ΤΟ ΕΧΩ δει από μέσα. Πριν από είκοσι δύο χρόνια, πατώντας σε χρησιμοποιημένες σύριγγες και σπασμένα τζάμια, ανέβηκα μια ξεχαρβαλωμένη σκάλα σε ένα ετοιμόρροπο, σκοτεινό κτίριο.
Ειλικρινά, αυτό δεν έμοιαζε με το καταφύγιο που είχαν υποσχεθεί στους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο, όπως θα έπρεπε να είναι. Μόλις είχα επιστρέψει από μια αποστολή με τους Missionaries of Charity στην Ινδία, με έστειλαν σε μια νέα υπηρεσία στο Asylum Seeker Resource Centre (Κέντρο Πόρων Αιτούντων Άσυλο), όχι μακριά από το δημόσιο νοσοκομείο όπου ήμουν ασκούμενη ογκολόγος.
Είχα αποφασίσει να αφιερώσω το απογευματινό μου ρεπό σε άτομα που είχαν μηδενική πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και περίμενα ότι θα αντιμετώπιζα εύκολα προβλήματα υγείας όπως η υπέρταση και το άσθμα. Αντ’ αυτού, η δεύτερη ασθενής μου ήταν μια ετοιμοθάνατη γυναίκα.
Όταν άκουσαν ότι μια γιατρός για τον καρκίνο βρισκόταν εκεί, τα παιδιά της την σήκωσαν από το κρεβάτι, την έβαλαν πάνω σε μια πλαστική καρέκλα και την ανέβασαν από τις ίδιες ξεχαρβαλωμένες σκάλες για να με συναντήσουν. Ο τρόπος που έσκυβε το σώμα της υποδήλωνε βασανιστικό πόνο και πιθανό κάταγμα ισχίου. Η οικογένεια ήταν απελπισμένη. Έμεινα άναυδη.

Κάλεσα το δημόσιο νοσοκομείο και εξήγησα την επείγουσα κατάσταση. Η λακωνική απάντηση «μην ενοχλείτε», ήταν ευθυγραμμισμένη με την πολιτική εκείνης της εποχής, σύμφωνα με την οποία τα άτομα χωρίς δικαίωμα Medicare δεν μπορούσαν να λάβουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ακούγοντας αυτή την ωμή άρνηση στο τηλέφωνο, η κόρη ξέσπασε σε κλάματα.
Νιώθοντας άρρωστη, απευθύνθηκα στον Κωνσταντίνο (Kon) Καραπαναγιωτίδη, ο οποίος είχε ξεκινήσει τη φιλανθρωπική οργάνωση πριν από μόλις λίγους μήνες στο πλαίσιο της εργασίας μια τάξης. Όταν είχαμε συναντηθεί, με είχε παροτρύνει να συμμετάσχω μαζί του σε μια δουλειά που θα ήταν «τροφή για την ψυχή». Πώς ήταν, λοιπόν, δυνατόν ο δεύτερος μόλις ασθενής μου να μου διαλύσει την ψυχή μου;
Ο Kon κι εγώ ήμασταν στα είκοσί μας. Αυτός δικηγόρος και κοινωνικός λειτουργός κι εγώ μια απλή γιατρός. Ήμασταν υπεραισιόδοξοι. Με λιγοστά χρήματα και χωρίς διασυνδέσεις, είχε ιδρύσει μια φιλανθρωπική οργάνωση για να βοηθά τους πρόσφυγες με συμπόνια και σεβασμό. Δεν μπορούσα να του δώσω ό,τι χρειαζόταν και τα αφεντικά μου, που δεν είχαν εντυπωσιαστεί, με προειδοποίησαν να παραμείνω στην «πραγματική» ιατρική. Αλλά δεν μπορούσα να παραβλέψω την ανθρωπιστική αποστολή του που με τράβηξε.
Δεν τον ήξερα ακόμα καλά και στεναχωριόμουν γιατί πίστευα ότι ο Kon θα έλεγε όχι στην ακριβή φροντίδα για έναν πρόσφυγα από τους πολλούς. Έπρεπε όμως να προσπαθήσω. Εξηγώντας του την επώδυνη καθημερινότητα που θα είχε η γυναίκα μέχρι το τέλος της, Του είπα ότι αν φιλοδοξούσε να θεραπεύσει πρόσφυγες, θα έπρεπε να φροντίσει και τους ετοιμοθάνατους. Δεν κατάλαβα ότι του έδινα ένα πρόβλημα που δεν ήταν καλά εξοπλισμένος να λύσει, αλλά αυτό που ακολούθησε έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου. Είπε, «Εσύ φρόντισέ την. Εγώ θα βρω τα λεφτά.» Τότε ήρθε η σειρά μου να κλάψω.
Για το υπόλοιπο της σύντομης ζωής της, συνέχισα να δοκιμάζω θεραπείες και η ασθενής συνέχιζε να λαμβάνει μορφίνη. Το κόστος ήταν τεράστιο και η δόση δεν ήταν ποτέ τόσο γενναιόδωρη όσο θα έπρεπε, επομένως, όπως ήταν αναμενόμενο, όταν η ασθενής έχασε τη μάχη, το κυρίαρχο συναίσθημα της κόρης της ήταν η ανακούφιση που η μητέρα της δεν θα χρειαζόταν άλλη μορφίνη. Μέχρι σήμερα, δεν ξέρω πώς το κάναμε.
Το ASRC δεν ήταν αναγνωρισμένο ακόμα τότε. Μέχρι σήμερα έχει συγκεντρώσει ένα τέταρτο του δισεκατομμυρίου δολαρίων χωρίς κρατική χρηματοδότηση, εξυπηρετεί αμέτρητους ευάλωτους ανθρώπους και έχει ανθρώπους με επιρροή που υποστηρίζουν τον σκοπό του. Από τις πρώτες μας εμπειρίες, ο Kon κι εγώ χτίσαμε μια αδιάκοπη φιλία όπου ανταλλάσσουμε προκλήσεις και δίνουμε ελπίδα ο ένας στον άλλον.
Αλλά σε κάθε βήμα που καταφέρνουμε να κάνουμε, αντιστοιχούν πολλές ακυρώσεις επειδή είναι σωματικά ή ψυχικά εξαντλημένος, πιέζει δωρητές, συγκεντρώνει χρήματα ή αντιμετωπίζει μια κρίση. Ωστόσο, όπως θα έλεγαν τα παιδιά μου, δεν πρέπει να είσαι «υπερευαίσθητος»! Έτσι, όταν μου έστειλε πρόσφατα μήνυμα γι’ αυτή την αναπόφευκτη αναβολή, δεν ένιωσα έκπληξη. Όμως αυτή τη φορά η «δικαιολογία» ήταν υπέροχη.
Το περασμένο Σάββατο, ο Κωνσταντίνος Καραπαναγιωτίδης ανακηρύχθηκε ο Μελβουρνιώτης της Χρονιάς για το 2023, ακολουθώντας τα χνάρια πολλών άλλων συμπολιτών μας που μας εμπνέουν.
Καθώς απολάμβανα αυτή την αναγνώριση έστω και καθυστερημένα, δεν μπορούσα να μην σκεφτώ τις θυσίες που απαιτούν οι τολμηρές προσπάθειες από αυτούς που τις ονειρεύονται. Το έχω δει από μέσα.
Ενώ η κοινωνία ωφελείται, το άτομο πληρώνει το τίμημα. Ο Kon έχει μιλήσει ανοιχτά για την επιτυχία που έρχεται σε βάρος της οικογένειας και των παιδιών, κάτι που συνήθως συνδέουμε με γυναίκες που έχουν παιδιά και παράλληλα ακολουθούν απαιτητικές σταδιοδρομίες. Το να εργάζεσαι ογδόντα ώρες εβδομάδες σε μία εγγενώς ανασφαλή θέση πρέπει να έχει τις επιπτώσεις του.
Στο βιβλίο του «Η Δύναμη της Ελπίδας», αναφέρει πώς το να είσαι «παντρεμένος» με μία ιερή αποστολή επιδρά αρνητικά στις προσωπικές σου σχέσεις. Ωστόσο, ακόμα και ο οραματιστής χρειάζεται αγάπη και συντροφικότητα για να συνεχίσει.
Ο Kon είναι επίσης ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της μητέρας του. Ο πατέρας του, που πέθανε νέος, υπήρξε και ο ίδιος ένας ταλαιπωρημένος εργάτης και αντικείμενο περιστασιακού ρατσισμού. Κι όμως, μια από τις εμπειρίες που ήταν καθοριστικές για τη ζωή του, ήταν ο χωρίς έλεος εκφοβισμός του γιου του στο σχολείο για το όνομα και την εμφάνισή του.
Η μητέρα του Kon, αξιοθαύμαστη, αποφασιστική, αν κι αυτή βίωσε συχνά την ταπείνωση, μεγάλωσε μόνη της δύο παιδιά. Η αλήθεια είναι πως κανένας από τους δύο γονείς δεν θα τολμούσε να φανταστεί πόσο ψηλά θα έφταναν τα παιδιά τους. (Η κόρη τους, Νόλα, είναι η πρώτη δικαστής του Νομαρχιακού Δικαστηρίου ελληνικής καταγωγής.)
Τα μεγάλα βραβεία δεν αλλάζουν τον χαρακτήρα μιας παλιάς φιλίας. Ωστόσο, ως παιδί μεταναστών γονέων, με συγκινεί βαθιά αυτή η τελευταία αναγνώριση. Αυτό δεν είναι ένα οποιοδήποτε βραβείο. Είναι ζωντανή απόδειξη ότι η πόλη που αποκαλείτε πατρίδα έχει μεγαλώσει μαζί σας και σήμερα, θαυμάζει την ηθική σας πυξίδα και γιορτάζει τις αξίες σας.
Η πόλη της Μελβούρνης έχει στρέψει το πρόσωπό της προς τη συμπόνια και την ανθρωπιά για τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο σε μια εποχή που ο κόσμος ταράζεται από προβλήματα. Πολλοί από εμάς που ζούμε σ’ αυτή την ωραία πόλη τους συμπονάμε και θέλουμε να δρούμε με καλές προθέσεις.
Το είδα από πρώτο χέρι όταν οι συνάδελφοί μου μού έδωσαν σιωπηλά δείγματα φαρμάκων και φάρμακα που τους είχαν μείνει για να αυξήσω το απόθεμα του ASRC. Μετά ήταν ο άνθρωπος που μάζευε λίγα από το περίσσευμα της σύνταξης κάθε μήνα για να μας στείλει μια δωρεά. Για να μην αναφέρουμε την καλοσύνη όσων φέρνουν τρόφιμα, είδη υγιεινής και προμήθειες για να αποκαταστήσουν λίγη αξιοπρέπεια στους ξένους. https://www.refugeeresourcehub.org.au/
Η Μελβούρνη προσφέρει πολλές ευκαιρίες για όσους είναι τυχεροί και έχουν το προνόμιο να ζουν εδώ. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος που ένα βραβείο σε έναν άνδρα μοιάζει με συλλογικό βραβείο.
*Η Δρ Ranjana Srivastava OAM είναι ογκολόγος της Μελβούρνης, υπότροφος Fulbright και βραβευμένη συγγραφέας. Είναι γνωστή για την ενεργό συμμετοχή της στην προώθηση της καλύτερης επικοινωνίας μεταξύ γιατρών και ασθενών και έχει γράψει εκτενώς για την υγειονομική περίθαλψη και την ιατρική δεοντολογία.
