Η τρέχουσα έξαρση περιστατικών που έχουν μολυνθεί από τον ιό Oropouche (OROV) στις Πολιτείες Amazonas και Acre της Βραζιλίας, εντείνει τις ανησυχίες για τη δημόσια υγεία, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου που ελλοχεύει για τους ταξιδιώτες που επισκέπτονται αυτές τις περιοχές.
Λαμβάνοντας υπόψη την ενδημική φύση της μόλυνσης από τον ιό OROV σε αυτές τις περιοχές, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ κατέταξαν τη Βραζιλία στο επίπεδο 1 στο πλαίσιο της Ειδοποίησης για Ταξιδιωτική Υγεία, που σημαίνει ότι υπάρχει ένας ελάχιστος αλλά υπαρκτός κίνδυνος για την υγεία, για τον οποίο πρέπει να γνωρίζουν οι ταξιδιώτες.
Ο πυρετός Oropouche, που προκύπτει από τη μόλυνση με τον ιό OROV, είναι μια αναδυόμενη ζωονόσος που μεταδίδεται κυρίως μέσω τσιμπημάτων από μολυσμένα έντομα Culicoides Paraensis, γνωστά ως σκνίπες, και μερικές φορές μέσω κουνουπιών.
Το C. Paraensis συναντάται συνήθως σε υδάτινα σώματα όπως λίμνες και ποτάμια, καθώς και σε υγρές τροπικές περιοχές, ιδίως σε ορισμένες περιοχές διαφόρων χωρών της Νότιας Αμερικής, και παίζει σημαντικό ρόλο στη δυναμική της μετάδοσης του OROV.
Τα συμπτώματα της μόλυνσης από τον ιό OROV περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό, κεφαλαλγία, μυαλγία, αρθραλγία, ναυτία, εμετό και ρίγη και μοιάζουν έντονα με τα συμπτώματα που προκαλούν άλλοι ενδημικοί αρμποϊοί της Λατινικής Αμερικής, όπως ο δάγκειος πυρετός, ο ιός chikungunya και ο ιός Zika.
Αν και οι περισσότερες περιπτώσεις μόλυνσης από τον ιό OROV είναι αυτοπεριοριζόμενες και συνήθως υποχωρούν μέσα σε μία εβδομάδα, υπάρχει πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών, όπως μηνιγγίτιδα και εγκεφαλίτιδα, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε θάνατο.
Οι εν λόγω επιπλοκές είναι πιο πιθανό να εμφανιστούν σε περιπτώσεις που εμπλέκεται το κεντρικό νευρικό σύστημα, και απαιτούν άμεση ιατρική παρέμβαση και προσεκτική φροντίδα.
Ο ιός OROV εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1955 μεταξύ εργατών δασών στο Trinidad της Καραϊβικής, ενώ το 1960 ανιχνεύθηκε σε έναν βραδύποδα στη Βραζιλία.
Μία έξαρση του ιού το 1961 στη Βραζιλία είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφούν περίπου 11.000 κρούσματα.
Στην Αμερική έχουν καταγραφεί πάνω από 500.000 κρούσματα, αν και ο πραγματικός αριθμός και η έκταση της μετάδοσης της νόσου μπορεί να μην έχουν εκτιμηθεί με ακρίβεια.
Η πρόσφατη αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων μόλυνσης από τον ιό OROV στη Βραζιλία, ιδιαίτερα στην Πολιτεία του Amazonas, υπογραμμίζει την ανάγκη για αυξημένη ευαισθητοποίηση, λήψη προληπτικών μέτρων και ενίσχυση της επιτήρησης για τον πληθυσμό των ενδημικών περιοχών και για τους ταξιδιώτες.
Το 2023 καταγράφηκαν 832 κρούσματα. Το 2024, μέχρι τις 9 Μαΐου, έχουν καταγραφεί 5.913 κρούσματα, εκ των οποίων τα 2.910 (περίπου 93%) προέρχονται από την περιοχή Amazonas, με τα περισσότερα από αυτά να εντοπίζονται στην περιοχή Manaus.
Επιπλέον, έχουν καταγραφεί κρούσματα στις εξής περιοχές της Νότιας Αμερικής: Rondônia (n=1113), Acre (n=163), Para (n=52), Roraima (n=7), Amapa (n=1), Rio de Janeiro (n=10), Santa Catarina (n=7) και Paraná (n=1).
Τα κρούσματα στην Piaui (n=10), στη Bahia (n=273) και στο Espirito-Santo (n=33) είναι υπό διερεύνηση για να προσδιοριστεί η ακριβής προέλευση της μόλυνσης.
Κατά τη διάρκεια της βροχερής περιόδου, οι ιοί Oropouche, δάγκειος πυρετός, chikungunya, Zika, Mayaro και ο ιός της ιππικής εγκεφαλίτιδας της Βενεζουέλας, εμφανίζονται ως αιτίες πυρετού, κάτι που απαιτεί διαφορική διάγνωση και συνιστά σημαντική ανησυχία για τη δημόσια υγεία στην Αμερική.
Επιπλέον, το 2023 σημειώθηκε ξέσπασμα μόλυνσης από OROV και πυρετού Mayaro σε αστικές περιοχές του Acre στη Βραζιλία, με περισσότερα από 60 κρούσματα να συγκεντρώνονται σε περιοχές όπως η Acrelândia, το Feijó και το Rio Branco.
Κρούσματα πυρετού Mayaro έχουν καταγραφεί στο Cruzeiro do Sul στη Βραζιλία καθώς και σε άλλους δυτικούς Δήμους.
Επιπλέον, μεταξύ των γειτονικών χωρών, στο Περού καταγράφηκαν 94 κρούσματα πυρετού OROV από το 2016 έως το 2022, ενώ η Κολομβία κατέγραψε 87 κρούσματα από το 2019 έως το 2021.
Κρούσματα έχουν καταγραφεί επίσης στο Εκουαδόρ, στη Γαλλική Γουιάνα, στον Παναμά, και στο Τρινιδάδ και Τομπάγκο.
Μέχρι στιγμής το 2024 (μέχρι τις 9 Μαΐου), η Βραζιλία έχει καταγράψει πάνω από 5.000 κρούσματα, η Βολιβία 1.856 ύποπτα κρούσματα (εκ των οποίων 313 επιβεβαιώθηκαν με RT-PCR), το Περού 259 κρούσματα (ο υψηλότερος αριθμός που έχει καταγραφεί ποτέ στο Περού), η Κούβα 74 κρούσματα και η Κολομβία 38 κρούσματα, με τον συνολικό αριθμό κρουσμάτων μόλυνσης από OROV να ξεπερνά τα 6.000.
Παράγοντες που συμβάλλουν στην έξαρση τέτοιων ασθενειών περιλαμβάνουν την αστικοποίηση, την αποψίλωση των δασών και την κλιματική αλλαγή, οι οποίες σχετίζονται με την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, τα ακραία κύματα ζέστης, την ξηρασία, τις βροχές και τις πλημμύρες.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την αύξηση του αριθμού των σκνιπών και κουνουπιών.
Δεδομένων των κοινών συμπτωμάτων με άλλους αρμποϊούς και της απουσίας στοχευμένων θεραπειών ή εμβολίων για τον OROV, η ακριβής διάγνωση και η έγκαιρη ιατρική παρέμβαση είναι απολύτως απαραίτητες.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις εξελίξεις, είναι σημαντικό για τους ταξιδιώτες που επισκέπτονται ενδημικές περιοχές στη Βραζιλία, ιδιαίτερα στην Πολιτεία Amazonas και στο Acre, να λάβουν προληπτικά μέτρα όπως η χρήση απωθητικών εντόμων εγκεκριμένων από την Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος, η χρήση προστατευτικών ρούχων, η επιλογή καταλυμάτων με προστασία από τα κουνούπια, η επεξεργασία των ρούχων και του εξοπλισμού με περμεθρίνη, και η άμεση αναζήτηση ιατρικής βοήθειας αν εμφανιστούν συμπτώματα, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος μόλυνσης από τον OROV.
Οι βραζιλιανικές υγειονομικές Αρχές θεωρούν τη μόλυνση από OROV απειλή και έχουν προχωρήσει σε περαιτέρω έρευνες για την κατανόηση της κατάστασης της νόσου σε διάφορες περιοχές.
Καθώς οι ερευνητές και οι επαγγελματίες υγείας εξακολουθούν να μελετούν τον ιό OROV, κρίνεται σημαντικό να διαδίδονται αξιόπιστες πληροφορίες και να προωθούνται προληπτικές στρατηγικές για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Με την αύξηση της ευαισθητοποίησης και την εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών, μπορεί να μειωθεί η επίδραση του ιού OROV και να προστατευθούν τα άτομα που ταξιδεύουν σε ενδημικές περιοχές.
*Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο επιστημονικό περιοδικό «The Lancet» με τίτλο «Oropouche fever outbreak in Brazil: an emerging concern in Latin America» (Ξέσπασμα πυρετού Oropouche στη Βραζιλία: μια αναδυόμενη ανησυχία στη Λατινική Αμερική).