Ούτε οι δυσβάσταχτες πιέσεις του αυξημένου κόστους ζωής φαίνεται να εμποδίζουν τους Αυστραλούς από το να διεκδικήσουν το όνειρο των εκατομμυρίων δολαρίων, καθώς συνεχίζουν να ξοδεύουν τα χρήματά τους σε λαχεία, λόττο και ξυστά…σαν να μην υπάρχει αύριο.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Γραφείου Στατιστικής του Κουίνσλαντ, που δημοσιεύθηκαν στα τέλη του 2023, οι κάτοικοι της Αυστραλίας στοιχημάτισαν ή ξόδεψαν περισσότερα από 7 δισεκατομμύρια δολάρια σε λαχεία κατά το οικονομικό έτος 2020-21.

Αυτό το ποσό ανέρχεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τα 4,3 δισεκατομμύρια δολάρια του 2010-11 και τα 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια του 2000-01.

Τα δεδομένα περιλαμβάνουν ποσά που ξοδεύτηκαν σε διάφορα είδη λαχειοφόρων αγορών, όπως είναι το λόττο και το ξυστό.

Στην κορυφή της λίστας «αυτών που ξόδεψαν τα περισσότερα σε λαχεία» βρίσκονται οι κάτοικοι της Νέας Νότιας Ουαλίας, οι οποίοι ξόδεψαν 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ακολουθούν οι κάτοικοι της Βικτώριας και του Κουίνσλαντ με 1,8 δισ. και 1,4 δισ. δολάρια αντίστοιχα.

Μάλιστα, μία νέα έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας του Κουίνσλαντ, αποκάλυψε ότι οι κάτοικοι του Κουίνσλαντ έχασαν περισσότερα από 500 εκατομμύρια δολάρια, ξοδεύοντας τα χρήματά τους σε λαχεία κατά το οικονομικό έτος 2022-23.

Σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή Alex Russell, από το Εργαστήριο Πειραματικής Έρευνας Τυχερών Παιχνιδιών του Πανεπιστημίου CQ, η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή είναι αυτή που κινητοποιεί τους ανθρώπους να συμμετέχουν στις λοταρίες.

«Όλοι κατά κάποιον τρόπο συμμετέχουν στις λαχειοφόρους αγορές, είτε είναι πλούσιοι είτε φτωχοί, άνδρες είτε γυναίκες. Σε πολλούς ανθρώπους αρέσει η ιδέα να κερδίσουν ένα μεγάλο τζακποτ», εξήγησε.

«Ωστόσο, παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι με χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ειδικότερα, είναι αυτοί που το αγαπούν περισσότερο, καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να ονειρευτούν τι θα συμβεί αν τα οικονομικά τους προβλήματα εξαφανιστούν».

Ο Δρ. Russell επισήμανε επίσης ότι, παρότι οι αρνητικές επιπτώσεις του λόττο δεν είναι τόσο ευρέως διαδεδομένες όσο σε άλλες μορφές τυχερών παιχνιδιών, οι πιθανότητες να κερδίσει κανείς ένα μεγάλο τζάκποτ είναι μόλις μία στα 100 εκατομμύρια.

«Αυτό αποτελεί μέρος του προβλήματος. Δυσκολευόμαστε πολύ στο να ερμηνεύουμε και να κατανοούμε αυτές τις μεγάλες πιθανότητες», συμπλήρωσε ο Δρ. Russell.

Μάλιστα, ο ίδιος τόνισε, ότι το πόκερ είναι η πιο επιβλαβής μορφή τζόγου, μετά τα στοιχήματα σε αθλητικά γεγονότα και ιπποδρομίες.

Ο Δρ. Russell πρόσθεσε ότι ενώ μπορεί να φαίνεται αντιφατικό να ξοδεύει κανείς χρήματα στο λόττο ενώ αντιμετωπίζει την πίεση του κόστους ζωής, καθώς «ουσιαστικά πετάει τα χρήματά του», ορισμένοι άνθρωποι απλά φοβούνται ότι θα χάσουν κάτι εάν οι αριθμοί τους εμφανιστούν σε μια κλήρωση στην οποία δεν συμμετείχαν.

Για τα πρακτορεία εφημερίδων, ειδικά σε περιφερειακές και αγροτικές πόλεις της Αυστραλίας που σταμάτησαν τη διανομή τω τοπικών εφημερίδων τα τελευταία χρόνια, οι λοταρίες αποτελούν σημαντικό παράγοντα προσέλκυσης πελατών.

Στο Κουίνσλαντ, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας του Κουίνσλαντ, από τα 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια που εισπράχθηκαν σε φόρους και εισφορές για τυχερά παιχνίδια, το 20% από αυτά αποτελούνταν από φόρους στα λαχεία.

Ο Δρ. Russell, ανέφερε ότι ιστορικά, τα λαχεία χρησιμοποιήθηκαν στην Αυστραλία από τις κυβερνήσεις για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων, όπως η Όπερα του Σίδνεϊ (Sydney Opera House) και η γέφυρα του λιμανιού του Σίδνεϊ (harbour bridge),