Οι επιστήμονες έκαναν ένα ακόμα σημαντικό βήμα για μία εξέταση αίματος που θα μπορεί να προβλέψει τον κίνδυνο άνοιας (dementia) περισσότερο από μια δεκαετία πριν από την επίσημη διάγνωση της και ως εκ τούτου να βοηθήσει ενδεχομένως στην ανάπτυξη νέων θεραπειών.

Οι ελπίδες των ερευνητών ενισχύθηκαν περαιτέρω αφού ανακάλυψαν βιολογικούς δείκτες (biological markers) της πάθησης σε δείγματα αίματος που συλλέχθηκαν από περισσότερους από 50.000 υγιείς εθελοντές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα «UK Biobank».

Η ανάλυση εντόπισε μοτίβα τεσσάρων πρωτεϊνών που προέβλεπαν την εμφάνιση της άνοιας γενικά, και της νόσου Αλτσχάιμερ και της αγγειακής άνοιας ειδικά, σε μεγαλύτερη ηλικία.

Όταν συνδυάστηκαν με πιο «συμβατικούς» παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία, το φύλο, η εκπαίδευση και η γενετική ευαισθησία, τα πρωτεϊνικά προφίλ (protein profiles) επέτρεψαν στους ερευνητές να προβλέψουν την άνοια με εκτιμώμενη ακρίβεια 90% σχεδόν 15 χρόνια πριν οι άνθρωποι λάβουν κλινική επιβεβαίωση.

Περισσότεροι από 55 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με άνοια παγκοσμίως (πάνω από 400.000 στην Αυστραλία), αριθμός που αναμένεται να φτάσει τα 78 εκατομμύρια μέχρι το 2030 (και πάνω από 1 εκατ. στην Αυστραλία έως το 2058).

Περίπου το 70% των περιπτώσεων άνοιας προκαλείται από τη νόσο Αλτσχάιμερ (Alzheimer’s), ενώ η αγγειακή άνοια (vascular dementia), που προκαλείται από βλάβη των αιμοφόρων αγγείων, αποτελεί το 20%.

Μέχρι τώρα, ο μόνος τρόπος να προβλεφθεί αν ένα άτομο κινδύνευε από άνοια ήταν μέσω εγκεφαλικών σαρώσεων (brain scans) που μπορούν να ανιχνεύσουν υψηλά επίπεδα μιας συγκεκριμένης πρωτεΐνης στο σώμα.

Ωστόσο, αυτές οι εξετάσεις είναι συνήθως ιδιαίτερα ακριβές.

Σε σχέση με τα νέα ευρήματα για την εξέταση αίματος, ο καθηγητής Jianfeng Feng, ο οποίος κατέχει θέσεις στο Πανεπιστήμιο του Warwick στην Αγγλία και στο Πανεπιστήμιο Fudan στην Κίνα, δήλωσε: «Ελπίζουμε να το αναπτύξουμε αυτό ως ένα εργαλείο προληπτικού ελέγχου (screening kit) που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο National Health Service».

Ένας καταιγισμός μελετών έχει καταδείξει τα τελευταία χρόνια τη δυνατότητα των αιματολογικών εξετάσεων να «επισημαίνουν» τους ασθενείς που είναι πιθανότερο να αναπτύξουν άνοια.

Οπλισμένοι με αυτές τις πληροφορίες, οι γιατροί θα μπορούσαν να καθορίσουν ποιοι από αυτούς θα πρέπει να ακολουθήσουν ταχέως περαιτέρω εξετάσεις, συμπεριλαμβανομένων των πλήρων διαγνωστικών για Αλτσχάιμερ.

Η έγκαιρη επιβεβαίωση της νόσου είναι ζωτικής σημασίας για να επωφεληθούν οι ασθενείς από δύο νέα φάρμακα για τη νόσο αυτή, lecanemab (λεκανεμάμπη) και donanemab (ντονανεμάμπη).

Η Ρυθμιστική Αρχή Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), έχει εγκρίνει το lecanemab και αναμένεται να αποφανθεί σύντομα για το donanemab.

Οι αρμόδιες Αρχές στην Ευρώπη εξακολουθούν να εξετάζουν και τα δύο φάρμακα, όπως και στην Αυστραλία.

Σε σχέση με τις εξετάσεις αίματος για την έγκαιρη πρόβλεψη, για την τελευταία μελέτη, δείγματα αίματος από 52.645 ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς άνοια συλλέχθηκαν και καταψύχθηκαν μεταξύ 2006 και 2010 και αναλύθηκαν 10 έως 15 χρόνια αργότερα.

Περισσότεροι από 1.400 συμμετέχοντες εμφάνισαν άνοια. Χρησιμοποιώντας τεχνητή νοημοσύνη, οι ερευνητές αναζήτησαν συνδέσεις μεταξύ σχεδόν 1.500 πρωτεϊνών του αίματος και της εμφάνισης άνοιας χρόνια αργότερα.

Γράφοντας στο έγκυρο περιοδικό Nature Aging, περιγράφουν πώς τέσσερις πρωτεΐνες, οι GFAP, NEFL, GDF15 και LTBP2, ήταν παρούσες σε ασυνήθιστα επίπεδα μεταξύ εκείνων που εμφάνισαν άνοια από κάθε αιτία, νόσο Αλτσχάιμερ ή αγγειακή άνοια.

Τα υψηλότερα επίπεδα των πρωτεϊνών αποτελούσαν προειδοποιητικά σημάδια της νόσου. Η φλεγμονή στον εγκέφαλο μπορεί να πυροδοτήσει κύτταρα που ονομάζονται αστροκύτταρα (astrocytes) να υπερπαράγουν GFAP, έναν γνωστό βιοδείκτη για τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Τα άτομα με αυξημένα επίπεδα GFAP είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια σε σχέση με τα άτομα με χαμηλότερα επίπεδα.

Μια άλλη πρωτεΐνη του αίματος, η NEFL, συνδέεται με βλάβη των νευρικών ινών, ενώ η υψηλότερη από το κανονικό GDF15 μπορεί να εμφανιστεί μετά από βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου.

Η αύξηση των επιπέδων των GFAP και LTBP2 ήταν εξαιρετικά ειδική για την άνοια και όχι για άλλες εγκεφαλικές παθήσεις, διαπίστωσαν οι επιστήμονες, με τις αλλαγές να εμφανίζονται τουλάχιστον 10 χρόνια πριν οι άνθρωποι λάβουν διάγνωση άνοιας.

Οι επιστήμονες ανέφεραν ότι η έρευνά τους δεν έχει ακόμη επικυρωθεί ανεξάρτητα, αλλά μιλούν με φαρμακευτικές εταιρείες για την ανάπτυξη της εξέτασης. Ωστόσο, δήλωσαν ότι το κόστος, που σήμερα ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες λίρες, θα πρέπει να μειωθεί για να καταστεί βιώσιμο.

Υπενθυμίζεται ότι σε δημοσκόπηση που διεξήγαγε πρόσφατα η News Corp η άνοια ήταν ο μεγαλύτερος φόβος των κατοίκων Αυστραλίας σε σχέση με την υγεία τους.

Περισσότεροι από τους μισούς από τους 3.100 συνολικά ερωτηθέντες την κατέταξαν ως την πιο επίφοβη κατάσταση υγείας, τοποθετώντας την πιο πάνω και από τον καρκίνο.

Όχι τυχαία καθώς η άνοια είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες θανάτου στη χώρα. Βρίσκεται στη 2η θέση πίσω μόνο τις καρδιακές παθήσεις.