Πλημμύρισε από αγάπη το σπίτι του συμπάροικου Νίκου Τσιλιμινγκού (Nicholas Mingos) στο Bentleigh East της Μελβούρνης, καθώς οι συγγενείς του συγκεντρώθηκαν εκεί πρόσφατα για να γιορτάσουν ένα ακόμα ξεχωριστό ορόσημο στη ζωή του: Τα 100ά του γενέθλια.
Θερμές αγκαλιές, πλατιά χαμόγελα, εγκάρδιες συζητήσεις. Και πολλά τηλέφωνα από κάθε γωνιά της Αυστραλίας για ευχές (στην Ελλάδα δεν είχαν ξυπνήσει ακόμα).
Αληθινά όμορφες στιγμές, γεμάτες κέφι με τον κ. Νίκο να τις απολαμβάνει βαθιά συγκινημένος, με την ψυχή του.

Την ίδια νεανική ψυχή, όπως τότε δεκαετίες πριν στο νησί του τη Λήμνο, διασκέδαζε στο χωριό του τον Κοντιά ως νέος, ερωτοχτυπημένος, περιπετειώδης, αλλά και προκομμένος επαγγελματίας αργότερα. Γνωστός σε όλη την πιάτσα στον τόπο του, αλλά μέχρι και στην Αθήνα όπου είχε ανοίξει δουλειές.
Μία ψυχή ανέμελη που τη σημάδεψε ωστόσο παντοτινά η εμπειρία του Εμφυλίου, στον οποίο πολέμησε -συχνά στην πρώτη γραμμή- από το 1947 έως το 1949. Γλίτωσε τον θάνατο παρά… μία καραβάνα -όπου χτύπησε η σφαίρα αντί στο σώμα του- ενώ σύμφωνα με τον ίδιο τον προστάτευσε και το σταυρουδάκι που είχε πάντα επάνω του, το οποίο τίμησε, όπως αφηγείται, και αυτό φαίνεται πως έκανε το θαύμα του.
Έπειτα από τα «μαύρα» αυτά χρόνια του Εμφυλίου, ο κ. Νίκος αν και είχε δημιουργήσει μία καλή ζωή στη Λήμνο, για χάρη της… ηλεκτρικής σκούπας αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Δε σταμάτησε ποτέ να εργάζεται σκληρά. Ακόμα και αφού βγήκε στη σύνταξη. Κυνήγησε την τύχη του, και αυτή -καθώς ως γνωστόν συχνά βοηθά τους τολμηρούς- του χαμογέλασε. Όχι μόνο μία φορά μάλιστα.
Το μεγαλύτερο «λαχείο» όμως το είχε ήδη κερδίσει από καιρό. Την καρδιά της πολυτιμότερης «συμμάχου» στη ζωή του, της συζύγου του για 70 και πλέον χρόνια, Ασημένιας (Ασημίνα, το γένος Βουλγαράκη), η οποία δυστυχώς δεν ήταν στο πλευρό του για να γιορτάσουν και τα 100 του χρόνια καθώς απεβίωσε τον Μάιο του 2023, στα 98 της η ίδια.
Ήταν όμως δίπλα του τα παιδιά του, Γιάννης και Κώστας, τα εγγόνια του (Νίκος, Ασημούλα -Jasmin- και Νίκος, Αλεξία) και πολλοί-πολλοί συγγενείς. Μεταξύ αυτών τα πολυαγαπημένα του αδέρφια. Το αίμα του, αλλά και η παρέα του όλα αυτά τα χρόνια. Μαζί τους, εκτός άλλων έχει να μοιράζεται και το γερό DNA του πατέρα τους, Μικρασιάτη -Ρεϊζντεριανού- Γιάννη, ο οποίος «έφυγε» στα 106 χρόνια του (σύμφωνα με τα «χαρτιά» μεγαλύτερος ακόμα -108- σύμφωνα με τις μνήμες των παιδιών του).
Βλέπετε εκτός του μεγάλου αδερφού, Νίκου που 100άρησε (γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1924), ο δεύτερος στη σειρά, Βασίλης έκλεισε τα 97 του χρόνια το περασμένο Σάββατο (γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1927).

Ο τρίτος, ο Παναγιώτης είναι στα 93 του (γεννηθείς το 1931) και ο «Βενιαμίν», ο Χρήστος που βαδίζει στα 82 του αισίως (γεννηθείς το 1942). Μόνο ο γεννημένος το 1938 Δημήτρης (ή Δημητρός) έλλειπε, καθώς βρίσκεται στην Ελλάδα, όπου ζει με τη σύζυγό του από τα τέλη του ’70 όταν και επέστρεψαν από την Αυστραλία.
Πιθανόν και να κατέχουν κάποιο άτυπο ρεκόρ -παροικιακό ή παναυστραλιανό- για τα πέντε αδέρφια με τα περισσότερα χρόνια ζωής σε σύνολο. Το σίγουρο είναι πως η ευχή «να τα εκατοστήσεις» μόνο πρέπουσα δεν τους είναι. «Καλά να είμαστε μπορείς να μας ευχηθείς. Υγεία, το πιο πολύτιμο αγαθό!», σχολίασαν οι ίδιοι σε συνομιλία τους με τον «Νέο Κόσμο» που ήταν επίσης «παρών».
Έφτασε η ώρα ο κ. Νίκος να σβήσει την τούρτα με τα «100» κεράκια. Τι επίτευγμα! «Κοίτα ολόκληρο ‘100’. Ποιος θα το πίστευε…», είπε ο ίδιος χαρούμενος, έχοντας τα μέλη της οικογένειάς του γύρω του (παρόντες και κάποιοι γείτονες που τον ξέρουν δεκαετίες τώρα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 που μετακόμισε στο Bentleigh East).
«Θέλω να ευχαριστήσω τα παιδιά μου, τον Κώστα και τον Γιάννη, τα εγγόνια μου, που με κρατήσαν μέχρι τώρα στα 100 μου χρόνια! (η φωνή του σπάει από συγκίνηση). Όλα τα αδέρφια και τους συγγενείς. Να είναι καλά όλοι τους και τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου! Σας ευχαριστώ πολύ».

100 ΧΡΟΝΙΑ ΖΩΗΣ
Ήταν η δεύτερη φορά, μέσα σε λίγες ημέρες, που ο κ. Νίκος μας άνοιξε με εγκαρδιότητα το σπίτι του. Ήταν την περασμένη εβδομάδα, έχοντας στόχο να εκμαιεύσουμε το… μυστικό της μακροζωΐας του, ζητήσαμε να τον συναντήσουμε. Δεν μας το αρνήθηκε.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι είχαμε καλό «μέσο», την αδυναμία του, τον μικρό του αδερφό Χρήστο (Chris Mingos), ο οποίος το 2015 είχε μιλήσει στον «Νέο Κόσμο» για τους αρχικούς πυλώνες της οικογένειάς τους, τους γονείς τους, Γιάννη και Γεωργία (Γιωργίτσα ως Μικρασιάτισσα επίσης).
Ο Νίκος Μίνγκος μας υποδέχθηκε στο καθιστικό με μία θερμή χειραψία και αντί να ξεκινήσουμε εμείς τις ερωτήσεις για τη συνέντευξη, είχε εκείνος μία πρώτα για εμάς. Σαν ένα τεστ χαρακτήρα θαρρείς: «Από ποιο χωριό είσαι;».
Η απάντησή μας (δε χρειάζεται λεπτομέρειες για το πόση ώρα μιλούσαμε επί τούτου καθώς όλοι οι συμπάροικοι γνωρίζουν τι συμβαίνει όταν συναντάς για πρώτη φορά έναν άνθρωπο από τον τόπο σου στην άλλη άκρη της Γης) τον ευχαρίστησε. Φάνηκε κιόλας να τον ταξιδεύει σε μέρη, αλλά και σε πρόσωπα γνώριμα.
Χαμογέλασε και σηκώθηκε από την αναπαυτική πολυθρόνα του και μας προσκάλεσε να περάσουμε στο τραπέζι της κουζίνας. Μαζί μας ο γιος του, Κώστας και βέβαια ο κ. Χρήστος, η «εγκυκλοπαίδεια» της οικογένειας.
Εκεί μας «περίμεναν» συγχαρητήριες επιστολές για τη συμπλήρωση των 100 του χρόνων (από τον βασιλιά Κάρολο και τη βασίλισσα Καμίλα, τον κυβερνήτη της Αυστραλίας, τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας, την πρωθυπουργό της Βικτώριας, την υπουργό Εσωτερικών), ευχετήριες κάρτες συγγενών και φίλων με το επιβλητικό «100» εμπρός, ασπρόμαυρες φωτογραφίες μίας άλλη εποχής, αλλά και νεότερες με παιδιά και εγγόνια.
Σύντομα ο κ. Νίκος μας παρέσυρε σε ένα… τσουνάμι αναμνήσεων.
ΠΑΙΔΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Ο κ. Νίκος γεννήθηκε μόλις δύο χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι γονείς του είχαν βρει, μετά από πολλές και ζοφερές περιπέτειες, καταφύγιο στο χωριό Κοντιάς της Λήμνου. Είχαν ήδη χάσει ένα παιδί (η αείμνηστη Γιωργίτσα για να γλιτώσει από τα χέρια των Τούρκων «όταν ξέσπασε το κακό» έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι έχοντας στα χέρια της τον ενός έτους γιο τους. Εκείνη κατάφερε να επιβιώσει. Το παιδί όχι, όπως είχε αφηγηθεί ο κ. Χρήστος).
Στη Λήμνο το 1924 ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες των ANZAC (των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών που πολέμησαν στη μάχη της Καλλίπολης) και ο κ. Νίκος, όπως μας είπε, θυμάται μεγαλώνοντας να λένε ιστορίες για τους χιλιάδες στρατιώτες από την άλλη άκρη της Γης. Πού να ήξερε ότι περίπου 35 χρόνια μετά ο τόπος τους θα γινόταν η δεύτερή του πατρίδα.
Όσο για την πρώτη, ιδιαίτερή του, πατρίδα; «Αχ, η Λήμνος, το ωραιότερο νησί του Αιγαίου» θα πει. «Να γράψω της Ελλάδας;», σχολιάσαμε και τον κάναμε να χαμογελάσει με νόημα. Καταλάβαμε ότι δεν έκανε κάποια «σύγκριση» στο μυαλό του, αλλά επρόκειτο για μία βαθιά, ανίατη, νοσταλγία. Αυτή που τυραννά κάθε μετανάστη για τον τόπο που μεγάλωσε, τα πρόσωπα, τις μυρωδιές… τη ζωή που άφησε πίσω. Για κάθε συμπάροικο η δική του ιδιαίτερη πατρίδα είναι η πιο όμορφη και συγκρίσεις προφανώς και δε χωράνε.

ΔΟΥΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
«Μόλις έγινα 12 χρόνων, ο πατέρας μου με πήγε στη Μύρινα (την πρωτεύουσα του νησιού). Σε ένα μαγαζί, που λεγότανε Δαρδανόπουλος. Ήταν παντοπωλείο. Δούλεψα περίπου ένα χρόνο».
«Εγώ ήθελα να γίνω σιδεράς. Στου Ρούσσου, στο χωριό, δούλεψα 3 μέρες. Δε με άφησε η μάνα μου να ξαναπάω γιατί δεν της άρεσε που λερωνόμουν, με τα κάρβουνα και όλα τα εργαλεία εκεί».
«Μετά έγινα ράφτης. Έμαθα την τέχνη στο χωριό μέσα, από έναν φίλο τον Βαγγέλη. Το επώνυμο; Λεοντίδης! κοίτα που το θυμάμαι».
Οι δυσκολίες πολλές, αλλά υπήρχε πάντα διάθεση για διασκέδαση:
«Είχα έναν φίλο, τον Γιώργο (Γιαννάκης στο επώνυμο, ή πιο γνωστός ως «Γιώργαρος» στους ντόπιους), γυρίζαμε βόλτες μέσα στα στενά του χωριού. Ήταν ένα χρόνο πιο μεγάλος από εμένα (πέθανε πέρυσι). Τα βράδια βγαίναμε στο χωριό με τραγούδι και… τα πίναμε και λιγάκι».
Παρά τις δυσκολίες, ήταν ανέμελα χρόνια με αγάπη και αλληλεγγύη.
Ο κ. Νίκος ήταν 16 χρόνων όταν ξεκίνησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος το 1940. Ακολούθησε η γερμανική κατοχή στο νησί το 1941. Χρόνια «ζόρικα».
«Έμαθα τα Γερμανικά απταίστως και απορώ με τον εαυτό μου, πώς και δεν θυμάμαι μια λέξη τώρα…».
«Ήμουν με τον μπάρμπα Σταύρο τον Καλομοίρα(η), που ήταν μάγειρας και εγώ βοηθός. Ήταν οι Γερμανοί μέσα στο σχολείο (του Κοντιά) τότε και είχε μαγειρείο δίπλα. Ερχότανε και από άλλα χωριά για να πάρουν φαγητό (συσσίτιο)».
«Θυμάμαι μόλις φύγανε οι Γερμανοί (από τη Λήμνο το ’44), είχα αυτόν τον φίλο που σου λέω (τον Γιώργαρο), ήταν ψαράς … Πήγαμε στον Άγιο Αντώνιο (σε κοντινό χωριό με τη βάρκα). Είχαν αφήσει οι Γερμανοί σιδερένια παλούκια και ερχόταν οι τσιγγάνοι και τα αγοράζανε (σαν παλιοσίδερα). Γεμώσαμε τη βάρκα και τα πουλήσαμε 2.500 δρχ.».
Μεγάλο ποσό για την εποχή. «Τα ‘φάγαμε’ σε ένα βράδυ», λέει ο κ. Νίκος και χαμογελάει. «Χορεύαμε, πίναμε και τα πιο πολλά λεφτά μας τα πήρανε τα όργανα. Πετούσαμε λεφτά, τζάμπα, ντρέπομαι που το λέω».
ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ
Κλήθηκε στον Στρατό κατά τον Εμφύλιο. Υπηρέτησε από το 1947 «έως κοντά στο ’49», θυμάται.
«Με έστειλαν να εκπαιδευτώ στην Κρήτη … Με είχαν για ναύτη, αλλά τελευταία ώρα ήταν ένας ενωματάρχης … Είχε μία φιλενάδα, αλλά του την ‘έκλεψα’».
«Για εκδίκηση, με έβγαλε από τα Ναυτικά ο κιαρατούκλης και με έστειλε στα Πεζικά. Μετά την εκπαίδευση με στείλαν επάνω στην Ξάνθη, στον Εχίνο».
«Για να σου πω τι τράβηξα (στον Εμφύλιο), θέλει μέρες ολόκληρες … είναι τόσο πολλά, που με πιάνει τρέλα καμμιά φορά μόλις τα θυμηθώ».
«Στην Ξάνθη με έριξαν στο Τάγμα 556. Ήταν Εφεδρικό. Όπου χτυπούσαν οι αντάρτες, πηγαίναμε. Στη Βέροια, στη Νάουσα, στο Μπέλλες…».
«Ήμασταν στον Λαγκαδά. Απέναντι είναι το Μπέλλες και τα Οχυρά του Μεταξά. Είχαμε πληροφορίες ότι ο Καπετάν Μαύρος με τους αντάρτες τους ήταν να μετακινηθούν. Εμείς από τη μία (πλευρά), χωροφύλακες από την άλλη. Και περιμέναμε να περάσουν ανάμεσά μας. Αλλά είχε και αυτός δικές του πληροφορίες. Πέρασε απ’ αλλού και ανέβηκαν πάνω στο Μπέλες».
«Ήταν νύχτα. Είχαμε διαταγή όταν καπνίζουμε να βάζουμε το τσιγάρο μέσα στην κάνη για να μη φαίνεται η φωτιά. Αλλά ένας από τον δικό μας Λόχο άναψε τσιγάρο (χωρίς να το κρύψει). Το πήρανε χαμπάρι οι χωροφυλάκοι (νόμιζαν ότι ήταν οι αντάρτες που περνούσαν) και άρχισαν οι πυροβολισμοί. Σκοτωθήκαν πολλοί (δεν ήξερε η μία πλευρά ότι πυροβολούσε την άλλη)».
«Τους πήραμε φαλάγγι. Σκοτάδι. Όπως έτρεχαν τους πέφταν τα καπέλα τους. Βλέπουμε κάτω καπέλα της Χωροφυλακής. ‘Εεεε τι γίνεται εδώ’, φώναξε κάποιος. Πετάξανε φωτοβολίδες (είδαμε ότι είμαστε στην ίδια πλευρά) και σμίξαμε».
«Στρατοπεδεύσαμε στον Λαγκαδά … Όταν φεύγανε οι αντάρτες για το Μπέλλες, οι πιο πολλοί είχαν κρυοπαγήματα. Ήταν χειμώνας του ’48. Μας λέει ο Λοχαγός θα ψάξετε να βρείτε αυτούς που έμειναν πίσω. Βγήκε μία Διμοιρία … Εγώ πήγα και έπιασα μια ρεματιά, αλλά δεν είχε νερό … Ήμουν οπλοπολυβολητής, κουβαλούσα το όπλο, 12 -15 κιλά στην πλάτη 2,5 χρόνια».
«Είχα απομακρυνθεί από τον στρατώνα κοντά στο χιλιόμετρο. Είχε μία συκιά. Ήταν ένας αντάρτης εκεί…», θυμάται ο κ. Νίκος και η φωνή του «σπάει» προμηνύωντας πως η ανάμνηση μόνο ευχάριστη δεν είναι.
«Μόλις πήγα κοντά, σηκώνει τα χέρια και μου λέει ‘σύντροφε’. ‘Σύντροφοι’ ήταν οι κουμμουνιστές, ‘συναγωνιστές’ οι στρατιώτες. Ήταν ένας άντρας 42 χρόνων. Μου είπε ότι είχε παιδί που ήταν στρατιώτης. Εμάς, οι αντάρτες μας λέγανε, με συγχωρείς, για τη φράση ‘κ…λόπαιδα της Φρειδερίκης’. Ήρθε κοντά. Το πρώτο που μου ζήτησε: ‘Τσιγάρο’. Άνοιξα το πακέτο και πήρε δύο. Τα έβαλε και τα δύο στο στόμα του. Φορούσε τσαρούχια και το ένα το μισό ήταν με πανιά τυλιγμένο, γι’ αυτό δεν μπορούσε να περπατήσει (είχε χιόνια). Τον πήρα και πάμε…».
«Στον δρόμο με έλεγε ‘σύντροφε’. Του λέω ‘φίλε, μην τυχόν και ξαναπείς το σύντροφε, γιατί εκεί που θα πάμε και θα σε παραδώσω, δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί’. Φτάσαμε στον στρατώνα … Είχαμε έναν Επιλοχία … ήταν ένα αγρίμι … είχαν φέρει και άλλους (αντάρτες) … Πήγε κοντά (σε αυτόν που παρέδωσα εγώ) ο Επιλοχίας. Και του λέει: ‘Ποιος είσαι εσύ;’ ‘Σύντροφε είμαι…’, δεν πρόλαβε να πει δεύτερη κουβέντα…».
«Πέρασα πολλά στον Στρατό … Είχα μία θεία στη Λήμνο, την Κυριακίτσα (αδερφή της μητέρας μας), και μου έπλεξε μία φανέλα, να μου τη στείλει για το κρύο. Τότε, στα χωριά πηγαίνανε καλόγεροι και είχαν και κάτι σταυρουδάκια και τα δίνανε στις γυναίκες. Η θεία μου αυτή, της έδωσε ένα ο καλόγερος και της είπε: ‘Προσέξτε το αυτό του σταυρουδάκι είναι από του Τιμίο Ξύλου του Χριστού’».
«Έτσι λέγανε, ούτε τα πιστεύω αυτά. Αλλά άμα, το σταυρουδάκι αυτό το τιμήσεις, μπορεί μέσα στο μυαλό σου να λες ότι είναι Τίμιο Ξύλο. Και έτσι και έγινε μου φαίνεται».
«Μου στέλνει τη φανέλα, μια πράσινη ήταν, και έβαλε το σταυρουδάκι, κάτω απ’ τη μασχάλη με μία παραμάνα … Τη φορούσα. Παίρνουμε διαταγή να ανέβουμε στο Μπέλλες, να ανακαταλάβουμε τα Οχυρά από τους αντάρτες. Δεν μπορούσαμε αρχικά. Οπισθοχώρησε ο Λόχος μέσα στον κάμπο».
«Αφού οπισθοχωρούσαμε, ‘σφυρίζανε’ οι σφαίρες (γύρω μας). Φοβόμαστε, αλλά ήμασταν και μακριά. Ίσως δεν είχαν αρκετή δύναμη να μας σκοτώσουν…».
«Άμα φύγαμε από εκεί … πήγαμε σε ένα άλλο βουνό. Μας είπε ο Λοχαγός να ξεκουραστούμε … Είχαμε και τα σακκίδια καθώς πέρναμε για 4 – 5 ημέρες ξηρά τροφή και μια καραβάνα. Όποτε σταματούσαμε κάπου, τρώγαμε σε αυτήν».
«Έβγαλα μία κονσέρβα, αλλά ήθελα και ψωμί. Βγάζω την καραβάνα που είχε και το ψωμί και ήταν μέσα μία σφαίρα. Τρέμω που το λέω. Η σφαίρα βρήκε την καραβάνα και το ψωμί … αυτό το σταυρουδάκι δεν το έβγαλα από πάνω μου ποτέ … εγώ το τίμησα».
Από τον Εμφύλιο, λίγο πριν απολυθεί θυμάται και την βασίλισσα Φρειδερική, η οποία του έβαλε η ίδια ένα παράσημο στο στήθος για την ανακατάληψη της Νάουσας, η οποία αποδείχθηκε ζόρικη στην αρχή.
«Κάναμε γιουρούσι, αλλά δεν μπορέσαμε (να προχωρήσουμε πολύ). Η Νάουσα είναι στους πρόποδες και πίσω είναι όλο κάμπος … Ο Στρατός οπισθοχώρησε … αλλά εγώ και οι άλλοι δύο δεν προλάβαμε».
«Πέσαμε σε ένα ρυάκι με νερό τρεχούμενο, για να γλυτώσουμε από τις σφαίρες που ‘σφύριζαν’ από πάνω. Είμαστε μέσα στο νερό. Απ’ το πρωί. Μέχρι το βράδυ. Ευτυχώς δεν ήταν καταχείμωνο. Άμα νύχτωσε μπορέσαμε και φυγαμε. Γιατί έτσι και κάναμε το κεφάλι μας επάνω (τη μέρα): ‘μπαμ, μπαμ, μπαμ…’».
«Γυρίσαμε πίσω. Ξανακάναμε γιουρούσι για να πάρουμε τη Νάουσα. Αλλά πριν πάμε … οι αντάρτες είχαν μαζέψει όλα τα παιδιά … Το παιδομάζωμα που λένε, εγώ το έζησα … Ανέβηκαν πάνω στο Βέρμιο και φύγανε. Και μετά μπήκαμε εμείς».
«Και όταν πέρασαν 10-15-20 ημέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς, ήρθε η βασίλισσα με τη φρουρά της και μας παρασημοφόρησε. Η ίδια ήρθε και μου έβαλε έναν Σταυρό (παράσημο) στο στήθος μου. Τον Σταυρό τον έφερα εδώ, αλλά με τις μετακομίσεις που είχα στα Milk Bar τον έχασα. Αλλά τον έχω σε φωτογραφία».

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ
Απολύθηκε από τον Ελληνικό Στρατό το 1949 και γύρισε στη Λήμνο, θέλοντας να αφήσει πίσω του τη φρίκη του Εμφυλίου.
Εκεί τον περίμεναν οι γονείς του και τα τέσσερια αδέρφια του. Να σημειωθεί πως η οικογένεια, εκτός το πρώτο παιδί που έχασε το 1922 (το όνομα του οποίου πήρε ο κ. Νίκος), θρήνησε επίσης την μόλις 40 ημερών Φωτεινούλα (το 1933) και τη Μαργαρίτα που πέθανε 7 χρόνων (είχε γεννηθεί το 1935).
«Τούτο εδώ δούλευε», λέει ο κ. Νίκος δείχνοντας το μυαλό του, ενθυμούμενος την επιστροφή στον τόπο του.
«Έγινα παραγγελιοδόχος. Αθήνα – Λήμνο, Λήμνο – Αθήνα. Κάθε εβδομάδα. Μία εβδομάδα Αθήνα, μία εβδομάδα Λήμνο».
«Τα καράβια στη Λήμνο -ανέφερε- δεν ήτανε το λιμάνι όπως είναι τώρα. Όλα τα εμπορεύματα (και οι επιβάτες) βγαίναν έξω (και γύριζαν στο λιμάνι) με βάρκες».
«Τότε το νησί είχε 36 χωριά. Αυτά εγώ τα γύριζα όλα με το ποδήλατο. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στη Λήμνο, ήταν τότε 3 ταξιά μονάχα. Γύριζα στα χωριά, στα μαγαζιά έπαιρνα παραγγελίες και πήγαινα (με το καράβι) στον Πειραιά και στην Αθήνα. Ψώνιζα για τα μαγαζιά και τα πήγαινα στη Λήμνο».
«Όταν γύριζα στη Μύρινα έπαιρνα ένα φορτηγό και τα έκανα διανομή. Πληρωνόμουν με ποσοστά στο τιμολόγιο. Πληρωνόμουν 5%, 10%. Προπάντως αν ήταν φάρμακα, ε, έπαιρνα πιο πολλά».
«Όλη η πιάτσα με ήξερε και με αγαπούσε. Τότε δε λεγόμουν Μίνγκος, λεγόμουν Τσιλιμινγκός. Όλη η Λήμνος με ήξερε. Ήμουν μέσα στην πιάτσα -ντρέπομαι που το λέω- ο πιο γνωστός».
«Έκανα λεφτά … Έκανα πολλά λεφτά. Αλλά δεν είχα ‘καλό κεφάλι’. Είναι και ο γιος μου τώρα μπροστά και με ακούει…».
«Συνεχίσατε όπως και όταν είσαστε νέος, γλεντούσατε και περνούσατε καλά;» τον ρωτήσαμε.
«Ναι, ναι. Για να πάρω ένα εμπόρευμα (από την Αθήνα), έπρεπε να πάω σε ένα εργοστάσιο, σε μια αποθήκη. Αυτοί (οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων στην πρωτεύουσα) κλείναμε ραντεβού ποιος θα με πρωτοπάρει το μεσημέρι για φαγητό. Την ημέρα ήμουνα στα ‘λαμπερά’ σαλόνια των Αθηνών και το βράδυ ήμουνα στα ‘σκοτεινά’ σαλόνια. Στα υπόγεια με τα μπουζούκια, τα ρεμπετάδικα».
«Α ρε χρόνια λεβέντικα» θα αναφωνήσει ο κ. Νίκος στη μνήνη αυτή, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του, σφιγμένα γροθιές, όπως ένας νικητής, στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο ενός αγώνα, αλλά της ζωής της ίδιας.
«Ήμουνα ρεμπέτης. Έκανα ένα βαρύ ζεϊμπέκικο στις Τζιτζιφιές. Ήταν ο Παπαϊωάννου. Μου τραγούδησε στα Τρίκαλα, στα δύο στενά…» (πρόκειται για τον Γιάννη Παπαϊωάννου, κουμπάρο και στενό συνεργάτη του Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος πρωτοεμφανίσθηκε επαγγελματικά στο τραγούδι δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη και Στέλιο Κερομύτη το 1937».

Ο ΓΑΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΗΜΕΝΙΑ
Ήρθε όμως η στιγμή που παντρεύτηκα, «το 1951 με 1952», συνέχισε την αφήγησή του.
«Εμείς με την Ασημένια αγαπιόμασταν από μικρά παιδιά. Ήμασταν γειτόνοι. Καθόμασταν μία μέρα στου Τζάρου το πηγάδι που λένε. Είχε και έναν λεύκο…».
«Είχε το καλύτερο νερό το πηγάδι αυτό του Κόσμου. Ήμασταν, η Ασημένια με φίλες της και εγώ. Όλοι μία ηλικία. Κρατούσε η Ασημένα ένα γαρύφαλλο. ‘Δεν μου το δίνεις;’ τη ρώτησα. Απλόχερα αυτή μου το δωσε. Εγώ το πήρα. Το βάζω σε ένα φακελάκι μέσα -σκέψου τώρα, 7 χρονών θα είμαστε 8- και το έδωσα στη μάνα μας και το είχε επάνω στα εικονίσματα».
«Και παντρευτήκαμε και το γαρύφαλλο αυτό το είχα. Της λέω ‘Ασημένια να σε κάνω και ένα δώρο’. Της το δείχνω και μου λέει ‘εγώ δεν το θυμάμαι’. Ε, ήταν και μικρή. Πάει να ανοίξει το φάκελο, αλλά το λουλούδι είχε σαν μία σκόνη».
Το λουλούδι μαράθηκε αλλά άνθισε ο δικός τους έρωτας που τους έφερε μέχρι και την Αυστραλία. Ο γάμος του κράτησε 70 και πλέον χρόνια. Δυστυχώς, η Ασημένια έφυγε από τη ζωή πέρυσι τον Μάιο.
«’Όταν περνώ σε χαιρετώ με γραβάτα και κολάρο μέχρι να έρθει η ώρα να σε πάρω…’, της τραγουδούσα πριν παντρευτούμε κάθε που περνούσα από το σπίτι της… Αχ, Ασημένια, πάνε 7 μήνες που είναι πεθαμένη, αλλά από το μυαλό δεν βγαίνει», αφηγείται ο κ. Νίκος, συγκινείται, δακρύζει.

Ο πρώτος γιος τους, ο Γιάννης γεννήθηκε στη Λήμνο το 1955 και ο δεύτερος, ο Κώστας, στη Μελβούρνη το 1962. Τους «χάρισαν» από δύο εγγόνια ο καθένας: Τον Νίκο και την Ασημούλα (Jasmin) ο Γιάννης και τον Νίκο και την Αλεξία ο Κώστας.
Η ΤΑΒΕΡΝΑ ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ
«Μετά τον γάμο (και πριν έρθουμε στην Αυστραλία) συνέχιζα και έκανα τον παραγγελιοδόχο (στη Λήμνο). Αλλά, πάνε αυτά που ήξερα. Τα πάντα. Δεν υπήρχε διασκέδαση ήταν μόνο η δουλειά. Ούτε ένα τσιγάρο δεν κάπνιζα για να κάνω οικονομία».
«Και άνοιξα στο χωριό ταβέρνα. Άπλωνα μέχρι και 400 καθίσματα. Ερχόταν (πελάτες) από όλη τη Λήμνο. Την ήξεραν την ‘Πατατιά’. Δεν είχαν αυτοκίνητα. Νοικιάζαν φορτηγά, μοτοσακά (για να έρθουν)».
«Πάλι με τον κόσμο είχατε επαφή» σχολιάσαμε.
«Έ ήταν το DNA», απάντησε ο κ. Νίκος.
«Αρχικά την άνοιξα για πλάκα. Ξεκίνησα με δύο τραπεζάκια. Περνούσε καλά ο κόσμος και μεγάλωνα και μεγάλωνα … Είχα έναν ξάδερφο και του έδινα χρήματα για να ανοίξει τον χορό (να ανάψει το γλέντι). Είχα και όργανα».

ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΛΟΓΩ ΤΗΣ…. ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΣΚΟΥΠΑΣ
Πρώτος από την οικογένεια Τσιλιμινγκού έφτασε στην Αυστραλία, ο δεύτερος αδερφός, ο Βασίλης, το 1954, μετά από πρόσκληση του συγχωριανού τους, Σωτήρη Καλομοίρη. Ακολούθησε ο Δημητρός το 1956.
«Εγώ ήρθα το 1959 με το ‘Φλαμίνια’, ένα ιταλικό (πλοίο), από τον Πειραιά, με την Ασημένια και τον Γιάννη μικρό παιδί».
«Πώς πήρατε την απόφαση;» ρωτήσαμε.
«Να καταλάβεις, φεύγαν από το χωριό, ενωρίτερα από μένα πολλοί. Παίρνανε πολύ καλά λεφτά (στην Αυστραλία)».
«Υπήρχαν κάτι παιδιά που ήτανε τσομπαναραίοι, στα βουνά μέσα ζούσαν, δεν ξέρανε τι θα πει παπούτσι. Φορούσαν τσερβούλια. Και στέλνανε γράμμα στις μανάδες τους γράφοντας: ‘Μαμά περνώ πολύ ωραία εδώ στην Αυστραλία. Η γυναίκα μου σκουπίζει με ηλεκτρική σκούπα’. Άκου τώρα! Εκεί είχαμε φροκαλιές, σκουπίζαμε με τα βούρλα. Και να ακούς ότι στην Αυστραλία (σκουπίζουν με ηλεκτρική σκούπα).
«Είχανε φύγει και τα άλλα μου τα κουνιάδια μετανάστες. Και έτσι το πήρα απόφαση (και εγώ)».
Από τη Λήμνο με το καράβι για τον Πειραιά και από εκεί αναχώρηση με το «Φλαμίνια» για την Αυστραλία. Μετά από έναν μήνα σχεδόν άφιξη στο Freemantle και έπειτα από λίγες μέρες στη Μελβούρνη, στο Port Melbourne.
«ΠΟΥ ΠΑΩ;»
«Mπήκαμε σ’ ένα αυτοκίνητο, έβλεπα απέξω τα σπίτια με λαμαρίνες. ‘Πού πάω;’ σκέφτηκα. Τώρα βέβαια είναι διαφορετικά. Όταν πρωτοήρθα με πήρε ο αδερφός μου ο Βασίλης στην General Motors κατευθείαν για δουλειά. Ήξερα τα Γερμανικά, αλλά Εγγλέζικα ούτε λέξη».
«Την πρώτη μέρα που πήγα φώναξε έναν ‘foreman’ έναν Ιταλό. Έρχεται κοντά μου. Και μου δινει ένα πιστολέτο για ηλεκτροκόλληση (welder) … Άμα την πάτησα πρώτη φορά (την ηλεκτροκόλληση) και βγαίναν οι φωτιές από εδώ και από εκεί, με έπιασε ένα φόβος. Η καρδιά μου με έπιασε. Λέω ‘πού ήρθες βρε Νίκο, πού άφησες το ταβερνάκι σου (στη Λήμνο) και ήρθες μέσα εδώ’».
«Δούλεψα 3 μέρες και μια ώρα ‘overtime’. Ούτε πήγα να τα ζητήσω (τα λεφτά). Μου τα χρωστάνε ακόμα».
«Μετά βρέθηκε ένας φίλος του αδερφού μου του Βασίλη, ο Ανδρέας. Με πήρε σε ένα εργοστάσιο που έκανε υφάσματα. Εκεί πια μ’ άρεσε γιατί ήταν καθαρή δουλειά. Οκτώ χρόνια δούλεψα εκεί».
«Η Ασημένια ήταν κομμώτρια (στη Λήμνο). Έφερε μαζί τα εργαλεία της, αλλά ήταν αλλιώς οι τεχνικές εδώ. Πήγε όμως σε ένα άλλο εργοστάσιο όπου δούλευε ως μοδίστρα».

ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ
Αρχικά, έμεναν με τον αδερφό του, τον Βασίλη, στο δικό του σπίτι στο South Yarra.
Μετά από κάποια χρόνια με την αδερφή της Ασημένιας, την Αιμιλία, που ήταν επίσης στη Μελβούρνη και τον σύζυγό της αγόρασαν από κοινού ένα σπίτι, στο Garden Street (South Yarra).
Σύντομα το πούλησαν. «Πήραμε από 2.500 λίρες στο χέρι. Έδωσα τις 500 που χρωστούσαμε (στην Αιμιλία και τον σύζυγό της) και με τα άλλα 2.000 που έμεινα και πήρα ένα άλλο (σπίτι) στο St Kilda (στην Kipling Street)», λέει ο κ. Νίκος
«Κάθομαι 1,5-2 χρόνια σε αυτό το σπίτι και το πουλάω και κάνω λίγα λεφτά και έρχομαι εδώ στο North Road και αγοράζω ένα Milk Bar. Αυτό μου έφερε και άλλο και άλλο…».
Ο Νίκος αγόραζε ένα μαγαζί, ανέβαζε τη δουλειά, το πουλούσε, αποκόμιζε κέρδος και στη συνέχεια έπαιρνε άλλο.
«Ούτε θυμάμαι πόσα μαγαζιά άλλαξα…».

Κάθε Milk Bar είχε και το σπίτι. Ο Κώστας και ο Γιάννης ήταν από τα Ελληνόπουλα που μεγάλωσαν μέσα σε Milk Bar.
«Τα πρώτα 5-6 χρόνια τρία σχολεία είχα αλλάξει. Από το σχολείο στο μαγαζί», ανέφερε ο κ. Κώστας.
Δουλειά απαιτητική. Πολλές ώρες, κάθε μέρα, το Milk Bar.
«Είστε εδώ 65 χρόνια, η Αυστραλία σας ‘φέρθηκε καλά’;» ρωτήσαμε τον κ. Νίκο.
«Στην αρχή ήταν δύσκολα… ύστερα ήμουνα καλός(ά)».

«Θα πούμε ότι κέρδισες το λαχείο;» τον τσιγκλούσε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο μικρός αδερφός του, ο Χρήστος.
«Όχι», απαντούσε ο κ. Νίκος.
Στη συνέχεια ωστόσο του (μας) έκανε τη χάρη και μας αφηγήθηκε πώς κάθε τόσο κυνηγούσε την τύχη του, η οποία μάλιστα του χαμογέλασε πάνω από μία φορά.
Έτσι εκτός από τα χρήματα που κέρδισε με μόχθο, είχε και μία επιπλέον οικονομική άνεση για να προσφέρει στην οικογένειά του. Από σπουδές στα παιδιά, μέχρι πιο τακτικά ταξίδια -κυρίως στη Λήμνο- πάντα με την Ασημένια του.
Ανακαίνισαν και το πατρικό της σπίτι στον Κοντιά, το οποίο ο κ. Νίκος το έχει σε μία φωτογραφία, ψηλά στο καθιστικό του στο σπίτι στο Bentleigh East, να το καμαρώνει και να αναπολεί.
«Είχα γυναίκα που έπιανε πουλιά στον αέρα…», λέει και στη μνήμη της μελαγχολεί. «Την αγαπούσα πολύ!», τονίζει.
«Τον ‘Νέο Κόσμο’ τον διαβάζατε;» ρωτήσαμε, θέκοντας να αλλάξουμε λίγο το «κλίμα».
«Από την πρώτη μέρα που ήρθα. Ούτε ένα γράμμα δεν άφηνα…», απάντησε.
«Πότε πήρατε τελικά την πρώτη ηλεκτρική σκούπα στην Αυστραλία;», συνεχίσαμε.
Ο γιος του χαμογέλασε.
«Όταν μετακομίσαμε από το Garden Street στο Kipling…», απάντησε ο κ. Νίκος.

Η ΖΩΗ
Η ζωή στην Αυστραλία γινόταν όλο και καλύτερη. Εκτός από τη δουλειά, εβρισκε και τη διασκέδαση που τόσο αγαπούσε, σε συνεστιάσεις με συγγενείς και φίλους.
Όλη η οικογένεια ήταν πλέον στη Μελβούρνη. Ο κ. Χρήστος έφτασε τον Μάρτιο του 1960. Ακολούθησε ο Παναγιώτης, μετά από έξι μήνες, ενώ το 1961 έφεραν και τους γονείς τους, τον Γιάννη και τη Γιωργίτσα.
Χοροί, γάμοι, βαφτίσεις. «Απέκτησα παρά πολλούς φίλους και κάθε εβδομάδα είχαμε επισκέψεις» λέει ο κ. Νίκος, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του και με τη διασκέδαση άλλων συμπάροικων.
Για κάποια χρόνια στις αρχές του ’80 διαχειρίστηκε και το Lemnos Reception, στο Middle Park, όπου δεκάδες Λημνιοί και πολλοί άλλοι ομογενείς μοιράστηκαν τις χαρές τους με χιλιάδες κόσμο.
Αφού βγήκε στη σύνταξη, συνέχισε να εργάζεται. Κοντά στον γιο του Κώστα, στο κατάστημα που άνοιξαν μαζί αρχικά στο Brighton επί της Church Street.
Εκτός από τα μαγαζιά του, ο κ. Νίκος είχε μεράκι τον κήπο του. Πάντα περιποιημένος.
Πλέον χρειάζεται όμως βοήθεια για να τα φέρει «βόλτα». Να είναι καλά και η «Φροντίδα», θα πει ο γιος του, Κώστας. «Είμαι πολύ ικανοποιημένος και από τις υπηρεσίες που προσφέρει. Φροντίζει για όλες τις ανάγκες του πατέρα μου, κάθε μέρα. Ό,τι χρειάζεται στο σπίτι, καθαριότητα, τα χόρτα».
Ο κ. Νίκος συμφωνεί, επισημαίνοντας ότι οι ευχαριστίες στην «Φροντίδα» πρέπει να υπογραμμιστούν.

Ακόμα και σήμερα, η καλύτερη παρέα του παραμένουν τα αδέρφια του. «Πες και κανένα καλό λόγο και για εμένα» αστειεύεται ο κ. Χρήστος. Η αλήθεια είναι ότι «ο μικρός περνάει κάθε λίγο και λιγάκι», συνέχισε ο κ. Νίκος.
Επίσης, με τον 97χρονο Βασίλη και τον 93χρονο Παναγιώτη, «σμίγουν τις μοναξιές τους».
Κάθε Κυριακή πηγαίνουν μαζί στα μνήματα να «επισκεφτούν» τις συζύγους τους (την Ασημένια του κ. Νίκου, την Δήμητρα του κ. Βασίλη και την Μαρία του κ. Παναγιώτη) που έχουν φύγει από τη ζωή.
Μετά επιστρέφουν στο σπίτι (τη μία Κυριακή στου ενός, την άλλη στου άλλου και ούτω καθεξής), πίνουν το καφεδάκι τους και συζητάνε, αναπολούν, νοσταλγούν.
«Τι κρατάτε από τη ζωή σας μετά από 100 χρόνια; Σήμερα όταν ξυπνάτε το πρωί ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό;», ρωτήσαμε.
«Σχεδόν βλέπω πάντα τη Λήμνο και την Ασημένια μου…», απάντησε ο κ. Νίκος. Τις δύο μεγάλες αγάπες του.
Από τα μέσα του ’80 και έπειτα, κάθε δεύτερο καλοκαίρι ταξίδευαν στη Λήμνο με την Ασημένια του.
Ήταν το 2010, θυμάται, που επισκέφτηκαν το νησί τελευταία φορά με την πολυαγαπημένη του σύζυγο.
«Σας λείπουν;».
«Αν μου λείπουν λες….».

«Μετανιώνετε για κάτι στη ζωή σας;».
«Είμαι πολύ ικανοποιημένος!».
Όχι τυχαία μάλλον επέλεξε να φορέσει την ημέρα της πρώτης συνάντησης μας μία λευκή φανέλα, με έντονα μαύρα γράμματα, υπογραμμισμένα από γραμμές χρώματος γαλάζιου. «Association Lemnian Youth», διαβάσαμε.
Την ίδια που φοράει τακτικά από ό,τι μάθαμε καθώς του θυμίζει τη «βάση» του, το νησί του, αλλά την πορεία της ζωής του εν γένει.
Η αλήθεια είναι ότι με όλα αυτά που συζητήσαμε με τον κ. Νίκο αμελήσαμε να τον ρωτήσουμε το μυστικό της μακροζωΐας.
Οι ώρες όμως που περάσαμε μαζί του μας βοήθησαν να κατανοήσουμε κάποια έστω από τα μυστικά της ευζωΐας.
Συχνά λένε πως το γήρας «ου γαρ έρχεται μόνον», καθώς τα νιάτα -τουλάχιστον βιολογικά- δεν είναι… δύο φορές. Τα σωματικά κουράγια φθίνουν και η υγεία δεν είναι όπως άλλοτε.
Αλλά, εντέλει, αν έχεις μία ζωή «γεμάτη» με αγάπη, κέφι, καλή παρέα, νεανική ψυχή, άντε και λίγη τύχη, τα γηρατειά μην τα φοβάσαι.