Με τον βιολογικό θάνατο του μουσικοσυνθέτη, μουσικού και τραγουδιστή της Ομογένειας της Αυστραλίας, Χρήστου Ιωαννίδη, κλείνει οριστικά ο κύκλος της χρυσής εποχής που χαρακτήριζε τα πολιτιστικά δρώμενα του Ελληνισμού της Αυστραλίας, στο χώρο της μουσικής. Με την παλιννόστηση κάποιων μουσικοσυνθετών και την εκδημία αρχικά του Κώστα Τσικαδέρη, Στέλιου Τσιόλα και πρόσφατα του Χρήστου Ιωαννίδη, ολοκληρώνεται ένας σημαντικότατος κύκλος δημιουργίας και προσφοράς της σύνθεσης του ρυθμού, της μελωδίας με τον στίχο, τελειώνει ουσιαστικά ο ελληνο-κεντρικός χαρακτήρας της μουσικής μας δημιουργίας, όπως αυτή η δημιουργία εμφανίσθηκε και αποτύπωσε τα χαρακτηριστικά της σε δύο γενιές των εκπατρισμένων Ελλήνων της Αυστραλίας.
Ο Χρήστος Ιωαννίδης είχε ευρεία και πολυσχιδή γνώση της μουσικής και των οργάνων της, έπαιζε άψογα πιάνο και κιθάρα, σπούδασε τη μουσική στην Ελλάδα και στην Αυστραλία, αποφοίτησε από το περίφημο Ωδείο της Μελβούρνης, ως πρώτος επαγγελματίας Έλληνας μουσικοσυνθέτης. Καταξιώθηκε να δημιουργήσει δικές του συνθέσεις, να ενορχηστρώσει τα έργα του και στη συνέχεια να τα διευθύνει επί σκηνής στις μεγαλύτερες αυστραλιανές εκδηλώσεις στα τελευταία πενήντα χρόνια. Πέρασε στη μείζονα κοινωνία της Αυστραλίας, περισσότερο από όλους τους άλλους συγκαιρινούς μουσικούς μας και καταξιώθηκε ως ο Έλληνας μουσικοσυνθέτης στο χώρο της ελληνο-αυστραλιανής μουσικής, ικανός να επενδύσει τη μουσική του σε κινηματογραφικά έργα. Επίσης, άλλα έργα του εκτελέσθηκαν από πολλές συμφωνικές ορχήστρες, μεταξύ των οποίων της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μελβούρνης, της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Μελβούρνης, της Συμφωνικής Ορχήστρα του Douglas Heywood, OAM, της Ορχήστρα του Σπύρου Ράντου Βιέννης.
Από το 1973 μέχρι και το 2017, ήταν η μουσική του που ξεχώρισε, λαμβάνοντας διαρκώς υποτροφίες και χορηγίες, ώστε οι μουσικές του συνθέσεις να αποτελέσουν προγράμματα στα κρατικά ραδιόφωνα και κρατική τηλεόραση της Αυστραλίας.
Ο Χρήστος Ιωαννίδης συνέθεσε μουσική για τα αρχαία θεατρικά έργα του Σοφοκλή και του Αριστοφάνη, παιδικά τραγούδια, και για οκτώ χρόνια, όπως αναφέρομαι παρακάτω, διηύθυνε τους Αγώνες Τραγουδιού στη Μελβούρνη. Ο καλλιτέχνης αυτός με την αβυσσαλέα προσφορά, ήταν ίσως, μαζί με τους Τσικαδέρη και Τσιόλα, οι τραγουδοποιοί και τραγουδιστές του εκπατρισμένου Ελληνισμού στη διάρκεια των πρώτων πενήντα χρόνων της μεταπολεμικής μετανάστευσης στην Αυστραλία. Ο Χρήστος ήταν ο δημιουργός και εκτελεστής που ο ήλιος χαμογελούσε στα χείλη του. Ήταν ο αφιερωμένος, ο μπιστικός, ο δοσμένος στη δημιουργία πολιτισμού που δημιουργούσε ο μαχόμενος για επιβίωση και πρόοδο Ελληνισμός στην Αυστραλία.
Η προσφορά του Χρήστου Ιωαννίδη, δεν ήταν ίσως η τελειότερη που εμφανίσθηκε στην Ομογένεια της Αυστραλίας, αλλά σίγουρα ήταν η περισσότερο σημαντική και η πλεόν αποδεχτή από τον λαό. Δεν ήταν μόνον δημιουργός και εκτελεστής τραγουδιών και συμφωνιών και συνθέσεων, ήταν και η φωνή του λαού, ήταν ο καλλιτέχνης που χάριζε την ελπίδα, το χαμόγελο, την ανάπαυλα και το κέφι. Ήταν δικαιολογημένα η «ψυχούλα» της ελληνικής φωνής. Ήταν ακούραστα ευσπλαχνικός, οικτίρμων, μεγαλόψυχος και κουβαρντάς, όπως συνήθως οι άνθρωποι, που δεν έχουν άμεση σχέση με το χρήμα και τον πλουτισμό. Ο Χρήστος δεν ήταν «χρηματοσκόπος, χρηματολάτρης, χρηματολάγνος» (money maker). Το χρήμα δεν το αγάπησε, ούτε και το τίμησε, τολμώ να πω ότι ούτε και το σεβάστηκε. Το χρήμα και το κέρδος, τα πλούτη και τα σπίτια για τον Χρηστάρα ήσαν ένας απόμακρος στόχος, που άλλοτε από κέφι, κι άλλοτε συνειδησιακά απέφυγε ή δεν τα κατάφερε να κατακτήσει. Γι αυτόν ο δρόμος τελείωνε στην καταξίωση των συμπατριωτών του, αποζητούσε την αναγνώριση του καλλιτέχνη, όπως όλοι μας, αποζητούσε την επιτυχία και δικαιολογημένα αισθάνθηκε στη ζωή τους ως ο μεγάλος αδικημένος. Γιατί αδικήθηκε, όντως, ως καλλιτέχνης και δημιουργός της μουσικής γνώσης. Κανείς άλλος Έλληνας μετανάστης δεν είχε βαθύτερη γνώση της ελληνικής μουσικής σύνθεσης στην Αυστραλία. Αυτό το γνωρίζουμε και το αναγνωρίζουμε, όλοι όσοι είχαμε την αγαθή τύχη να ζήσουμε δίπλα του. Αδικήθηκε και από τον εαυτό του, αδικήθηκε κι από τους γύρω του.
Ήταν αδέκαστα, ασυμβίβαστα και γνήσια πατριώτης. Τραγουδούσε ως εθελοντής και πάντα με το χαμόγελο, που έσκαγε στην άκρη των χειλιών του, τινάζοντας πάντα τα μαλλιά του προς τα πίσω (για να τον θυμηθούμε), σε σχολικές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Εβδομαδιαία τραγουδούσε στα γηριατρεία μας και στις σπιναλόγκες που αποκαλούμε, ευφημιστικά, τα γηροκομεία, για να φέρει την αγαλλίαση και την ηρεμία στις ψυχές εκείνων των απόμαχων της ζωής, που έσβηναν την αδικημένη ζωή τους στους κλειστούς θαλάμους τους. Τραγουδούσε τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, τραγουδούσε σε σπίτια των φίλων και των μπιστικών του, τραγουδούσε στις επαύλεις των οικονομικά αποκαταστημένων φίλων του, όχι για να αποσπάσει κάποια δωσίματα, αλλά για να νιώσει δίπλα τους, τη δύναμη του Ελληνισμού. Αισθανόταν δίπλα τους ασφάλεια και σιγουριά.
Τραγούδησε σε όλες τις πρωτεύουσες των πολιτειών και η ανασκόπηση των εφημερίδων των δεκαετιών 1980-1990 τον φέρνει δίπλα στις μεγαλύτερες φίρμες Ελλήνων τραγουδιστών που έρχονταν την εποχή εκείνη στα κέντρα διασκέδασης των Ελλήνων. Όλοι, εμείς οι εξηντάρηδες, εβδομηντάρηδες και ογδοντάρηδες, οι «ώριμοι πια νέοι» της ομογένειας, θυμόμαστε τον καλόκαρδο Χρηστάρα, να καινοτομεί με νέα σουξέ, βγαλμένα από τη ζωή της Αυστραλίας, να σκαρφαλώνει στην πίστα, να κατεβαίνει στον λαό, να γίνεται ένα με τον απλό συμπάροικο, στον οποίο αφιέρωσε χιλιάδες ώρες από την αδικημένη του ζωή. Να τραγουδά σε γήπεδα και σε πλατείες, σε εξέδρες και σε σκηνές, να ενθαρρύνει, να τονώνει, να εμψυχώνει, αυτή η «ψυχούλα» τον μετανάστη, που θυσίασε τη ζωή του για τα παιδιά του, γιατί αυτός, ο Χρήστος, είτε δεν ήθελε, είτε δεν τα κατάφερε, είτε ατύχησε, τελικά δεν απέκτησε οικογένεια και παιδιά. Οικογένειά του ήταν ολόκληρη η Ομογένεια, σε αυτή επένδυσε τα όνειρά του, εκεί είδε τα παιδιά του, όλους αυτούς του νέους που επηρέασε με τη μουσική του. Γιατί ο Χρήστος με τον αδελφό του, τον Τάσο, ήσαν ο πρωτοπόροι που σήκωσαν στους ώμους τους, νέα παιδιά τότε, κι έφεραν στην μακρινή Αυστραλία, τη μουσική φωνή της Ελλάδας. Ωστόσο, ο Χρήστος, έμεινε δίπλα μας, μαζί μας , μέχρι τον θάνατο, αφού πάλεψε γενναία κι άνισα με τον μόνον αθάνατο, τον θάνατο. Ο Χρηστάρας ζει, στις διάφορες εκδηλώσεις της Ομογένειας και θα συνεχίσει να μας συνοδεύει σε μνήμες που νοσταλγούμε από ένα ανθρώπινο παρελθόν, που είχε διαφάνεια και ειλικρίνεια, urbi et orbi
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Ο Χρήστος Ιωαννίδης, γεννήθηκε στη Λεπτοκαρυά, Φλωρίνης και μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε στην Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου ζούσε ήδη εδώ ο αδελφός του, το 1973. Είχε μελετήσει μουσικές επιστήμες στο Εθνικό Ωδείο της Ελλάδας και με την άφιξή του στη Μελβούρνη, εγγράφηκε και, φοίτησε κι αποφοίτησε από το Melba Conservatorium of Music, στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.
Διακρίθηκε σε δεκάδες μουσικούς αγώνες και συναυλίες στην Αυστραλία και στην Ελλάδα. Γνώρισε τη καταξίωση μόλις το 1977, με την ατομική του σύνθεση Ελεύθεροι Πολιορκημένοι με την Συμφωνική Ορχήστρα της Μελβούρνης. Την ίδια χρονιά, ο Χρήστος κέρδισε μια σημαντική υποτροφία από το Australian Performing Arts Board, και εκτέλεσε στην Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας μαζί με την συμφωνική ορχήστρα του Σπύρου Ράντου το έργο Massa Confusa από τη Βιέννη. Το 1979, διακρίθηκε, εκ νέου, όταν συνέθεσε τραγούδια με την Συμφωνική Ορχήστρα της Μελβούρνης. Την ίδια χρονιά εκτέλεσε την σύνθεσή του, Symphonia Polytechnique, η οποία ανέβηκε στο Dallas Brooks Hall, στα πλαίσια των Μουσικών Αγώνων των Εθνών.
Το 1981, του ανατέθηκε από το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδος να συνθέσει δώδεκα τραγούδια για να αποτελέσουν μέρος του διδακτικού προγράμματος σε σχολεία της Βικτωρίας. Την ίδια χρονιά, ο καλλιτέχνης μας, συνέθεσε μουσική για την κρατική τηλεόραση ABC της τηλεοπτικής σειράς ANDRA και στο ντοκιμαντέρ SON FOR MELBOURNE για τον σταθμό SBS, το ποίο και κέρδισε βραβεία.
Το 1983, ο Χρήστος Ιωαννίδης συνέθεσε τη μουσική του έργου KOSTAS σε σκηνοθεσία του Paul Coks. Την ίδια χρονιά έγραψε τη μουσική για τα μεγάλα θεατρικά έργα Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Σοφοκλή, καθώς και για τις Εκκλησια΄ζουσες του Αριστοφάνη που εκτελέσθηκαν στο Epidaurus Theatre Melbourne. Επίσης συνέθεσε παιδικά μούσικαλς, όπως γι παράδειγμα, τα GODS OF OLYMPUS που εκτελέσθηκαν στο Westgarth Theatre για τους μαθητές. Ακόμη, το μούσικαλ THE JOURNEY OF PETER LUKY του Strimberg, που εκτελέσθηκε από το Theatre Paroikia. Επίσης, συνέθεσε το έργο TAXIDI, μια υπέροχη μπαλάντα που χρηματοδότησε το Υπουργείο Ethnic Affairs of Victoria, με την ευκαιρία των εορτασμών της αδελφοποίησης των πόλεων Μελβούρνης-Θεσσαλονίκης, στο Melbourne Concert Hall. Το 1984, συμμετείχε στους Θερινούς Μουσικούς Αγώνες της Μελβούρνης, με ελληνική συναυλία jazz στο περίφημο Hamer Concert Hall.
Στην περίοδο 1980-1987, ο σημαντικότατος αυτός μουσικοσυνθέτης του Ελληνισμού της Αυστραλίας διεύθυνε και συντόνισε τους Ελληνικούς Μουσικούς Αγώνες Τραγουδιού, αφού προηγήθηκε ως καλύτερο τραγούδι η σύνθεσή του (1977-1978), καθώς και η διάκρισή του ως καλύτερου τραγουδιού στους αγώνες Ραδιοφώνου του 1987 , στα πλαίσια το έτους Ειρήνης. Το 2014, ο Χρήστος Ιωάννης προτάθηκε για το βραβείο AUSTRALIAN OF THE YEAR Award. Η καλλιτεχνική του απογείωση, ωστόσο, ολοκληρώθηκε το 2016 όταν εκλέχθηκε ως Υπότροφος Καλλιτέχνης του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών και επί 12 μήνες συνέθεσε την συναυλία Alexander the Great, a pioneering multiculturalism concert (26 October 2016) στο κατάμεστο Melbourne Recital Centre, όταν και οι 1000 ακροατές του είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν τον μεγάλο του ταλέντο, ως μουσικοσυνθέτη, με την παρουσία φοβερής χορωδίας 40 ατόμων και μία συμφωνική ορχήστρα 30 μουσικών που διεύθυνε Douglas Heywood, OAM. Επί πέντε λεπτά, όρθιοι οι ακροατές των επευφημούσαν για τη θαυμάσια δουλειά του. Τα χειροκροτήματά τους θα τον συνοδεύουν στην πορεία τού έργου του και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
*Αναστάσιος Μ. Τάμης
Ισάδελφος και συνεργάτης του