Η Paula Roberts μας μεταφέρει στην εκκλησιαστική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας των Καθολικών. Μοιράζεται την παιδική της ανάμνηση από τη συμμετοχή της σε ένα από τα τελετουργικά της Μ. Πέμπτης όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η Paula παρακολουθεί μαθήματα ελληνικών στο τμήμα ενηλίκων του Greek Centre.
«Όταν ήμουν μικρή, όλες οι θρησκευτικές τελετές που είχαν σχέση με το Πάσχα θεωρούνταν σημαντικές για τους Καθολικούς. Από την Μεγάλη Πέμπτη μέχρι την Κυριακή του Πάσχα, περνούσαμε πολύ καιρό στην εκκλησία για τις Λειτουργίες.
Εγώ, αγαπούσα όλες αυτές τις τελετουργίες και τις διαφορές που είχαν μεταξύ τους – το αίσθημα κενού και απώλειας την Μεγάλης Πέμπτης, όταν όλα αφαιρούνταν από την Αγία Τράπεζα, τη θλίψη και την ένταση της Μεγάλης Παρασκευής, ακόμα και αν η λειτουργία αυτής της μέρας διαρκούσε τρεις ώρες γιατί ο παπάς μάς διάβαζε τα Πάθη του Χριστού και ο κόσμος σχημάτιζε ουρά για να φιλήσει τον σταυρό, το σκοτάδι του Μεγάλου Σαββάτου μέχρι τη στιγμή που ανάβαμε τα κεράκια μας και ακούγαμε έναν δυνατό θόρυβο σαν μπουμπουνητό και τελικά η χαρά και η ευθυμία της Κυριακής του Πάσχα.
Η Λειτουργία που προτιμούσα εκείνη την εποχή των παιδικών μου χρόνων ήταν αυτή της Μεγάλης Πέμπτης και το μέρος αυτής της τελετής που αγαπούσα περισσότερο ήταν η πομπή για την λήψη της όστιας (ο αγιασμένος άρτος που μοιράζει η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατά τη μετάληψη) από την Αγία Τράπεζα στην ‘altar of repose’, συνήθως, σε ένα παρεκκλήσι (side altar or chapel). Αυτή η πομπή ήταν μια πολύ ιερή στιγμή – ο παπάς έβαζε τo επιτραχήλιό του, κρατούσε το αρτοφόριο (monstrance) ψηλά και κατέβαινε τον κύριο διάδρομο της εκκλησίας μέσα σε ένα σύννεφο θυμιάματος. Πίσω από αυτόν, ακολουθούσαν τα παπαδοπαίδια και μετά το εκκλησίασμα. Μπροστά από τον παπά, όμως – δηλαδή, οι πρώτοι στην πομπή – περπατούσε μία ομάδα δώδεκα κοριτσιών, ντυμένες στα άσπρα, σε δυάδες που σκορπούσανε πέταλα τριαντάφυλλων στον δρόμο.
Δεν ξέρω τη θεολογική προέλευση αυτής της παράδοσης. Νομίζω ότι τα πέταλα σκορπίζονταν για να είναι μαλακός και ευωδιαστός o δρόμοs της όστιας. Σε κάθε περίπτωση, ζήλευα τα κορίτσια και ήθελα να είμαι μαζί τους.
Σκεφτείτε, λοιπόν, τη χαρά μου, όταν μία φορά επιλέχτηκα, εγώ, όχι μόνο ως ένα από τα κορίτσια, αλλά και ως επικεφαλής της πομπής! Ήμουν 8-9 χρονών και πήρα τον ρόλο μου πολύ στα σοβαρά. Πήγαινα με χαρά σε όλες τις πρόβες, που ο παπάς ο ίδιος μας δίδασκε τον καλύτερο τρόπο που έπρεπε να κρατήσουμε το καλάθι και να σκορπίσουμε τα πέταλα αλλά και τον ρυθμό των βημάτων μας, σαν, αυτό που κάναμε, να ήταν ένας χορός.
Σήμερα, μετά από 60 χρόνια, χαμογελάω στην ιδέα ότι ένας μεγάλος άνδρας εκπαίδευσε μία ομάδα δώδεκα μικρών κοριτσιών σε κάτι τόσο λεπτό και θηλυκό, ωστόσο, θυμάμαι πως ήταν πολύ ευγενικός και εγώ αγαπούσα τα μαθήματά του. Επίσης, εκ των υστέρων, νομίζω ότι μας ετοίμασε καλά, γιατί η πομπή πέρασε χωρίς προβλήματα. Βλέπω ακόμα καθαρά τη σκηνή στο μυαλό μου – ένα μικρό κορίτσι 8-9 χρονών που, ντυμένο με το φόρεμα και το πέπλο που είχε φορέσει στην Πρώτη Κοινωνία της, με καινούρια παπούτσια και γάντια, οδηγούσε την πομπή και σκόρπιζε τα πέταλα, που είχε μέσα στο καλαθάκι της, με τεράστια περηφάνια.
Δεν ξέρω αν αυτή η πομπή υπάρχει ακόμα – έχω πολλά χρόνια να πάω στην εκκλησία – αλλά ήταν πολύ όμορφη τελετή και έχω χαρούμενες αναμνήσεις αυτής Μεγάλης Πέμπτης που ήμουν εγώ στην πρώτη θέση της πομπής».