ΠΟΛΥ τιμητικά, θα ήθελα να αφιερώσω τις λίγες παρακάτω γραμμές στην τεσσαρακοστή επέτειο από το θάνατό του, στον ίσως μεγαλύτερο Έλληνα λαϊκό τραγουδιστή, το διάσημο και λαμπρό μουσικοσυνθέτη, αλλά και εμπνευσμένο και σύγχρονο στιχουργό, πασίγνωστό μας ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ, ο οποίος υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου τραγουδιού και της λαϊκής μας μουσικής.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915, από Ηπειρώτες γονείς, οι οποίοι κατέβηκαν από τα Άγραφα.

Ακριβώς 69 χρόνια αργότερα, στις 18 Ιανουαρίου 1984 πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου.

Από μικρή ηλικία ήταν αυτοδίδακτος στη μουσική και έμαθε να παίζει μόνος του έγχορδα της εποχής, μαντολίνο και μπουζούκι. Σε ηλικία 25 χρόνων, το 1940, ο Τσιτσάνης πήγε στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα διάστημα τεσσάρων ετών 1944–1946 είχε δικό του μαγαζί, το «Ουζερί ο Τσιτσάνης» που έγινε διάσημο. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου. ανάμεσά τους και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Κατά η διάρκεια του Εμφυλίου και αργότερα, για να μπορέσει να ξεφύγει απ’ την λογοκρισία της εποχής, εκφράζεται αλληγορικά μέσα απ’ τα τραγούδια του μιλώντας για το νέο ηρωικό αγώνα στα βουνά, για τα δεινά και το χαμό αμέτρητων αγωνιστών.

Αλληγορικό είναι το τραγούδι του «Για μια κόρη ξελογιάστρα» του 1947 λέει τα εξής: «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα/ σ’ ένα γλέντι φοβερό/ για μια κόρη ξελογιάστρα,/ κι αν χαθεί πού θα τη βρω./ Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω/ σε βουνά και σε γκρεμό,/ κι όμως ζω να τυραννιέμαι/ στο δικό της τον καημό./ Μου την άρπαξε η μοίρα/ μια βραδιά στο χαλασμό/ θα τη βρω και θα την πάρω/ τό ‘χω βάλει για σκοπό».

Αλληγορικό είναι και το «Το ρημαγμένο σπίτι» πάλι του 1947: «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι/ με τις πόρτες τις κλειστές/ τον καημό μου σιγοκλαίω/ και ματώνουν οι καρδιές./ Ούτε μάνα ούτε αδέρφια/ κι εγώ έρημο πουλί,/ βλέπω αράχνες στο κατώφλι/ και χορτάρια στην αυλή./ Τι να πω και τι ν’ αφήσω/ απ’ την τόση συμφορά; /Ό,τι αγάπησα στον κόσμο/ δεν θα δω άλλη φορά».

Τι άλλο από αλληγορία μπορεί να είναι και η «Συννεφιασμένη Κυριακή», γραμμένο στην καρδιά του Εμφυλίου, το 1948; Το θέμα της είναι οι κακουχίες που περνούσαν οι Έλληνες στα χρόνια της Κατοχής, αλλά και του Εμφυλίου. Δεν αναφέρεται σε ένα μόνο γεγονός, αλλά κλείνει μέσα της όλα τα τραγικά γεγονότα της εποχής.

Ο ίδιος ο Τσιτσάνης είχε δηλώσει: «Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι κι αυτό το θεωρούσα χρέος. Έγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο. Και πού δε φτερούγισε η φαντασία μου όλα αυτά τα χρόνια!».

Τέλος, στην τιμητική αυτή αφιέρωση για τα σαράντα χρόνια από το θάνατο τού Βασίλη Τσιτσάνη, τιμητικά ας σιγοτραγουδήσουμε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» που σήμερα είναι και ο δεύτερος Εθνικός μας Ύμνος!

Φανταστείτε πως βρεθήκατε …παρεμπιπτόντως στην Αλάσκα ή στο Νόρθερν Τερριτόρι της απέραντης Αυστραλίας, μόνοι σας, και ακούσατε από κάπου μακριά να έρχεται ο ήχος της μουσικής του εθνικού μας ύμνου «Σε γνωρίζω από την κόψη…» ή και της «Συννεφιασμένης Κυριακής…»! Το εθνικό σας φιλότιμο δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει τα θερμά και αστείρευτα δάκρυά σας! Έτσι θα περάσετε θριαμβευτικά το εθνικό σας ψυχολογικό τεστ! Ένα μεγάλο ε ύ γ ε σας αξίζει!

 

ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

Συννεφιασμένη Κυριακή,

μοιάζεις με την καρδιά μου

που έχεις πάντα συννεφιά, συννεφιά

Χριστέ και Πα-, Χριστέ και Παναγιά μου

Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή

πού ‘χασα τη χαρά μου

Συννεφιασμένη Κυριακή, Κυριακή

ματώνεις τη -, ματώνεις την καρδιά μου

Όταν σε βλέπω βροχερή,

στιγμή δεν ησυχάζω

μαύρη μου κάνεις τη ζωή, τη ζωή

και βαριανα-, και βαριαναστενάζω!