Τα 101 χρόνια ζωής συμπλήρωσε η Μαργαρίτα Τσαντ-Παπανδρέου, ακτιβίστρια, συγγραφέας, αρθρογράφος και δεύτερη σύζυγος του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ανδρέα Παπανδρέου, με τον οποίο απέκτησαν τέσσερα παιδιά (τον Γιώργο, τη Σοφία, τον Νίκο και τον Αντρίκο).
«Μια ζωή 101 ετών, πλούσια σε εμπειρίες, γεμάτη αγώνα και προσφορά για τη δημοκρατία και την ισότητα», έγραψε ο γιος της Γιώργος Παπανδρέου, πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας επίσης, σε ανάρτηση του στο Facebook, ευχόμενος χρόνια πολλά στη μητέρα του, για τα γενέθλιά της στις 30 Σεπτεμβρίου.
«Η πορεία σου δεν ήταν απλώς μαρτυρία μιας εποχής, αλλά φωτεινός φάρος για όσους ακολούθησαν τα βήματά σου».
«Σήμερα, όμως, δεν τιμούμε μόνο τα επιτεύγματά σου, αλλά είναι η στιγμή που θέλουμε να σου πούμε πόσο σε αγαπάμε, σαν μητέρα που στάθηκες δίπλα μας με απέραντη δύναμη, σε κάθε δυσκολία και κάθε επιτυχία».
«Χρόνια πολλά στην Μαργαρίτα μας, που με την αγάπη της άνθισε η ζωή μας», επισήμανε ο κ. Παπανδρέου.
Η Μαργαρίτα Τσαντ-Παπανδρέου γεννήθηκε στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις στις 30 Σεπτεμβρίου 1923, ως η μεγαλύτερη από πέντε αδελφές.
Αρχικά σπούδασε δημοσιογραφία και κατόπιν έκανε το μεταπτυχιακό της στη Δημόσια Υγεία στο Πανεπιστήμιο Μιννεσότα, όπου και γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Ανδρέα Παπανδρέου.
Εκτός από τα 7 χρόνια της εξορίας της κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ζει στην Ελλάδα από το 1961.
Διετέλεσε για 8 χρόνια πρόεδρος της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας, μιας πανελλήνιας, ανεξάρτητης φεμινιστικής οργάνωσης και πέτυχε τη βελτίωση του νομικού και κοινωνικού κατεστημένου των Ελληνίδων.
Γενικά έλαβε ενεργό μέρος σε γυναικεία θέματα και θέματα ειρήνης. Είναι επίσης συγγραφέας πολλών άρθρων και βιβλίων.
Η ζωή της θα μπορούσε να συνοψίζεται με δύο λέξεις, αυτές τις οποίες η ίδια άλλωστε επέλεξε για τον τίτλο της αυτοβιογραφίας της «Έρωτας και Εξουσία».
Η Μαργαρίτα Παπανδρέου μοιάζει να μην αποσύρθηκε ποτέ από μια κατάσταση εξέγερσης και διαρκούς πάλης με τα στερεότυπα. Από το 1948, δηλαδή από τότε που συνάντησε για πρώτη φορά τον Ανδρέα Παπανδρέου τυχαία στον προθάλαμο του οδοντιατρείου ενός Ελληνοκύπριου στη Μινεσότα των ΗΠΑ και σίγουρα από το 1951, όταν τον παντρεύτηκε στο Ρίνο της Νεβάδα, φαίνεται να πασχίζει, ακόμη και σήμερα … να φωνάξει με όλη τη δύναμή της και με το ίδιο ακατάβλητο πείσμα ότι η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν είναι αυτό που βιάζεται να πιστέψει ο κόσμος. Δεν είναι μία από τις ελάχιστες γυναίκες στην παγκόσμια ιστορία που συνδέθηκε με τρεις πρωθυπουργούς. Δεν είναι μόνο η νύφη του Γεώργιου και η μητέρα του Γιώργου. Και, βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ μόνο η σύζυγος του Ανδρέα, αρχικά η ‘ξένη Πρώτη Κυρία της Ελλάδας’ και αργότερα η ‘απατημένη ξένη Πρώτη Κυρία της Ελλάδας’», επισήμανε πέρυσι το «Πρώτο Θέμα» με αφορμή τα 100ά της γενέθλια.
«Θα μπορούσε να αποφανθεί κανείς ότι η ζωή της Μαργαρίτας Παπανδρέου είναι μια αδιάκοπη μάχη με τον ετεροκαθορισμό, μια ατελείωτη απόπειρα να δραπετεύσει από τη βαριά σκιά των ανδρών που την περιστοίχιζαν. Μια μάχη για να αποδείξει ότι η ίδια αξίζει την προσοχή της Ιστορίας ως αυτόφωτη και αυτοδύναμη ανεξάρτητη γυναίκα, καθόλα ισότιμη με τον άνδρα της ζωής της, αν μη τι άλλο, τον Ανδρέα Παπανδρέου».
Η αυτοβιογραφία «Έρωτας και Εξουσία» της Μαργαρίτας Παπανδρέου, ένα βιβλίο 536 σελίδων, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, το 2015.
Ο γιος της, Νίκος Παπανδρέου, αναφέρει στον πρόλογο:
«Τούτο το βιβλίο είναι η αφήγηση ενός μεγάλου έρωτα μιας Αμερικανίδας από το Σικάγο για τον άντρα που γνώρισε πριν από πολλά χρόνια σε μια αίθουσα αναμονής ενός οδοντιάτρου στη Μιννεσότα το 1948. Αφηγείται επίσης τον βίο και το έργο της ίδιας από πρώτο χέρι, τις πλούσιες πολιτικές της δραστηριότητες αλλά και τις περίπλοκες καταστάσεις -τόσο σε προσωπικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο- που πυροδότησε το πολύκροτο διαζύγιο από τον άνθρωπο στον οποίο είχε αφιερωθεί εξολοκλήρου επί τέσσερις δεκαετίες».
«Το διαζύγιο Μαργαρίτας-Ανδρέα (και κατόπιν ο γάμος του Ανδρέα με νεότερή του γυναίκα) όχι μόνο κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα στην Ελλάδα, αλλά έκανε και τον γύρο του κόσμου. Ήταν ένα διαζύγιο στο οποίο έπρεπε να πάρουν θέση όχι μόνο φίλοι και συγγενείς, αλλά και όλη η χώρα. Για πρώτη φορά περιγράφεται με λεπτομέρειες το πώς έφτασε στον χωρισμό».
«Παρά τους αρχικούς της δισταγμούς, η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν αποφεύγει να μιλήσει για τον έρωτα αλλά και για το σεξ. Δεν κρύβει τίποτα στις σελίδες του βιβλίου της, κι ας μην είναι, ορισμένες φορές, οι πιο ευχάριστες για έναν γιο».
«Φωτίζει επίσης μια ιδιαίτερη πλευρά του γυναικείου κινήματος. Η ίδια συμμετείχε ενεργά στη φεμινιστική επανάσταση στην Ελλάδα αλλά και στη Βόρεια Αμερική. Μπορεί να ήταν στο πλευρό του Έλληνα πολιτικού που άλλαξε την Ελλάδα, του Ανδρέα, αλλά εκείνη δημιούργησε και καθοδήγησε το σπουδαιότερο φεμινιστικό κίνημα της χώρας, αυτό δηλαδή που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή αναφορικά με τα δικαιώματα της γυναίκας στην Ελλάδα».
Η Μαργαρίτα Παπανδρέου γράφει ανάμεσα σε άλλα:
«Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μαΐου είχα μια μόνιμη αίσθηση μη πραγματικότητας. Η εικόνα ήταν οι δύο σύζυγοι να κάθονται και να συζητούν μεταξύ τους, ενώ ο άντρας στην ουσία ζούσε με μια άλλη γυναίκα κάπου αλλού. Θα συζητούσαμε για την πολιτική, τα παιδιά μας και κάποιες φορές για την αεροσυνοδό. Ήταν τρελό, εντελώς αλλόκοτο. Σκέψου ο Ρόναλντ Ρέιγκαν να ζει στον Λευκό Οίκο, ας πούμε με τη γραμματέα του, και να επισκέπτεται από καιρού εις καιρόν τη Νάνσυ στο Μπλερ Χάουζ. Ψάχνω βαθιά στην ψυχή μου όχι για να καταλάβω τον Ανδρέα, αλλά τον εαυτό μου. Ο Κώστας δεν μπορούσε να βοηθήσει. Μου είπε: ‘Είναι απλό, τον αγαπάς και δε θέλεις να πληγωθεί’. Αυτό ήταν αλήθεια. Αλλά ήταν κάτι παραπάνω. Πηγαίνει πίσω στην πατριαρχική νοοτροπία, σε συμπεριφορές που έχουν εντυπωθεί μέσα μου όταν ήμουν παιδί και που δεν μπορώ να αλλάξω. Πρέπει να έχεις άντρα. Μην τον χάσεις. Είσαι η κόλλα που κρατάει ενωμένη την οικογένεια. Είναι δική σου ευθύνη.
Ή μήπως έχει να κάνει με την κτητικότητα, με τον έλεγχο; Ξέρω πως είμαι πολύ προστατευτική απέναντι στον Ανδρέα, σαν να ήταν ένα από τα παιδιά μου. Κάνουμε τους άντρες να εξαρτώνται από μας, κάτι που μας κάνει να αισθανόμαστε σημαντικές, δυνατές. Αναρωτιέμαι αν αυτό είναι που φοβάμαι να χάσω. Κάποιοι πιστεύουν ότι δε θέλω να χάσω την κοινωνική μου θέση, πως μένω λόγω της φιλοδοξίας μου. Έχω φιλοδοξία – να κάνω θετικά πράγματα για τη χώρα, για τον κόσμο. Το ότι είμαι Πρώτη Κυρία βοήθησε, αλλά έχω χτίσει το δικό μου όνομα και δε χρειάζομαι πλέον τον τίτλο. Ποτέ δε νοιάστηκα για τον τίτλο ή το στάτους μου, επειδή ποτέ δεν προσδιόριζα με αυτούς τους όρους τον εαυτό μου. Απ’ όσο ξέρω, είμαι ακόμα η Μάγκι, η σερβιτόρα που βρέθηκε στην κορυφή της σκάλας, αλλά που θα ήταν ευχαριστημένη αν εγκατέλειπε τον τίτλο εφόσον μπορούσε να συνεισφέρει σε σημαντικά θέματα.
Ανακαλύπτω πως είμαι σχετικά μόνη, μιας και ελάχιστοι έχουν αυτό τον τρόπο σκέψης. Οι περισσότεροι απ’ όσους είναι στο κόμμα προσπαθούν να παραμείνουν στη θέση τους. Δε θέλουν να τα βάλουν με το αφεντικό. Δε θέλουν να επωμιστούν το κόστος. Έχουν μια κοντόφθαλμη άποψη – είναι πιο εύκολο, πιο βολικό. Οι αληθινοί φίλοι, αυτοί με τους οποίους μπορώ να μιλήσω ανοιχτά για τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου, με συμβούλεψαν: «Μην το φτάσεις στα άκρα. Ξέροντας τη συμπεριφορά του Ανδρέα απ’ το παρελθόν, γιατί να το σπρώξεις; ‘Ασε αυτόν να κάνει το βήμα, να πάρει την πρωτοβουλία. Συνέχισε να ασχολείσαι με τις τόσο σημαντικές δραστηριότητές σου. Αδιαφόρησε, μη δίνεις σημασία».
Εύκολο στα λόγια. Αλλά πώς θα το αντέξει το στομάχι μου;».
(Απόσπασμα ημερολογίου 26 Μαΐου 1987).