ΟΤΑΝ ο κόμπος φτάνει στο χτένι, ο αυτοματοποιημένος και, πάντα βιαστικός, δαίμων της τεχνολογίας, εύκολα κάνει τον Κούμπο Κόμπο…

ΩΣ εκ τούτου, αναγκάζομαι να επανέλθω (να διορθώσω τον αυτόματο διορθωτή) και να ξαναγράψω ότι το όνομα του πρώτου έμμισθου Προξένου, που διορίστηκε στο Προξενείο της Ελλάδας στη Μελβούρνη το 1953, ήταν Νικόλαος Κούμπος και όχι Κόμπος!

ΜΕ την ευκαιρία της διόρθωσης και των σχολίων που άκουσα για τα όσα έγραψα για το Προξενείο -και όχι μόνο- να σας πω ότι σύντομα θα επανέλθω στο μεγάλο θέμα των παροικιακών περιουσιών, που είναι όντως…

ΕΝΑ περίπλοκο και καυτό θέμα, για το οποίο είχα αρχίσει να γράφω πριν καμιά εικοσιπενταριά χρόνια, όταν όλα άρχισαν να δείχνουν, ότι οι ηγέτες της παροικίας μας δεν ήθελαν ούτε να ασχοληθούν ούτε να ακούσουν κουβέντα…

ΕΛΑ, όμως, που και σε αυτή την περίπτωση, ναι μεν, “ο κόμπος έφτασε στο χτένι”, αλλά παρακεί δεν πηγαίνει…

Η δεύτερη γενιά, που ήδη σε πολλές Κοινότητες, Συλλόγους και Αδελφότητες, έχει πάρει τα ηνία, πρέπει από τώρα να φροντίσει να μην κάνει ό,τι έκανε και η πρώτη…

ΔΗΛΑΔΗ, να εγκλωβιστεί στα στενά όρια του Οργανισμού που υπηρετεί, να αρκεστεί στη διατήρηση των προεδρικών θώκων και να μην δίνει δεκάρα τσακιστή για το τι συμβαίνει γύρω της…

ΕΛΠΙΖΩ, ότι η δεύτερη και τρίτη γενιά που μεγάλωσαν και μορφώθηκαν στην Αυστραλία, να προχωρήσουν -επιτέλους- στην απαραίτητη μεταρρύθμιση που έπρεπε να γίνει πριν 30 χρόνια…

ΜΕ δυό λόγια, στη δημιουργία μιας παμπαροικιακής οργάνωσης που θα εκπροσωπεί και θα μιλάει εκ μέρους όλης της παροικίας…

Η ΙΔΕΑ (όπως όλα τα πράγματα) είναι παλιά και όλες οι προσπάθειες που έγιναν, τις δεκαετίες του 1970 και 1980 -τότε δηλαδή που η παροικία μας ήταν στην ακμή της- αποτύγχαναν…

ΜΙΑ τέτοια προσπάθεια, με πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, αείμνηστου Χρήστου Μουρίκη, το 1976 απέτυχε πριν καν αρχίσει…

ΕΠΕΙΔΗ τότε, είχα εκλεγεί στο Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας, έλαβα μέρος σε μια από τις πρώτες συζητήσεις που έγιναν, για να βγει μια κοινή ανακοίνωση, που να καλεί τις ενδιαφερόμενες Οργανώσεις να λάβουν μέρος σε μια ανοιχτή συζήτηση για την ίδρυση ενός παν-παροικιακού Συμβουλίου…

Στη φωτογραφία μας, ο Λεωνίδας Οικονομόπουλος, μπροστά στον… θησαυρό των αποκομμάτων των γραπτών μου, που του άφησε… κληρονομιά ο πατέρας του Βασίλης, που πέθανε στα 93 του τον Μάρτιο του 2018. Η φωτογραφία τραβήχτηκε μετά το τραπέζι που έκαναν το περασμένο Σάββατο σε μένα και τον Χρήστο Μπαμπατσιά, ο Λεωνίδας και η σύζυγός του Βούλα. Φωτογραφία: Supplied

ΟΙ πρώτοι που αντέδρασαν αρνητικά, όταν “πληροφορήθηκαν”, ότι έγινε “κρυφά”, μια συζήτηση σε… “μυστική συνάντηση”, ήταν… οι δημοκρατικές δυνάμεις του “Δημόκριτου”…

Ο “ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ”, ακολουθώντας το Κουκουέ, για να βρίσκεται σε δουλειά, μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει, υποπτεύεται συνωμοσίες των… αντιδρασικών, ενώ μαζί του συμπορεύτηκαν, οι υπέρμαχοι του… “Κοινοτικού Θεσμού”, η εδώ… Αυτοκέφαλη Εκκλησία και…

ΟΣΟΙ είχαν αποτύχει να εκλεγούν τότε στην Κοινότητα, με τον συνδυασμό των… δημοκρατικών δυνάμεων, με αρχηγό τον Θόδωρο Σιδηρόπουλο, ο οποίος εξελέγη και με το καλημέρα, άρχισε να κάνει σκληρή αντιπολίτευση στον Μουρίκη…

Ο ΜΟΥΡΙΚΗΣ τότε, ήταν το “απόλυτο αντιδραστικό κακό”, όχι μόνο για τους ορθόδοξους κομμουνιστές του “Δημόκριτου”, αλλά και για την Αρχιεπισκοπή…

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ αιτία, όμως, που απέτυχαν όλες οι προσπάθειες, δεν ήταν ούτε η εριστική προσωπικότητα του Μουρίκη ούτε ο σταλινικός δογματισμός του “Δημόκριτου”, και των υπολοίπων… δημοκρατικών δυνάμεων, αλλά κυρίως…

ΓΙΑΤΙ, κανένας από τους τότε ηγέτες της παροικίας μας -που στην πλειοψηφία τους ήταν χωριατόπουλα- δεν ήθελε να εγκαταλείψει το προεδριλίκι της Κοινότητάς του ή του Συλλόγου του.

ΦΟΒΟΝΤΑΝ, πως αν γίνει κάτι τέτοιο, θα “χάσουν” το Σύλλογό τους, την λίγη έστω επιρροή τους και, προπαντός, το προεδριλίκι τους, με το οποίο και είχαν ταυτιστεί και λάτρευαν…

ΠΙΣΤΕΥΩ, ότι αυτά που ανέφερα πιο πάνω, δεν ισχύουν πια (στον ίδιο βαθμό) και η δεύτερη γενιά θα κάνει στην άκρη τα προεδριλίκια και θα φροντίσει να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες που άφησε πίσω της η πρώτη…

Η ΟΠΟΙΑ, τηρουμένων των αναλογιών, έκανε πολύ περισσότερα από όσα μπορούσε, αφήνοντας στην παροικία μας μια μεγάλη κληρονομιά εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων…

ΓΙΑ το πώς θα χρησιμοποιηθεί αυτή η τεράστια κληρονομιά, για λογαριασμό του πολιτισμού μας, της γλώσσας μας, των γηρατειών μας και τις άλλες τρέχουσες ανάγκες μας, πρέπει να ξαναμιλήσουμε. Τα λεφτά είναι πολλά…

ΠΡΕΠΕΙ, όμως, να είμαστε πολύ προσεκτικοί, πώς θα τα διασφαλίσουμε και πού και πώς θα τα χρησιμοποιούμε…

ΔΙΑΒΟΛΕ, η δεύτερη και τρίτη γενιά, δεν είναι σαν την πρώτη, που έφτασε εδώ, με μια… ερειπωμένη βαλίτσα, χωρίς γνώσεις, πανεπιστημιακές σπουδές, πτυχία και διδακτορικά…

ΤΩΡΑ πια, η παροικία μας διαθέτει πολλούς διακεκριμένους νομικούς, οικονομολόγους, τεχνοκράτες και εκατοντάδες ειδικευμένους επιστήμονες με διδακτορικά, για να διαχειρίζονται το superfund ενός παμπαροικιακού Οργανισμού…

ΚΑΙ αυτό, μπορούν το κάνουν, χωρίς να ζημιωθεί κανείς και χωρίς να ξεχνούν ότι τα πολλά λεφτά δεν λύνουν μόνο προβλήματα, αλλά ακολουθούν τα λεφτά, που συνήθως επιλέγουν τη λάθος πλευρά της ιστορίας και της κοινωνίας…

ΚΑΙ συνεχίζω με ένα εντελώς διαφορετικό θέμα, που σχετίζεται με την πρώτη γενιά (της “ερειπωμένης” βαλίτσας) που περίμενε έξι χρόνια, στο σκονισμένο ράφι της λησμονιάς, να έρθει η σειρά του…

ΠΡΟΚΕΤΑΙ για την ιστορία του αείμνηστου Βασίλη Οικονομόπουλου από το Oakleigh, που μετανάστευσε μαζί με την σύζυγό του Βασιλική και τα τρία παιδιά τους, οικογενειακώς, στην Αυστραλία, το 1964, σε ηλικία 39 ετών…

ΜΕ τον Βασίλη και την οικογένειά του γνωριστήκαμε πριν 50 (και βάλε) χρόνια, όταν πήγα στο σπίτι τους στο Malvern, στους αρραβώνες της κόρης του Ευγενίας, με τον φίλο μου και τότε γείτονά μου στο Oakleigh, Χρήστο Μπαμπατσιά…

ΕΚΤΟΤΕ και ιδιαίτερα τα χρόνια που έμενα και εγώ στο Oakleigh (μέχρι το 1985) βλεπόμαστε πολύ συχνά και αργότερα, σε γιορτές, γάμους, βαφτίσεις και οικογενειακά τραπέζια…

ΜΕ τον αείμνηστο όμως και τον γιο του Λεωνίδα, μας συνδέει και κάτι πιο βαθύ και αυτό είναι, το υπόγειο ρεύμα εκτίμησης και φιλίας που με συνδέει για πολλές δεκαετίες με τους “φανατικούς” αναγνώστες μου…

ΚΑΙ εδώ, αναφέρομαι κυρίως στους αναγνώστες, που όχι μόνο παρακολουθούσαν και διάβαζαν ό,τι έγραφα (και γράφω), αλλά έκοβαν προσεκτικά και φύλαγαν τις στήλες που έγραφα…

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Οικονομόπουλος, ήταν ένας από αυτούς, ενώ το ίδιο κάνει και ο 78χρονος σήμερα γιος του, Λεωνίδας, που κόβει και φυλάει τα “Υστερόγραφα”, όπως έκανε ο πατέρας του, με τα “Ξυράφια”, τον “Αιθεροβάμωνα”, το περιοδικό “Παροικία” και όλα τα ταξιδιωτικά μου…

ΞΕΡΩ από πρώτο χέρι, ότι το ίδιο κάνουν και άλλοι και ένας από αυτούς, είναι και ο 86χρονος Ανδρέας Γδοντάκης από την Αδελαΐδα, που τηλεφώνησε χθες στον “Νέο Κόσμο” και ζήτησε να μου μιλήσει και να πει τον καημό του…

Ο ΓΔΟΝΤΑΚΗΣ μου τηλεφώνησε για να με ευχαριστήσει γι’ αυτά που γράφω και να μου πει, επίσης, ότι χάρηκε πάρα πολύ που επέστρεψα στην Αυστραλία και άρχισα να γράφω πάλι (όπως παλιά) στον “Νέο Κόσμο”…

ΕΠΕΙΔΗ μιλήσαμε την ώρα που έγραφα το κομμάτι για τον Βασίλη, πραγματικά συγκινήθηκα, όταν μου είπε ότι κόβει και αυτός και φυλάει τις στήλες που γράφω και πιστεύω ότι θα χαρεί όταν διαβάσει τη σημερινή στήλη.

ΝΑ προσθέσω, τονίζοντας, ότι ο Ανδρέας Γδοντάκης κατάγεται από τα Χανιά της Κρήτης, δηλαδή, από έναν ιδιαίτερο για μένα τόπο, που από το 1965 μέχρι σήμερα, έχω επισκεφθεί πάνω απο δέκα φορές και τον έχω στην καρδιά μου…

ΕΠΕΙΔΗ, όμως, το θέμα που ξεκίνησα είναι μεγαλύτερο από τα αποκόμματα που κρατούν οι πιστοί μου αναγνώστες, θα επιστρέψω στην ιστορία του Βασίλη, της Νέδουσας και της Αρτεμισίας…

Μπ. Στ.