Μπαίνοντας στα γραφεία του «Νέου Κόσμου» την Τρίτη το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν «βαριά». «Έφυγε και η Μαίρη», έλεγαν μεταξύ τους οι παλαιότεροι κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι. Ο λόγος για ένα από τα σημαντικότερα και παλαιότερα μέλη της οικογένειας του «Νέου Κόσμου», την Μαίρη Κλειδαρά.
«Η Μαίρη υπήρξε κυριολεκτικά στυλοβάτης της εφημερίδας. Ήταν στη διεύθυνση, στο λογιστήριο, στα πάντα», μου λέει ο αρχισυντάκτης του «Νέου Κόσμου», Σωτήρης Χατζημανώλης.
Η Μαίρη Κλειδαρά, εργάστηκε στην εφημερίδα από το 1971 έως το 1981 κι αυτά «ήταν τα ωραιότερα χρόνια της από επαγγελματικής άποψης», λέει η μοναχοκόρη της, Πόπη Χορν συγκινημένη.
«Η μητέρα μου ήρθε με τον πατέρα μου, Παναγιώτη Κλειδαρά, από την Αίγυπτο το 1950. Εκείνος εργάστηκε ως λογιστής στην General Motors κι εκείνη ως μοδίστρα σε εργοστάσιο παραγωγής στρατιωτικών στολών. Γύρω στο 1969 παραιτήθηκε κι άρχισε να διδάσκει σε ελληνικό σχολείο ενώ έκανε και διερμηνεία, ώσπου έπιασε δουλειά στον ‘Νέο Κόσμο’, όπου και παρέμεινε για δέκα χρόνια», λέει η κυρία Χορν.
Η Μαίρη Κλειδαρά, ήταν απόφοιτος Γυμνασίου κάτι πολύ σημαντικό για τα δεδομένα της εποχής της. Ήθελε πολύ να σπουδάσει, αλλά για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να μεταβεί μόνη της στην Ελλάδα, κάτι που δεν επέτρεψαν οι γονείς της.
«Η μητέρα μου ήταν άνθρωπος των γραμμάτων και του πνεύματος. Την ενδιέφεραν οι λέξεις. Γι’ αυτό και η δουλειά της στον ‘Νέο Κόσμο’ της έδινε τόση ικανοποίηση. Γιατί θεωρούσε ότι όλη της η μόρφωση εκεί έπιανε τόπο. Έτσι δούλευε πολύ σκληρά και το έκανε με κέφι».
Στα χρόνια της εδώ, η Μαίρη, ανέπτυξε ισχυρούς φιλικούς δεσμούς με τις οικογένειες των δημιουργών του «Νέου Κόσμου» Τάκη Γκόγκου και Νώντα Πεζάρου.
Συμβουλές δεν της άρεσε να δίνει, αλλά με τον τρόπο της περνούσε τα μηνύματά της στη μοναχοκόρη της. Όπως μοιράζεται μαζί μας η κα Πόπη, «κάθε φορά που περνούσαμε μπροστά από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, η μητέρα μου, μου έδειχνε το κτίριο και μου έλεγε με απόλυτα φυσικό και τάχα αδιάφορο ύφος: ‘να εδώ που θα πας’».
Η Μαίρη Κλειδαρά διέθετε εξαιρετική μνήμη. «Δεν είχε ατζέντα. Όλα τα ονόματα, τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις τα είχε στο μυαλό της. Είναι κρίμα που αυτό το μυαλό τα τελευταία χρόνια ‘χτυπήθηκε’ από άνοια», λέει η κα Πόπη.
«Ωστόσο», συνεχίζει, «διατήρησε το χιούμορ της μέχρι το τέλος, αστειευόμενη με τη νοσοκόμα της μέχρι και δυο μέρες πριν πετάξει για τη ‘γειτονιά των Αγγέλων’».
Τώρα, η Μαίρη Κλειδαρά, θα ξεφυλλίζει απρόσκοπτα τις σελίδες του «Νέου Κόσμου» της εφημερίδας για την οποία εργάστηκε σκληρά και που την αγάπησε σαν δεύτερο σπίτι της, θα αστειεύεται με τα ευτράπελα του κόσμου και θα καμαρώνει για κάθε κορίτσι, για κάθε νέο που θα διαβαίνει την πόρτα του Πανεπιστημίου.
Σε ευχαριστούμε, Μαίρη, για το πέρασμά σου από τη Γη κι από τον «Νέο Κόσμο».