ΜΙΑ από τις κορυφαίες ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που έγραψε τη δική της ιστορία, είναι αυτή που είπε ο Βασίλης Αυλωνίτης, πριν 70 σχεδόν χρόνια, στην ταινία “Η ωραία της Αθήνας”.

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για την χιλιοειπωμένη ατάκα “Ωρέ πού πάμε ρε, πού πάμε…”, που είπε ο Αυλωνίτης, που υποδυόταν τον ρόλο του Ζάχου Μαρκά (ενός λαμόγιου της εποχής) ως πρόεδρος του… ηθικοπλαστικού σωματείου ”Πνεύμα και Ηθική”…

ΣΤΟΝ Ζάχο, άφηνε μια μεγάλη κληρονομιά ένας θείος του, με την προϋπόθεση ότι θα την πάερει αφού παντρευτεί η άσχημη και μεγαλούτσικη σπιτονοικοκυρά του θείου του, ονόματι Αριστέα Καραμπίνη, το ρόλο της οποίας έπαιζε η Γεωργία Βασιλειάδου.

Κάποιος χριστιανός, θα αγανάκτησε με την πολιτική κορεκτίλα του Δήμου Stonington και είπε ο άνθρωπος να επαναφέρει σε ορισμένες πινακίδες τον παραδοσιακό εορτασμό των Χριστουγέννων. Άντε να δούμε πώς θα ξεμπερδέψουμε και μ’ αυτή την κορεκτίλα. Ειλικρινά πιστεύω, ότι δεν ενοχλεί την συντριπτική πλειοψηφία των αλλόθρησκων συμπολιτών μας, πώς γιορτάζουμε εμείς τα Χριστούγεννα, όπως και δε νοιάζει εμάς πώς γιορτάζουν οι βουδιστές ή οι μουσουλμάνοι τις δικές τους. Οι μόνοι και από αυτούς, που ενδεχομένως ενοχλούνται θα είναι όσοι έχουν φάει την πετριά της πολιτικής ορθότητας… Φωτογραφία: Supplied

Ο Ζάχος, προκειμένου να ξεφορτωθεί την… ωραία, προσπαθεί να την παντρέψει με έναν από τους δυο φτωχούς νοικάρηδές του, τον Νότη (Μίμη Φωτόπολο) ή τον Κοσμά (Νίκο Σταυρίδη) που του χρωστούν πολλά λεφτά και αρχικά αποδέχονται την πρότασή του.

ΤΟ τι εξοντωτικός αγώνας ακολουθεί μεταξύ των δυο υποψήφιων γαμπρών, να φορτώσει ο ένας στον άλλο την… ωραία, για τον διαμεσολαβητικό ρόλο του Ζάχου και πώς οι γαμπροί τον παγιδεύουν, είναι τα ρέστα της… ηθικής.

Η ταινία ήταν της Φίνος Φιλμ, γυρίστηκε το 1953, προβλήθηκε στους κινηματογράφους τον Μάρτη του 1954 και το σενάριο και η σκηνοθεσία ανήκουν στον μεγάλο Νίκο Τσιφόρο.

ΝΑ προσθέσω εδώ (για τους λίγους ενδιαφερόμενους) ότι στην ταινία αυτή, που συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων του Τσιφόρου, εμφανίστηκε για πρώτη φορά και η Γκέλυ Μαυροπούλου.

ΣΤΗΝ θρυλική αυτή ατάκα, αναφέρομαι για μια ακόμα φορά, προσπαθώντας να (ξανα)καταλάβω, που πάει τούτος ο κόσμος. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, το ερώτημα αυτό του Τσιφόρου, θα γίνει διαχρονικό, όπως έγινε και το “να ζει κανείς ή να μην ζει” του Σαίξπηρ.

ΜΕ δυό λόγια, τα πιο πάνω ερωτήματα είναι -και θα παραμείνουν-δύο από τα πολλά βασανιστικά ερωτήματα για το νόημα της ζωής, που συνοδεύσει τους ανθρώπους από τότε που άρχισαν να περπατούν και να σκέφτονται. Δηλαδή ψάξε, τρέξε, γύρευε…

ΚΑΙ δεν είναι μόνο ότι δεν καταλαβαίνω τον κόσμο, αλλά και δεν τον… προλαβαίνω! Αλλάζουν όλα (τεχνολογικά κυρίως), τόσο γρήγορα, που πάνω που λες ότι τα εμπέδωσες επιτέλους, κάτι αλλάζει πάλι και φτου από την αρχή…

Ο,ΤΙ άλλαζε πριν, κάθε δύο ή τρία χρόνια (και παλαιότερα κάθε 15 και 20) ώρα αλλάζει κάθε μήνα και άντε να προλάβεις να μάθεις και να προσαρμοστείς για να κάνεις τη δουλειά σου.

ΚΑΘΕ λίγο και λιγάκι, υπολογιστές, “έξυπνα” τηλέφωνα και όποια άλλη “έξυπνη” ηλεκτρονική συσκευή έχεις, σου ζητά… τεχνολογικές ασπιρίνες (αναβάθμιση), για να συνεχίσει να λειτουργεί ομαλά.

ΟΤΑΝ πριν ένα χρόνο επέστρεψα από την Ελλάδα, απέσυρα την εντολή από την τράπεζα να πληρώνει τους λογαριασμούς και ζήτησα από τις εταιρείες, να μου στέλνουν τους λογαριασμούς ταχυδρομικά.

ΠΑΡ’ ΟΤΙ δέχτηκαν με χίλια ζόρια, έκτοτε μετά κάθε λογαριασμό που μου στέλνουν, συνεχίζουν να με βομβαρδίζουν με μηνύματα, email και οδηγίες, να τους πληρώνω ηλεκτρονικά, αν και τους είπα ότι είμαι ψηφιακά αγράμματος.

Η ηλεκτρονική επικοινωνία έχει γίνει για μεγάλους και τεμπέληδες ανθρώπους σαν εμένα, ένας αγχώδης βραχνάς, ενώ ο ψηφιακός και διαφημιστικός βομβαρδισμός, μέσω κινητού, για το κάθε τι, σου ισοπεδώνει τη διάθεση να αντισταθείς. Και στο κάτω-κάτω, πόσα χρόνια να αντιστέκεσαι

ΜΠΡΟΣ στα… έξυπνα κινητά, που δεν σε αφήνουν να πάρεις ούτε μια μη διαφημιστική αναπνοή, οι διαφημίσεις των εμπορικών καναλιών (που κάποτε καταριόμαστε) μοιάζουν με καταφύγια λύτρωσης από τον καταστροφικό ψηφιακό καταναλωτισμό.

ΣΥΜΦΩΝΑ με μια πρόσφατη έρευνα, εταιρείες όπως η Google έχουν ανακαλύψει ότι όταν έχεις data σε τέτοια κλίμακα δεν χρειάζεσαι πλέον καμία θεωρία. Μπορείς απλώς να μετατρέπεις τους αριθμούς σε αλγορίθμους και να τους αφήνεις αυτούς να κάνουν προβλέψεις και λεφτά.

ΤΟ βασανιστικό FOMO (Fear Of Missing Out) σχετίζεται μ’ αυτόν τον βομβαρδισμό, τον οποίο, για να μπορέσoυμε να τον αντέξουμε, πρέπει, διανοητικά μιλώντας, να τρέχουμε ασταμάτητα.

ΓΙΑ να τα καταφέρουμε, πρέπει να αφήνουμε συνέχεια πράγματα πίσω μας. Πράγματα που ανακαλύπτουμε, που μας συγκινούν, πράγματα που μας γεμίζουν. Χωρίς ακριβώς να το καταλαβαίνουμε τα ξεχνάμε για να μπορέσουμε να πάμε αμέσως στο επόμενο και μετά ξανά στο επόμενο κ.ο.κ.

ΠΛΕΟΝ μιλάμε για έναν φρενήρη ψηφιακό καταναλωτισμό, όπου τίποτα δεν χωνεύεται και τα πάντα προσπερνιούνται αβασάνιστα, είτε πρόκειται για τα φονικά ενός σίριαλ κίλερ ή για σπάνιο έργο τέχνης.

ΑΣΕ με τη συνήθεια του σκρολαρίσματος, για να βρεις κάτι πιο… ενδιαφέρον, μπορεί να διαβάσεις ότι influencers στα… social (τα αποχωρητήρια του διαδικτύου) στέλνουν λουλούδια στον εαυτό τους και δεν ξεχνούν να γράψουν κάρτα, από τους ίδιους στον εαυτό τους!…

ΓΙΑ να καταλάβετε πώς λειτουργεί γενικότερα ο ξεσάλωτος καπιταλισμός, να προσθέσω στα γρήγορα ότι: ο αλγόριθμος είναι σχεδιασμένος έτσι, ώστε να μεγιστοποιεί την πιθανότητα ένας χρήστης του διαδικτύου να κάνει κλικ σε κάποιο προϊόν που του παρουσιάζεται στην οθόνη.

Ο αλγόριθμος, επίσης, καταφέρνει να μεταβάλλει τις προτιμήσεις του χρήστη, έτσι ώστε ο τελευταίος να γίνεται όλο και πιο προβλέψιμος. Ένας πιο προβλέψιμος χρήστης σημαίνει περισσότερα κέρδη, είτε οικονομικά είτε σε επίπεδο επιρροής (followers, influencers κ.λπ.).

ΤΟ καλύτερο… target group, είναι οι άνθρωποι με ακραίες πολιτικές ιδέες. Γιατί; Είναι πολύ προβλέψιμοι! Υπό αυτήν την έννοια, ο αλγόριθμος, μολονότι δεν είναι η τεχνητή νοημοσύνη της επιστημονικής φαντασίας, μαθαίνει πώς να τροποποιεί τη συνθήκη του περιβάλλοντός του. Και αυτό δεν είναι λίγο.

ΤΑ παρακάτω που θα διαβάσετε, είναι αφιερωμένα με αγάπη, στους εναπομείνοντες αναγνώστες παλιάς κοπής, που διάβαζαν τον “Νέο Κόσμο” και τις στήλες που έγραφα και στους λίγους που παραπονούνται, όταν βρισκόμαστε, ότι η εφημερίδα πια δεν είναι αυτή που ήταν άλλωστε.

ΒΕΒΑΙΩΣ έτσι ακριβώς είναι, άλλωστε, και εμείς οι ίδιοι έχουμε αλλάξει. Τίποτα δεν μένει ίδιο, ο κόσμος όλος άλλαξε, το κλίμα άλλαξε, οι γεύσεις που είχαμε συνηθίσει άλλαξαν, οι εποχές του χρόνου αλλάζουν και από κοντά οι εφημερίδες.

ΤΑ παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας (τηλεόραση, εφημερίδες) έχουν μετατοπιστεί δραστικά ως προς τι προκρίνουν ως δημοσιογραφικό θέμα. Με άλλα λόγια, ως δημοσιεύσιμη είδηση λογίζεται αυτό που προάγουν (με πολύ θόρυβο και περίσσια ανοησία) τα social media…

 

Πρώτη φορά συναντώ στη γειτονιά μου, μια ελίτσα να είναι στολισμένη για τα Χριστούγεννα. Ας είναι καλά ο γείτονας. Φωτογραφία: Supplied

ΑΥΤΑ με τη σειρά τους διαμορφώνονται με βάση τι «υπαγορεύει» ο αλγόριθμος. Και αυτό πια θεωρείται «κανονικό» ή, έστω, αναγκαίο κακό και κανείς πια δεν διαμαρτύρεται. Ντροπή…

ΟΙ μεγάλες πλατφόρμες εξουσιάζουν σχεδόν τα πάντα, δηλαδή, από το τι θα επιλέξει ο αλγόριθμος, για να δώσει τον βηματισμό στα social media, που είναι πια το πρώτο βιολί, της ψηφιακής καταναλωτικής ορχήστρας της κερδοφορίας.

ΟΙ πλατφόρμες, παρά τις… διαμαρτυρίες μας (για τα μάτια των… Δημοκρατιών μας) συγκεντρώνουν όλα τα δεδομένα μας, όλη δηλαδή την πληροφόρηση, την αυγατίζουν με τη βοήθεια των αλγορίθμων και τρώνε σαν πιράνχας ό,τι έχει απομείνει σε έναν μισοκατεστραμμένο πλανήτη.

ΚΑΙ τελειώνω με ένα ανεκδοτάκι:

Κάποτε λέει, μπήκαν σε ένα μεγάλο ενυδρείο πολλά ψαράκια και μερικά πιράνχας. Σχετικά σύντομα, τα πιράνχας έφαγαν όλα τα άλλα ψαράκια. Μετά, για να κατευνάσουν την πείνα τους, τα πιράνχας άρχισαν να τρώνε το ένα το άλλο. Μέχρι που το τελευταίο πέθανε από ασιτία…

Μπ. Στ.