Ο Σπύρος Λούης έκανε αγροτικές εργασίες και παρέδιδε νερό στην Αθήνα πολλές φορές την εβδομάδα. Ηταν ένας 24χρονος νέος, ιδιαίτερα γυμνασμένος. Στις 10 Απριλίου 1896, μπήκε στο Παναθηναϊκό στάδιο, αφού έτρεξε τον πρώτο Μαραθώνιο των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, καλύπτοντας την απόσταση των 42.195 μέτρων σε δύο ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα. Μάλιστα, ο Λούης προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στους παρευρισκομένους, όταν διαπίστωσαν ότι παρά τον επίπονο αγώνα, δεν έδειχνε σημάδια κόπωσης. Στην δεύτερη θέση, μετά από επτά (!) λεπτά, τερμάτισε ο Χαρίλαος Βασιλάκος (3:06.03) μετά από «μάχη» στα τελευταία μέτρα με τον Ούγγρο, Γκιούλα Κέλνερ (3:06.35).

Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο Λούης ήταν πολύ ερωτευμένος και ήθελε να εντυπωσιάσει την μέλλουσα σύζυγό του, Ελένη, κάτι που εν τέλει, κατάφερε με την νίκη του.

Η Ολυμπιακή Επιτροπή του πρόσφερε ένα κάρο για να μεταφέρει το νερό του και 25.000 δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή. Ομως ο Ελληνας δρομέας με το χαρακτηριστικό μουστάκι, δεν δέχθηκε τα χρήματα, δηλώνοντας ότι έτρεξε για την πατρίδα του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Λούης έγινε εθνικός ήρωας και ήταν ο σημαιοφόρος της Ελλάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου (1936).

Λόγω του κατορθώματος του, ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει η έκφραση «έγινε Λούης», που σημαίνει ότι «εξαφανίσθηκε, τρέχει πολύ γρήγορα»…

«Ο πρώτος των πρώτων»: Ο Σπύρος Λούης και ο Μαραθώνιος του 1896 που τον ανέδειξε Ολυμπιονίκη!

Η ιστορία «γράφτηκε» στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες που αναβίωσαν το 1896 στην Αθήνα. Εκεί, όπου ο 23χρονος Σπύρος Λούης έγινε ο πρώτος των… πρώτων μετά την εμβληματική νίκη του στον Μαραθώνιο. Το ημερολόγιο τότε έγραφε 29 Μαρτίου του 1896. Βάσει του Νέου, 10 Απριλίου του ίδιου έτους.

Στον αγώνα πήραν μέρος 17 αθλητές από πέντε συνολικά χώρες. Το σύνθημα δόθηκε και όλοι ξεκίνησαν την ιστορική διαδρομή με αφετηρία τον Μαραθώνα.

Στο 28ο χιλιόμετρο και στο ύψος της Παλλήνης, ο Γάλλος Αλμπέ Λερμιζιό, που οδηγούσε την κούρσα, άρχισε να εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Στιγμές αργότερα, εγκατέλειψε τον αγώνα, καταβεβλημένος από την κούραση.

Τα «ηνία» πήρε ο Έντουιν Φλακ από την Αυστραλία, αλλά μέσα στα επόμενα χιλιόμετρα αποσύρθηκε και αυτός. Και τότε, ο Σπύρος Λούης, που στο μεταξύ είχε μειώσει την απόστασή του από τον Αυστραλό, πέρασε πρώτος.

Ένας έφιππος μετέφερε την είδηση στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο και στο Στάδιο επικράτησε «πανζουρλισμός» με τα επιφωνήματα «Έλλην, Έλλην» να ακούγονται ρυθμικά από τους θεατές.

Ο Λούης μπήκε στο Καλλιμάρμαρο πρώτος και τερμάτισε με χρόνο 2:58.50. Οκτώ λεπτά μετά, ο Χαρίλαος Βασιλάκος πέρασε και αυτός τη «γραμμή» τερματισμού κατηγορώντας τον Λούη ότι… έκλεψε διανύοντας μέρος της διαδρομής πάνω σε κάρο! Κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε, όμως, ποτέ.

Η ιστορία έγραψε ότι ο Σπύρος Λούης είναι ο νικητής του πρώτου Μαραθωνίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 1896 και του απονεμήθηκε τιμητικά το Ασημένιο Κύπελλο του Μισέλ

Το ‘αγαλμα του Σπύρου Λούη στη Μελβούρνη. Φώτο αρχείου

Άγαλμα Σπύρου Λούη στην Αυστραλία

Τι κοινό έχουν ο Σπύρος Λούης και ο Αυστραλός Έντγουϊν Φλέϊκ; Και οι δυο αγωνίστηκαν στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 στην Αθήνα.

Εδώ και χρόνια συνυπάρχουν, ως αγάλματα και Δήμο Berwick όπου έχει στηθεί προτομή του Αυστραλού αθλητή, αλλά του Σπύρου Λούη.

Η πρωτοβουλία ανήκει στον Ελληνικό Οργανισμό Στήριξης του Ολυμπιακού Πνεύματος και Ιδέας του οποίου ηγείτο ο κ. Αριστείδης Παναγάκης

Στο δήμο Berwick, έζησε ο μεγάλος Αυστραλός δρομέας και «διπλός» χρυσός Ολυμπιονίκης στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 1896, ο Edwin H. Flack.

Ο αθλητής αυτός γεννήθηκε στην Αγγλία το 1873, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αυστραλία σε ηλικία τεσσάρων ετών (το 1878) και δέκα οκτώ χρόνια μετά, το 1896, έγραψε χρυσές σελίδες στην ιστορία του Αυστραλιανού Στίβου, κερδίζοντας στην Αθήνα δύο χρυσά μετάλλια, στους δρόμους των 800 και των 1500 μέτρων. Μετείχε στη συνέχεια και στο Μαραθώνιο Δρόμο, αλλά έχασε από το Σπύρο Λούη, τον Έλληνα δρομέα-θρύλο που συνταύτισε το όνομά του με την αναβίωση των Ολυμπιάδων. Εργάστηκε ως λογιστής στη Μελβούρνη και διέμενε στο Berwick, όπου και πέθανε σε ηλικία εξήντα ένα ετών το 1935. Δεν νυμφεύθηκε ποτέ. Το 1996, εκατό χρόνια μετά την αναβίωση των μοντέρνων Ολυμπιακών Αγώνων, η μικρή κωμόπολη του Berwick αξιώθηκε να του στήσει ένα μικρό χάλκινο αγαλματάκι στη μέση της πλατείας, για να θυμίζει στις νέες γενιές το μεγάλο αθλητή που δόξασε την Αυστραλία, που έζησε και πέθανε εκεί».

Το 2013 με μια σεμνή αλλά και συγκινητική εκδήλωση έγιναν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του θρυλικού Σπύρου Λούη στη Μελβούρνη. Τη σχετική τελετή «σημάδεψε» διαμαρτυρία μερικών κατοίκων της περιοχής που δεν συμφωνούσαν με την ανέγερση του αγάλματος.

Λιγότεροι από 20 διαδηλωτές είχαν συγκεντρωθεί κρατώντας πλακάτ με συνθήματα όπως «Δεν θέλουμε το άγαλμα του Σπυρίδωνα στην περιοχή μας», «Ποιος Σπυρίδων;» « Σπυρίδων πήγαινε αλλού» κι άλλα προσβλητικά σχόλια.

Η απόφαση του Δήμου Casey στη Μελβούρνη να στήσει άγαλμα του πρώτου Έλληνα Μαραθωνοδρόμου στο προάστιο Berwick είχε προκαλέσει αντιδράσεις.

Χίλιοι και πλέον κάτοικοι της περιοχής είχαν εκφράσει την έντονη διαμαρτυρία τους για την ανέγερση του αγάλματος του Σπύρου Λούη και μάλιστα υπέγραψαν και επιστολή διαμαρτυρίας την οποία διαβίβασαν στον δήμο τους. Ως επιχείρημα των αντιδράσεων τους ανέφεραν ότι ο Έλληνας Ολυμπιονίκης δεν έχει καμία σχέση με την Αυστραλία ή τον δήμο τους.

Ο δήμος δεν υποχώρησε όμως καθώς το άγαλμα του Λούη στήθηκε σε πολύ κοντινό σημείο του αγάλματος του Αυστραλού Μαραθωνοδρόμου Edwin Flack που ήταν ο αντίστοιχος θρύλος της εποχής και είχε χάσει από τον Σπύρο Λούη στους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας το 1896.

Υποστήριξε, δηλαδή ο δήμος, πως «υπάρχει σχέση» και πρόσθεσε πως το συγκεκριμένο άγαλμα συμβολίζει τη φιλία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αυστραλία. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από την Πολιτειακή Κυβέρνηση της Βικτώριας και ομογενειακές επιχειρήσεις και ήταν μια πρωτοβουλία του Ελληνικού Οργανισμού Στήριξης του Ολυμπιακού Πνεύματος και Ιδέας, του οποίου ηγείται ο Αριστείδης Παναγάκης.

Στα αποκαλυπτήρια, εκτός του κ. Παναγάκη, παρευρέθηκαν η τότε πρόξενος της Ελλάδας, Ελένη Λιανίδου, η δήμαρχος του Κάσεϊ, Αμάντα Στάπλετον, η (τότε) σκιώδης ομογενής υπουργός Τζένη Μικάκου, ο πρόεδρος των επιτροπών του δήμου Μικ Μόρελαντ κ.α.