Την απώλεια άλλης μιας εμβληματικής προσωπικότητάς της θρηνεί η ομογένεια της Μελβούρνης και ιδιαίτερα οι καταγόμενοι από την Καρδίτσα.

Πρόκειται για τον 86χρονο Γιώργο Κατσή, που «έφυγε» για το «αιώνιο ταξίδι» την Πέμπτη, 16 Νοεμβρίου για να συναντήσει τη σύντροφο της ζωής του Παναγιούλα, που «έφυγε» νωρίτερα και της οποίας το θάνατο δεν μπορούσε ποτέ να αποδεχθεί καθώς καθημερινά την επισκεπτόταν στον τάφο της.

«Μπήκα στο αεροπλάνο, πάω στη μαμά» είπε στην κόρη του μέσα στο παραλήρημά του τις τελευταίες του μέρες στο νοσοκομείο.

Την απώλεια ενός πολύ δικού μου ανθρώπου δυσκολεύομαι να θρηνήσω γιατί θέλω να τον θυμάμαι πάντα ζωντανό, χαμογελαστό, καλοσυνάτο και δραστήριο όπως μας είχε συνηθίσει.

«Δεν φοβάμαι, ό,τι είναι θα το παλέψω» μου είχε πει όταν με πήρε πριν μερικές εβδομάδες να μου πει ότι ‘κάτι’ του βρήκαν. Χάνω έναν άνθρωπο που μου στάθηκε σαν δεύτερος πατέρας στην Αυστραλία, το σπίτι τους ήταν πάντα ανοιχτό για μένα και το σημείο αναφοράς μου.

Όσοι γνώριζαν τον Γιώργο Κατσή δικαίως τον χαρακτήριζαν «προσωποποίηση του εθελοντισμού και της προσφοράς». Ήταν πρόθυμος να βοηθήσει όποιον χρειαζόταν βοήθεια, γνωστούς και αγνώστους, νεομετανάστες, ανθρώπους που αντιμετώπιζαν δυσκολίες, είχε το δικό του τρόπο να είναι πάντα κοντά στη νεολαία και να γεφυρώνει το χάσμα.

Ο Γιώργος Κατσής γεννήθηκε στο Θραψίμι, ένα ορεινό χωριό της Καρδίτσας το 1937. Οι ιστορίες για τη ζωή του ξεκινάνε από την Κατοχή και τους Γερμανούς στο χωριό το οποίο υπεραγαπούσε. Λόγω των δύσκολων συνθηκών δεν κατάφερε να συνεχίσει το Γυμνάσιο, παρά την αγάπη του για τα Γράμματα.

Με την άλλη μεγάλη του αγάπη, όμως, τη σύζυγό του Γιούλα, επιβιβάστηκαν το 1970 στο πλοίο με προορισμό την Αυστραλία, μαζί με τον εξάχρονο Δημήτρη και την Κική «στην κοιλιά» προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.

Εγκαταστάθηκαν στο Oakleigh όπου και έζησαν όλη τους τη ζωή. Με τους άλλους Έλληνες και κοντοχωριανούς δημιούργησαν κουμπαριές, φιλίες, στενές σχέσεις αλληλοβοήθειας και υποστήριξης και πορεύτηκαν έτσι μέχρι τα γεράματά τους.

Αν και το αρχικό σχέδιο, όπως και των περισσοτέρων μεταναστών τότε, ήταν για πέντε χρόνια, έριξαν ρίζες και είδαν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους να μεγαλώνουν και να ευημερούν στη δεύτερη πατρίδα τους την Αυστραλία.

Ενεργός και μάχιμος σε πορείες, διαδηλώσεις αλλά και εκδηλώσεις. «Ζήσαμε καλά, ο κόσμος μάς εκτιμά και εμείς βοηθάμε όπως μπορούμε» είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξη στον «Νέο Κόσμο» όπου μάς μίλησε με αφορμή την ομοιότητά του με τον Charles Bronson.

Ως δραστήριος πολίτης και άνθρωπος της προσφοράς, υπηρέτησε Κοινότητες, πολιτιστικούς και αθλητικούς συλλόγους. Διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Καρδίτσας «Ο Καραϊσκάκης» και για την προσφορά του ανακηρύχθηκε Επίτιμος Πρόεδρος.

Συμμετείχε στον πρώτο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων, στο Ηughsdale Primary School όπου τα μισά παιδιά ήταν ελληνικής καταγωγής τότε.

Δούλεψε στην Repco και για χρόνια στη βαριά βιομηχανία της Μελβούρνης. Ήταν ενεργό μέλος της Ελληνικής Κοινότητας Oakleigh και ως εθελοντής πάντα συμμετείχε σε όλες τις δράσεις της από τα θεμέλια της εκκλησίας, ως νέος τότε, μέχρι επίτροπος τα τελευταία χρόνια.

Η τελευταία φορά που επισκέφτηκε την Ελλάδα ήταν πριν δύο χρόνια, σε ένα ταξίδι προσκύνημα όπου φρόντισε να δει και να χαιρετήσει όλους τους συγγενείς και αγαπημένους του φίλους.

Υπήρξαμε τυχεροί όσοι τον γνωρίσαμε από κοντά και ας αποτελέσει η προσφορά και η στάση ζωής του παράδειγμα για όλους μας. Η καλοσύνη του θα μείνει! Να είμαστε καλά να τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη.

Η κηδεία του θα γίνει την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου, στις 10.00 πμ. στον ιερό ναό Αγίων Αναργύρων Oakleigh.