“Πάρε την λέξη μου, δως μου το χέρι σου” κατέθεσε σε μια ποιητική αποστροφή του ο υπερρεαλιστής ποιητής μας, Ανδρέας Εμπειρίκος.

Κάνοντάς το πράξη, ρεαλιστικά με την δικιά του προσωπική πένα καταγραφής στο τι γίνεται έξω από τα όρια των αισθήσεων και των σημείων τους, ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Τρωαδίτης, τα δεδομένα, τα παράπλευρα σημαινόμενα της ζήσης, της μοναχικότητας, της μοναξιάς, του Έρωτα, τις όψεις και τους καθρεφτισμούς της καθημερινότητας, τα αποτυπώνει, τα φιλτράρει, τα ξαναγεννάει, κάνοντάς τα ποιήματα. Η μη ομοιοκαταληξία των στροφών και γραμμών τους είναι και αυτό ένα κομμάτι της τεχνικής του.

Το σίγουρο είναι ότι κάθε εποχή γεννά καινούργια πράγματα, ιδέες φέρνει και θαύματα εικόνων και λέξεων κοιλοπονεί. Το σίγουρο είναι πως ό,τι αλλάζει δεν αλλάζει πάντα για καλό ή για κακό.

Το σίγουρο είναι ότι και ο καθείς/μία ερμηνεύει, προσεγγίζει το όποιο θέαμα και το όποιο θεαθήναι της ζωής, που είναι γύρω, μέσα και μακριά του, με υποκειμενικά αντικειμενικά, κριτήρια, μέτρα, βιώματα, μα και ταξίδια ψυχής που πήγε ή δεν πήγε το σώμα του. Κάπως έτσι βγαίνουν και τα βιβλία, κάπως έτσι βρίσκονται ή αγγίζονται οι άνθρωποι και τα έργα τους. Τα λόγια μένουν, τα έργα μένουν, ρητορικό το ερώτημα και στις όποιες του πτυχώσεις, έρχονται… τα καλύτερα ή γενικώς έρχονται αυτά που έρχονται.

Στο δε άγγιγμα των αισθήσεων και των παραισθήσεων που φέρνει η ανάγνωσή τους (τα σημεία επαφής), στο τι γεννά ο καιρός τους και ο μη καιρός τους, καταγράφεται και κυκλοφορεί σελίδα τη σελίδα. Αιθεροβατεί σε άλλο σύμπαν, επικρατεί η κριτική ματιά, μα και εκκολάπτεται, γεννιέται σε μια ακόμη εικόνα σε κάτι καινούργιο στη δεύτερη ανάγνωση και ηχώ τους. Κάπως σε αυτές τις συντεταγμένες και με αυτές τις σκέψεις τριπλοξεφύλισσα την καινούργια ποιητική συλλογή του Δημήτρη Τρωαδίτη από τις εκδόσεις “Στοχαστής”.

Ενδεχομένως, μιας και η ποίηση και ο ποιητικός λόγος, γραπτώς ή ως άγραφος μονόλογος στης μνήμης τα στενά (ανέγγιχτος, αλλά ποτέ στατικός) που δεν βρήκε χαρτί ή τον κατάλληλο αναγνώστη/στρια να είναι ακόμη σε συνεχή εγρήγορση, μιας και ό,τι θα γεννηθεί, ό,τι θα βγει στο φως, ό,τι θα κλάψει ή θα γελάσει, θα είναι μια πρόκληση. Πιθανόν δεν είναι και το έδαφος και ο χρόνος ο κατάλληλος και το ανέγγιχτο πιάνει λιμάνι στην σιωπή. Επισημαίνει ο ποιητής Δ.Τ. στο βιβλίο, περίπου στα μισά του: “Οι αισθήσεις νησιά απάτητα/ με άγνωστα ονόματα/ πεπαλαιωμένα νεκροταφεία/ματωμένοι οι σταυροί/ μεταμορφώνονται σε ψαράκια/του γλυκού νερού/μακρινά πεφταστέρια/ που εμφανίζονται κάθε χίλια χρόνια” .

Ξεχάσαμε στο ανέγγιχτο σύμπαν του κόσμου μας τον εαυτό μας, τις αισθήσεις μας, σε κλειστό κύκλο (κλειστά σαν χώρος τα νησιά, η γυάλα κλειστή) και περιμένουμε… επανεκκίνηση (γέννα) από την επαφή, την μακρινή των κάθε χιλίων χρόνων από τα πεφταστέρια. Μακραίνουμε δηλαδή ως οντότητες στην τροχιά του χρόνου. Ανέγγιχτοι, γεννάμε απόσταση μεταξύ μας μα και με το εγώ μας.

Αλλά εκεί που λες ή νιώθεις κάπου ότι χωλαίνει η επικοινωνία, εκεί που υπάρχει μια ρωγμή που συνεχώς σε αγγίζει, σε προβληματίζει, έρχεται ο ποιητικός λόγος και δίνει μικρές ή μεγάλες απαντήσεις.

Μιας και όσα τα θαύματά του με την εικονοπλασία τους και με το γιατί τους αλλά και στο πώς της ροής της ιστορίας μας, ενώ ουσιαστικά την περιόρισαν ή μας όρισαν μας κράτησαν ανέγγιχτους, τότε υπάρχουν και οι άλλες γραφές, στα ψιλά γράμματα των ποιημάτων και στα χωρίσμαστα των στίχων που ταξιδεύουν με το μήνυμά τους σε ένα άλλο ξέφωτο. Είναι η άλλη πλευρά της μοναξιάς, μα και της αγάπης. Επισημαίνει ο ποιητής Δ. Τρωαδίτης: “Τόσο θλιμμένοι/φταίει η ξηρασία/ η έλλειψη βροχής/τα αυτοκίνητα/οι πλαστικές αισθήσεις/ η αγωνία/ εγώ ο ίδιος”.

Από γέννες σε γέννες πάει, προχωράει η ζωή στο τι στράβωσε στον κόσμο τούτο, στο μεταξύ μας, στο μακριά και στο κοντινό πλάνο ζωής και επαφής μα κανείς/καμμία δεν βγαίνει απ’ έξω από το παιγνίδι. Είναι το δούναι και λαβείν της ποίησης, είναι το παραλήρημα των λέξεων και κρίνεται μα και κρινόμενος, ζει και υπάρχει στην εσωστρέφεια και εξωστρέφεια των πεπραγμένων και της φαντασίας. Εικάζω ότι παίρνει από τα βιώματα, τα μη βιώματα, το κύμα τους και στη δύσκολη εποχή της επιβίωσης (πιθανόν ανέραστης, δυστοπικής, ναρκισσιστικής, τεχνολογικά εύκολης) και στέλνει με τον τρόπο και το έργο του θέαση και θέση του. Λέει, γράφει: “Σχεδόν κάθε μέρα/ κάνει την ίδια διαδρομή /σπίτι δουλειά /δουλειά σπίτι /και τα τραμ/άλλοτε γεμάτα /άλλοτε άδεια / μόνο κάτι σταγόνες βροχής / σπάζουν τη μονοτονία / αν τις συνηθίσει/θα γίνουν ρουτίνα / και αυτές”. Οι ποιητικές εικόνες, η κατάσταση ουτοπίας, τα μεγάλα λόγια, τα λιμνάζοντα νερά της επικοινωνίας των θέλω, τα εκκρεμή θέματα ζωής φυγαδεύονται, εξακτινώνονται στη γραφή του.

Εν κινήσει πάντα γιατί ό,τι είναι ανέγγιχτο ως θαύμα, αλήθεια ή μύθος ποιητικά κατοικείται σε αυτό το σύμπαν. Και από εκεί ξαναγεννιέται. Όπως και οι γέννες με τις γενιές. Τα υπόλοιπα, στις σελίδες του βιβλίου που με τα σαραντατεσσάρων μικρών σε έκταση ποιημάτων, μα αξιολογότατων και σημαντικών, είναι μια εξομολόγηση εξ επαφής. Με πόνο και χαρμολύπη όπως οι γέννες. Όπως και οι λέξεις και η δημιουργία της τέχνης και, κυρίως, οι ανθρώπινες σχέσεις-επαφές που πάντα θα κάνουν και θα έχουν το πρώτο λόγο στα ρήματα, στους στίχους των ποιημάτων. Μα και στης ζωής τα δρώμενα και στις όποιες περιπτύξεις και στα όποια αφηρημένα και συγκεκριμένα σπαράγματα λέξεων, θα στέκουν με παρησσία και θα αγγίζουν το χάδι και την πληγή του χρόνου, της τύχης, των συμφραζομένων τους σε εγρήγορση και με τον δικό τους τρόπο.

Καταλήγοντας, για την ιστορία είναι η δέκατη ποιητική συλλογή του Δ. Τρωαδίτη, ενώ ποιήματά του και στα ελληνικά και στα αγγλικά βρίσκονται σε ιστοσελίδες πολιτισμού και λόγου και στις δύο γλώσσες. Επίσης, ο συγγραφέας διαχειρίζεται το προσωπικό του blog (είναι ελεύθερο και προσβάσιμο σε όλους/ες τους βιβλιόφιλους), στη διεύθυνση http://tokoskino.me

Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής “Γέννες ανέγγιχτες”