και πανικός και τρόμος και φρίκη και αγριάδα και θάνατος και μετά ξανά πάλι σιωπή… Για δεκαετίες. Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ήταν μια προειδοποίηση. Κάτι σαν τα «προσεχώς» που βλέπουμε στον κινηματογράφο.
Από τότε ζούμε «ειρηνικά» αλλά όχι ήρεμα.
Αυτό είναι το τίμημα μιας εύθραυστης ειρήνης που ισορροπεί σε μια τεντωμένη κλωστή, έτοιμη να κοπεί ανά πάσα στιγμή.
Τα αποτελέσματα τα βιώνουμε στις μέρες μας. Η επισφαλής ειρήνη καταρρέει παγκοσμίως. Οι εικόνες φρίκης που εκτυλίσσονται όπου μαίνεται πόλεμος, με πιο πρόσφατες αυτές στο Ισραήλ, είναι ανησυχητικές.
Άραγε τι θα έλεγε ο Δημοσθένης αν ζούσε σήμερα; Θα εξακολουθούσε να μιλά για «ένδοξο» πόλεμο ή θα ανασκεύαζε προτρέποντας για ειρήνη με όποιο κόστος; Ή μήπως απλά διαβάζοντας πίσω από τις λέξεις θα ανακάλυπτε ένα άλλο, κρυμμένο νόημα που εμάς μας διαφεύγει;
Όπως και να έχει, την 28η Οκτωβρίου 1940, οι Έλληνες έμπαιναν σε έναν «ένδοξο» – για τα τότε δεδομένα – πόλεμο και κάθε χρόνο, αυτή τη μέρα, οι απανταχού απόγονοί τους τους τιμούν γι’ αυτό.
Η επέτειος βρίθει μηνυμάτων και ιδιαίτερων νοημάτων και συμβολισμών που καλό θα ήταν να γίνουν αφορμή για ουσιαστικό προβληματισμό και περισυλλογή…
*Μετάφραση: Ή (μ΄) αυτήν ή πάνω σ’ αυτήν (εννοώντας την ασπίδα).
Έκφραση των Σπαρτιατισσών, όταν ξεπροβόδιζαν τους γιους τους σε πόλεμο υπονοώντας: [θα σε προσμένω] ή μ΄ αυτή [την ασπίδα, νικητή] ή πάνω σ΄ αυτή [τραυματία ή νεκρό]”.