Το ερώτημα «ποιος θα σταματήσει τον Τραμπ» αποκτά όλο και περισσότερο νόημα, σχεδόν από μέρα σε μέρα. Και δικαιολογείται καταρχάς από την τρέχουσα δημοσκοπική εικόνα: σε 5 από τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις που διεξήχθησαν σε εθνική κλίμακα, ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται να έχει υπερσκελίσει τον νυν πρόεδρο Τζο Μπάιντεν ως προς την πρόθεση ψήφου του αμερικανικού εκλογικού σώματος.

Μάλιστα, σε μία από αυτές τις έρευνες η διαφορά υπέρ του Τραμπ φτάνει έως και τις 7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ ο μέσος όρος των 5 δημοσκοπήσεων είναι Τραμπ 46,2% και Μπάιντεν 42,4%. Ως εκ τούτου, το αρχικό ερώτημα είναι κάτι παραπάνω από βάσιμο, εφόσον η επιστροφή του Τραμπ αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός – έστω και εν εξελίξει. Ακριβώς όπως ο ίδιος υποσχόταν ή κατά άλλους απειλούσε ήδη από την επαύριον των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου 2020. Ποιος λοιπόν είναι σε θέση να σταματήσει τον Τραμπ από την ανάκτηση της εξουσίας;

Οι πιθανοί terminators της προέλασής του είναι πολλοί και διάφοροι, καθώς τον δρόμο προς τον Λευκό Οίκο θα μπορούσε να του αποκόψει π.χ. η ηλικία και οτιδήποτε συνεπάγονται τα 77 του χρόνια για την υγεία του -τη σωματική και την ψυχική-, τις αντοχές του, την πνευματική διαύγεια κ.ο.κ. Ενα άλλο πρόσκομμα θα ήταν οι 91 κατηγορίες για μια σειρά από αδικήματα στο πλαίσιο 4 διαφορετικών υποθέσεων, για τις οποίες έχει παραπεμφθεί και δικάζεται ήδη ή θεωρείται υπόδικος.

Από πολιτική άποψη τον Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να νικήσει επίσης ένας εσωκομματικός αντίπαλος, αποσπώντας αντ’ αυτού το χρίσμα του υποψηφίου για την προεδρία στις εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου. Επίσης, θα μπορούσε να ηττηθεί από τον Τζο Μπάιντεν ή εάν αυτός εντέλει αποσυρθεί από την εκλογική κούρσα, κάποιος άλλος εκλεκτός (ή εκλεκτή) των Δημοκρατικών θα τον υποχρέωνε να παραιτηθεί από τις φιλοδοξίες του να γίνει ο 47ος POTUS (President of The United States of America).

Ο Τζο Μπάιντεν είναι 81 ετών και κατέχει τον τίτλο του γηραιότερου προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ. Αν τελικά κερδίσει το 2024, ο Τραμπ θα γίνει ο δεύτερος γηραιότερος, κάτι όμως που ουδόλως τον πτοεί.

Η δικαστική περιπέτεια

Ομως, στην παρούσα φάση -και σε συνάρτηση με την προαναφερθείσα εικόνα που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις- κανένας από τους δεδομένους παράγοντες δεν φαίνεται να μπορεί να εμποδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ από την ολική επαναφορά. Ξεκινώντας από τους βιολογικούς παράγοντες, κομπάζει ότι ανήκει στην κορυφαία ελίτ του 10% των ατόμων της ηλικίας του.

Στα 77 του χρόνια είναι ακμαιότατος και η κατάσταση της υγείας του είναι «άριστη», σύμφωνα με τον προσωπικό του γιατρό, ιδιαίτερα αφότου έχασε αρκετά κιλά από το υπερβάλλον σωματικό βάρος του. Αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Τραμπ αντέχει την αποχή από τα χάμπουργκερ, τα αναψυκτικά και γενικώς το junk food, υποτίθεται ότι χάρη στην υγιεινή διατροφή και την τακτική άσκηση έχει κατακτήσει ανώτερα επίπεδα ευεξίας.

Μάλιστα, ανήμερα των γενεθλίων του Τζο Μπάιντεν, ο Τραμπ δημοσίευσε στα social media αποτελέσματα των σχετικών εξετάσεων και γνωματεύσεων προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, υπενθυμίζοντας, ευκαιρίας δοθείσης, ότι ο Μπάιντεν είναι 81 ετών και κατέχει τον τίτλο του γηραιότερου προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ. Αν τελικά κερδίσει το 2024, ο Τραμπ θα γίνει ο δεύτερος γηραιότερος, κάτι που όμως ουδόλως τον πτοεί.

Σε ό,τι αφορά τη σωρεία δικών, ο Ντόναλντ Τραμπ και πάλι γράφει ιστορία -αν και από την ανάποδη- ως ο πρώτος πρώην -ή και μέλλων- πρόεδρος των ΗΠΑ που διώκεται ποινικά και αντιμετωπίζει σοβαρό ενδεχόμενο καταδίκης. Αλλωστε, άνευ προηγουμένου για ένα πρόσωπο με το δικό του πολιτικό status είναι τα παραπτώματα που του καταλογίζονται (σεξουαλική κακοποίηση και προσβολή προσωπικότητας, συνωμοσία και απόπειρα παρέμβασης στην εκλογική διαδικασία, απάτη, διατάραξη λειτουργίας του πολιτεύματος, υπεξαίρεση και απόκρυψη κρατικών εγγράφων κ.ά.).

Οπως είναι αναμενόμενο, δηλώνει αθώος για καθεμία από τις 91 κατηγορίες που του έχουν απαγγελθεί, αποπειρώμενος να πείσει την αμερικανική δικαιοσύνη ότι για οτιδήποτε φέρεται να έχει διαπραχθεί στη διάρκεια της προεδρικής του θητείας δικαιούται αμνηστία. Το παράδοξο είναι πάντως ότι η προεκλογική καμπάνια του συμπίπτει με τα επεισόδια του δικαστικού σίριαλ στο οποίο πρωταγωνιστεί. Και μολονότι, από νομικής άποψης, υφίσταται μια πιθανότητα να του απαγορευτεί η συμμετοχή στις εκλογές ως υποψηφίου προέδρου, η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι τέτοιου είδους ποινή δεν πρόκειται να επιβληθεί ποτέ.

Εξίσου απίθανο με τη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι για τον Τραμπ είναι και το ενδεχόμενο να ηττηθεί από κάποιον άλλον Ρεπουμπλικανό. Ο επίδοξος υποψήφιος Ρον ΝτεΣάντις έχει ήδη παραιτηθεί από τη διεκδίκηση του χρίσματος, ενώ η Νίκι Χέιλι, η 52χρονη ινδικής καταγωγής, πρώην κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας, ηττήθηκε εμφατικά με διαφορά 11 ποσοστιαίων μονάδων στο κρίσιμο μπρα ντε φερ με τον Τραμπ στο Νιου Xαμσάιρ και επί της ουσίας ελπίζει σε ένα θαύμα για να παραμείνει στον αγώνα για την υποψηφιότητα.

Η Νίκι Χέιλι, πρώην κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας, ηττήθηκε εμφατικά με διαφορά 11 μονάδων στο κρίσιμο μπρα ντε φερ με τον Τραμπ στο Νιου Χαμσάιρ και επί της ουσίας ελπίζει σε ένα θαύμα για να παραμείνει στον αγώναΤο στοίχημα της οικονομίας

Συνεπώς, ο μόνος που μπορεί να σταματήσει τον Ντόναλντ Τραμπ είναι, τελικά, ο Τζο Μπάιντεν. Ο οποίος εστιάζει κατά προτεραιότητα στην οικονομία, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι επί των ημερών του οι ΗΠΑ πέτυχαν τον υψηλότερο ρυθμό ανάκαμψης παγκοσμίως στη μετά COVID-19 εποχή. Ο Μπάιντεν, ο οποίος για κάποιους είναι υποδειγματικός πρόεδρος, ένας από τους πιο αποτελεσματικούς της σύγχρονης ιστορίας, και για κάποιους άλλους ένας υπερήλικας που έχει αρχίσει να «ρετάρει» άσχημα και υποπίπτει σε αλλεπάλληλες γκάφες λόγω της προϊούσας και φυσιολογικής παρακμής των πνευματικών ικανοτήτων του.

Οπως και να ‘χει, όμως, ο Μπάιντεν δικαιούται να επιδεικνύει τα τελευταία θεαματικά αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής του. Η αμερικανική οικονομία εμφάνισε υψηλότερο του προβλεφθέντος ρυθμό ανάπτυξης το τελευταίο τρίμηνο του 2023, με 3,3%. Αυτό σε συνδυασμό με τον σημαντικά βελτιωμένο δείκτη καταναλωτικού ενδιαφέροντος, βάσει των πιο πρόσφατων ερευνών από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, συν τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού, τις μισθολογικές αναβαθμίσεις και την προεκλογική αύξηση των κονδυλίων για δημόσια έργα αναπτερώνει τις ελπίδες του Μπάιντεν και των συνεργατών του ότι την κρίσιμη στιγμή ο αμερικανικός λαός δεν θα παρασυρθεί από τον έξαλλο λαϊκισμό και τις ακρότητες του Τραμπ.

Η απρόβλεπτη διακυβέρνηση του οποίου δεν μπορεί να έχει ξεχαστεί, μαζί με τις εγκληματικά επιπόλαιες προτροπές του για χρήση υδροξυχλωροκίνης ως αντίδοτο για τον κορωνοϊό, τις ατέρμονες αλλαγές στο Υπουργικό Συμβούλιο, ακόμη και την υπόγεια παρακίνηση των οπαδών του να καταλάβουν το Καπιτώλιο, τον Ιανουάριο του 2021, ώστε να ματαιωθεί η αντικατάστασή του από τον νομίμως εκλεγέντα πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Και σε ό,τι αφορά τα σενάρια αντικατάστασής του από τη Μισέλ Ομπάμα, την Καμάλα Χάρις κ.λπ., αυτά θεωρούνται παντελώς αβάσιμα, ή ακόμη και ενορχηστρωμένα από τους Ρεπουμπλικανούς, με στόχο την αποσταθεροποίηση των αντιπάλων τους.

Σύμφωνα με τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, η ανάκαμψη του Ντόναλντ Τραμπ οφείλεται στη συσσωρευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια, κυρίως λόγω της ακρίβειας. Σε επίπεδο ιδεολογίας, οι Αμερικανοί εμφανίζονται πιο ευεπίφοροι από ποτέ πριν στη συνωμοσιολογία, κάτι στο οποίο ο Τραμπ διαπρέπει. Απόδειξη τούτου είναι ότι αμφισβητούσε τη νομιμότητα του προηγούμενου εκλογικού αποτελέσματος από τον Νοέμβριο του 2020, κραυγάζοντας ότι είχε διαπραχθεί νοθεία εις βάρος του.

Το ότι σήμερα ένα σεβαστό μερίδιο των Αμερικανών ενστερνίζεται την εκδοχή περί καλπονοθείας, μολονότι η αμερικανική δικαιοσύνη έχει αποκλείσει κατηγορηματικά οτιδήποτε τέτοιο, συνιστά ένα από τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα του Ντόναλντ Τραμπ και της ομάδας που χαράσσει την επικοινωνιακή στρατηγική του. Με την εντατική και χολερική, διχαστική προπαγάνδα, αλλά με όμοια επιχειρηματολογία όπως και το 2016, ο Τραμπ έχει καταφέρει να αναστρέψει εντελώς το εις βάρος του κλίμα.

Η εκστρατεία του -από την οποία λάμπει διά της καθολικής απουσίας της η Μελάνια- σε πρώτη φάση στοχεύει στο να εξασφαλίσει ότι θα είναι αυτός ο υποψήφιος εκ μέρους των Ρεπουμπλικανών, ενώ ο απώτερος και τελικός στόχος είναι φυσικά η διεκδίκηση της επανόδου στον Λευκό Οίκο. Η τακτική και η αντίστοιχη προπαγάνδα του είναι, φαινομενικά αν μη τι άλλο, απίθανα απλή. Ο ίδιος εμμένει να κραυγάζει ότι έπεσε θύμα εκλογικής ληστείας το 2020 και ο εγκέφαλος αυτού του εγκλήματος είναι ο Τζο Μπάιντεν, τον οποίο δαιμονοποιεί συστηματικά. Πάντως, στις εκλογές του 2020 ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί είχαν αναδειχθεί νικητές στην αιώνια μονομαχία με τους Ρεπουμπλικάνους.

Με τη νίκη του ο Μπάιντεν έδωσε τέλος όχι μόνο στην αντισυμβατική, συχνά αλλοπρόσαλλη και οπωσδήποτε επεισοδιακή θητεία του Τραμπ, αλλά και σε μια σύγχρονη παράδοση της αμερικανικής πολιτικής, η οποία συνεχιζόταν αδιαλείπτως από το 1992: την παράδοση που ήθελε κάθε πρόεδρο να εξασφαλίζει την ανανέωση της παραμονής του στον Λευκό Οίκο για δεύτερη συνεχόμενη τετραετία.