ΟΙ ζωές και οι στιγμές μας από τις μεγάλες ή τις μικρές σε διάρκεια διαδρομές, από τις επαφές και τα παραλειπόμενα της αλληλοσύμπραξης, μάς άφησαν πληγές, χαρακιές στο εντός μας τοπίο… Μα όταν καταφέρνουν και ξεγλιστρούν τόσο γρήγορα, βιαστικά και, πολλές φορές, χωρίς να το καταλάβουμε στο τι ακριβώς έγινε, ότι, δηλαδή, τα γεγονότα έγιναν γι’ αυτόν ή τον άλλο λόγο, αλλά και στο πώς εξελίχθηκαν έτσι του χρόνου οι στροφές, οι σταγόνες και οι όποιες λεπτομέρειές τους σκάνε σαν βεγγαλικά, εμφανίζονται από κάποια πορτοπαράθυρα μιας μνήμης ή μιας αδυναμίας. Έτσι μάς έγινε νταλκάς ο ψίθυρος, μα και με τις εξομολογήσεις που ακόμη καίνε όταν έρχονται και οι μελωδίες και οι στίχοι κάποιων τραγουδιών, κυριολεκτικά ακινητοποιούν το σύμπαν μας τα ψυχοσωματικά μας κομμάτια, ταυτόχρονα όμως καταφέρνουν και να τα ταξιδεύουν.

Στο χρόνο τα ταξιδεύουν και εμείς, οι παρόντες με τους απουσιάζοντες -μα και αντιστρόφως- μπαίνουμε στη δίνη τους. Βγαίνει και το “αχ”, βγαίνει και ο νταλκάς. Χιλιόμετρα του μυαλού διανύουν τα ανθρώπινα έργα, τα χείλη, οι ματιές… από τις μελωδίες.

Και από τον Βορρά έως τον Νότο, μα και για τον ίδιο ανθρωπο που μιλάμε -μιλούν- μα και για τον ίδιο που ξενυχτάμε, έρχεται και η φωνή του Βασίλη Καρρά, η αναγνωρίσιμη και η στιβαρή, η λαϊκή, να σε βάλει στο ύψος, στο βάθος των περιστάσεων και σε μιας άλλης αμεσότητας τροχιά.

Τα νιώθεις και τα χορεύεις. Ακαριαία και φωναχτά και χωρίς περιπολίες μας συναντούν και οι πενιές και οι νότες τους.

“Δεν πάω πουθενά, πουθενά, εδώ θα μείνω” σου λένε τα λόγια της ψυχής τους/σου. Στην ηχώ του πουθενά σου το πάντα τους που δεν έχει τόπο φτιάχνει ένα άλλο σκηνικό.

Από τον Βορρά μέχρι τον Νότο και η νύχτα η ξελογιάστρα, η όμορφη, η όπως αλλιώς, τονίζεται, βάφεται αλλά και την ταλανίζει η φωνή του, θα είναι παντού και σε αυτές τις εντός μας στροφές ψυχής θα κάνει ένα ακόμη παιγνίδι συμπόρευσης.

Ήταν και θα ‘ναι ο Βασίλης Καρράς – τραγουδοποιός μεγάλος σε αυτές τις διαδρομές των τεριρέμ και των φυγών ψυχής. Μια κατηγορία, ένα φαινόμενο, ένα μπεστσέλερ άγραφης και γραπτής μνήμης ζωής. Είχε μπει και στο Βιβλίο Γκίνες για μια συναυλία του στη Βουλγαρία που γέμισε ο χώρος της με πολλές χιλιάδες κόσμο και άλλους τόσους απ’ έξω.

Παρεπιπτόντως, σε αρκετά εορταστικά προγράμματα της ελληνικής τιβούλας, έδινε το παρών, ξεσηκώνοντας και τους προσκεκλημένους μα και τους τηλεθεατές και με το μέταλλο της φωνής του στα δικά του αλλά και σε άλλων συνθετών τραγούδια τα πήγαινε -και μας πήγαινε- εκεί που αυτός τα ένιωθε. Σαφής και αληθινός.

Κάπως με αυτόν τον τρόπο πάνε αυτά τα ταξίδια.

Γιατί ο νταλκάς, ο καημός και η καψούρα έχουν από αυτές τις πινελιές χρώματα για να φτιάξουν την όλη εικόνα του τραγουδιού. Μια, δε, ζωντανή εικόνα, σε ένα τώρα που συνεχώς γεμίζει και δομείται από τις πληγές και τα γιατί μας, μα και από τα άλλοθι, αλλά και πάρτα όλα ό,τι θυμίζει το χθες ισορροπείται, σε ανεβάζει στην κλίμακα των συγκινήσεων, στα τραπέζια, στου νταλκά το σύμπαν και στη μέθεξη.

Και στην κοψιά, στην απουσία η καψούρα και όποια αλητεία της, ανοίγει τα πανιά της. Μα και η αγάπη που μόνο διεκδικείται και δεν παρέχεται, πιθανόν αυτόνομα μα και ακαριαία, αλλά κυρίως και πιο συγκεκριμένα ως πάλη και ως συναίσθημα αποδοχής ό,τι κάπου αλλού είναι από δω και πέρα το ταξίδι των δύο προσώπων της ιστορίας και του μύθου των στροφών είναι ένα αφήγημα. Και όχι μόνο…

Είναι βίωμα, είναι εμπειρία, μα και γραφτό στο σώμα, αλλά και μονόλογος στο… “λέγε ό,τι θες λέγε” τους μια μεγάλη αγάπη.

Στο αιώνιο νταραβέρι των δύο ψυχών, στο θηλυκό με το αρσενικό των δύο σωμάτων που, ναι μεν, ήταν ένα το αυτό, αλλά αργότερα έγιναν στην πορεία της ζωής μονάδες και μνήμες σαν ξεκολλημένα αυτοκόλλητα, γυροφέρνουν αυτά τα λαϊκά μονοπάτια των στίχων.

Αποτελεί ένα μόνιμο ή ένα από μόνιμα θέματα και θεματική του λαϊκού μας τραγουδιού εδώ και δεκαετίες και έχει υμνηθεί και τραγουδηθεί πολλάκις φορές.

Στη γραμμή, στο πεδίο, στο κάδρο του χώρια τους, η κλίμακα των συγκινήσεών τους ορίζει, καθορίζει το πάθος, μα και το όποιο παντού μας.

Και σε ένα “άστην να λέει” κι “εσύ δακρύζεις και αφού δεν έμαθε ποτέ της να αγαπά και είναι μόνη, μα και που δεν έμαθε ποτέ της να πονά και σε πληγώνει”, θα ‘ρχεται ως υπενθύμιση και ανάμνηση από λόγια γνώριμα του Εγώ με το Εσύ, του Εμείς, του μαζί και του χώρια, να σε βάλουν στο παιγνίδι και στην πίστα των συγκινήσεων, μα και στα γνωστά πατώματα μνήμης και παραπόνων που επιφέρουν αυτές οι καταστάσεις και στο πώς τις διαχειρίζεσαι, τις αποσυμπιέζεις – με τον δικό σου βέβαια τρόπο μεν, αλλά και στην στιχοπλοκία και στο ρυθμό της μελωδίας που σαν αεράκι και μυρωδιά έρχονται σε πολύ κοντινό πλάνο καρδιάς τότε κάπως και η καψούρα και τα άλλα λαϊκά της ντέρτια και συνάφια της κάνουν την δουλειά τους και σαν μια καλή παρέα της στιγμής ζουν την αλήθεια τους.

Δεν νομίζω κάποιος/α, όπους Γης, πάροικος, νέος ηλικιωμένος, να μην έχει συγοψιθυρίσει ή νταλκαδιαστεί με και από τα τραγούδια του Βασίλη Καρρά.

Θα μείνουν, λοιπόν, τα τραγούδια του, θα μείνουν οι μυρωδιές και οι σωροί από τα γαρύφαλα στις πίστες που τα τραγούδησε και ήταν ένα με το κοινό που τα λάτρευε και τον αποθέωνε. Μα και θα μείνουν και δεν θα πάνε πουθενά και οι νύχτες οι ξελογιάστρες, αφού έγιναν εν δυνάμει κομμάτια, στιγμές, ματιές, ταξίδια από και για τις νύχτες και τις ημέρες μας.