«Τα πανηγύρια είναι βαθιά ριζωμένα στις ψυχές των Καρδιτσιωτών και τελούνται αδιάκοπα από τότε που ανέτειλε ο πολιτισμός στον τόπο μας. Συμπυκνώνουν δε τόσα πολλά στοιχεία που δικαιολογημένα θεωρούνται από πολλούς ως ένα πολύ σπουδαίο κομμάτι της παράδοσής μας. Τα πανηγύρια είναι ανάγκη ψυχής και κατά τη διάρκεια της τέλεσής τους δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα: Χαρά, ξεφάντωμα, κατάνυξη, λύτρωση».
Αυτά μεταξύ άλλων τονίζει στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά, ερευνήτρια Τοπικής Ιστορίας και Λαογραφίας-πρόεδρος του Κέντρου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας, μέσα από δική της έρευνα που πραγματοποίησε.
Έτσι τα γιόρταζαν πριν από χιλιάδες χρόνια οι πρόγονοί μας, έτσι τα γιορτάζουν σήμερα, με κάποια επιπλέον στοιχεία που προστέθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Δεν παραλείπει δε να τονίσει και τα εξής:
«Κυρίαρχο στοιχείο στην πορεία των χρόνων ήταν το θρησκευτικό, το οποίο πήγαινε πάντα παρέα με τη διασκέδαση. Όλα τα πανηγύρια γίνονταν και γίνονται με την ευκαιρία μεγάλων γιορτών και συμμετέχουν σ’ αυτά, διαχρονικά, γέροι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Χορεύουν, γλεντούν με την ψυχή τους με τα δικά τους τραγούδια, με τους δικούς τους χορούς, αυτούς που έμαθαν από τους προγόνους τους. Ιδιαίτερα για τους ξενιτεμένους το πανηγύρι είναι ένα ταξίδι αναστοχασμού και ένα θυμίαμα μνήμης των προγόνων τους. Νιώθουν το αίσθημα τού συνανήκειν, σε μια ομάδα που την ενώνει ο κοινός τόπος, οι κοινές μνήμες και η νοσταλγία της επιστροφής στις γενέτειρές τους, που για διάφορους λόγους ο καθένας εγκατέλειψε».
Πότε ξεκινούν και πότε τελειώνουν; Τα πανηγύρια στην Καρδίτσα, σύμφωνα με την κ. Κοζιού, αρχίζουν από την Άνοιξη και τελειώνουν το Φθινόπωρο. Ξεκινούν συγκεκριμένα του Αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου, όταν βέβαια δεν συμπίπτει με τη Μεγάλη Εβδομάδα, και ακολουθεί στις 2 Μαΐου του Αγίου Αθανασίου, που εορτάζεται η ανακομιδή των λειψάνων του. Τα σημαντικότερα είναι αυτά της Αναλήψεως, της Αγίας Τριάδας, της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Παντλεήμονος, του Προφήτη Ηλία, του Σωτήρος, της Κοίμησης της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας στα Εννιάμερα, του Προδρόμου, της Γεννήσεως της Θεοτόκου και άλλων πολλών Αγίων, στους οποίους είναι αφιερωμένες οι εκκλησίες κάθε χωριού. Σε πολλά χωριά, όταν η μνήμη του αγίου γιορτάζεται τον χειμώνα, όπως ο Άγιος Νικόλαος, τα πανηγύρια μεταφέρονται το καλοκαίρι.
Στα καραγκουνοχώρια, μετά τη λειτουργία, αναφέρει η ίδια πιο αναλυτικά, ακολουθούσε χορός γυναικών στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, οι οποίες τραγουδούσαν χωρίς συνοδεία ορχήστρας. Χόρευαν τα καθιερωμένα σεργιάνια οι καραγκούνες στην αρχή, και μετά ακολουθούσαν χοροί με τα όργανα, όπου έπαιρναν μέρος και οι άνδρες, οι οποίοι χόρευαν στο κέντρο του κύκλου και ήταν αυτοί που κερνούσαν τα όργανα για τις παραγγελιές των τραγουδιών.
Πολλές φορές, όταν δεν χόρευαν οι άνδρες στο κέντρο, τα όργανα σταματούσαν μέχρι να σηκωθεί καμιά παρέα ανδρών να χορέψει, για να τους κεράσουν, γιατί αυτοί είχαν τον παρά. Μάλιστα οι γυναίκες δεν χαλούσαν τον κύκλο και περίμεναν καρτερικά. Στα ορεινά χωριά της Καρδίτσας χόρευαν άνδρες και γυναίκες μαζί σε ξεχωριστούς κύκλους με τις γυναίκες στον μέσα κύκλο. Οι περισσότερες κοινότητες στα πανηγύρια έκαναν τα λεγόμενα «καζάνια».
Παρασκεύαζαν φαγητό, το οποίο πρόσφεραν σε όλους τους συμμετέχοντες, ντόπιους και ξένους που μερικοί απ’ αυτούς έρχονταν από το βράδυ. Σε περίπτωση που δεν πραγματοποιούνταν τα καζάνια, οι κάτοικοι των χωριών δεν άφηναν ποτέ νηστικό επισκέπτη του πανηγυριού. Συχνά άκουγα στο χωριό μου, την Κρανιά, τονίζει η συγγραφέας, τις νοικοκυρές να φωνάζουν «είστε καλεσμένοι κάπου; Αν δεν είστε κοπιάστε». Το θεωρούσαν τιμή και υποχρέωση να φιλοξενήσουν κάποιον μουσαφίρη στο σπίτι τους την ημέρα του πανηγυριού. Γι’ αυτόν τον λόγο την ημέρα εκείνη οι νοικοκυρές έφτιαχναν και δυο φαγητά, ενώ στα ορεινά έψηναν κρέας και το μοίραζαν στους επισκέπτες.
Τα πανηγύρια της Καρδίτσας ήταν και είναι πολυλειτουργικά. Στο διάβα του χρόνου σημειώθηκαν πολλές αλλαγές: κοινωνικές, οικονομικές, δημογραφικές, πράγμα που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας και θα συνεχίζεται. Ιδιαίτερα τις δεκαετίες ’50-’60 που υπήρξε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης με προορισμό τις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας ή του εξωτερικού. Άλλοι για να γλιτώσουν το κυνηγητό και άλλοι για ανεύρεση εργασίας, αφού η χώρα μας βγήκε βαθιά τραυματισμένη από μια μαύρη κατοχή και από έναν φοβερό εμφύλιο πόλεμο.
Όλοι οι ξενιτεμένοι, συνεχίζει η κ. Κοζιού, φρόντιζαν στο πανηγύρι του χωριού τους να είναι παρόντες για να ανταμώσουν με τους δικούς τους και τους συγχωριανούς τους, να χορέψουν τους παραδοσιακούς χορούς και να σιγοτραγουδήσουν τα δημοτικά τραγούδια του τόπου τους. Εκεί, είχαν την ευκαιρία κάποιοι ξενιτεμένοι να αποδείξουν στους συγχωριανούς τους ότι στην ξενιτιά «καζάντησαν». Τυχερά τα κλαρίνα με τη χαρτούρα που εισέπρατταν από τον μερακλωμένο και πονεμένο μετανάστη, που έναν ολόκληρο χρόνο περιμένει αυτά τα παραδοσιακά γλέντια της πατρίδας του.
Σιγά, σιγά επήλθαν αρκετές αλλαγές στην τυπολογία των πανηγυριών. Νέα στοιχεία προστέθηκαν και μερικά παλιά πέρασαν στη λήθη. Το παραδοσιακό τραγούδι στα περισσότερα πανηγύρια πάει παρέα με το λαϊκό τραγούδι. Οι ορχήστρες ανέβηκαν στα αυτοσχέδια πατάρια, που στην αρχή γίνονταν από μπάλες με άχυρο και στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκαν οι πλατφόρμες των πρώτων τρακτέρ.
Πολλές φορές ο κλαριντζής κατέβαινε με το όργανό του στο κέντρο του κύκλου, ανάμεσα στους χορευτές να παίξει στο αυτί τού πρωτοχορευτή και να κολλήσει ο μερακλωμένος τη χαρτούρα στο μέτωπο ή στο κλαρίνο.
Αργότερα, χόρευαν με τη σειρά οι παρέες παίρνοντας αύξοντα αριθμό με χαρτάκια που έδιναν στην ορχήστρα, η οποία ανακοίνωνε δια του μικροφώνου τη σειρά της επόμενης παρέας. Τα λεφτά τα έριχναν στο ταψί, που βρισκόταν στο πατάρι μπροστά στα πόδια των μουσικών της ορχήστρας. Σιγά, σιγά άρχισαν να τολμούν και κάποιες γυναίκες να παραγγέλνουν το τραγούδι της αρεσκείας τους ή να κερνούν την ορχήστρα, όταν χόρευε μπροστά κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο, πράγμα αυστηρά απαγορευμένο παλαιότερα.
ΣΗΜΕΡΑ
Σήμερα, λέει η ερευνήτρια Τοπικής Ιστορίας και Λαογραφίας οι φορείς που αποφασίζουν για τη διοργάνωση είναι οι πολιτιστικοί σύλλογοι του χωριού και πολλές φορές και οι σύλλογοι των απανταχού αποδήμων, που δρουν και δραστηριοποιούνται εκτός της κοινότητας. Αυτοί οργανώνουν τα πάντα. Κλείνουν και πληρώνουν τις ορχήστρες και τα τραπεζοκαθίσματα, τα οποία απλώνουν στην πλατεία του χωριού τα μέλη του τοπικού συλλόγου.
Φροντίζουν να υπάρχουν ποτά, αναψυκτικά και σουβλάκια, τα οποία αντικατέστησαν τα παλιά «καζάνια», που ετοίμαζε δωρεάν η εκκλησία με την κοινότητα. Τα σουβλάκια και τα αναψυκτικά αγοράζονται πλέον από τους συμμετέχοντες πανηγυριώτες. Πολλές φορές αυτά τα πανηγύρια δεν προγραμματίζονται με θρησκευτική αφετηρία, ιδιαίτερα αυτά του καλοκαιριού.
Στις μέρες μας τα ονομάζουν ανταμώματα και τα περισσότερα πραγματοποιούνται το καλοκαίρι. Άλλες φορές τα ονομάζουν με το όνομα του χωριού (Κρανιώτικα, Μυρίνεια, Πλαστήρεια κ.ά.) ή με τη θεματική ενότητα που προγραμματίζουν να αναδείξουν (Αγροτικά στη Σέκλιζα, Γιορτή κρασιού Μεσενικόλα, Γιορτή πίτας στο Μοσχολούρι, Καστανογιορτή στον Ελληνόπυργο κ. ά). Επομένως, στα καλοκαιρινά γλέντια προστέθηκε ένα νεωτερικό στοιχείο, αυτό της διοργάνωσης από τους συλλόγους.
Τα πανηγύρια που οργανώνονται σήμερα έχουν ως εξής: Στην αρχή παρουσιάζονται τα χορευτικά τμήματα του χωριού και τα συγκροτήματα που έχουν προσκληθεί και ακολουθεί το γλέντι από όλους τους παρευρισκόμενους. Επειδή η νέα δομή οργάνωσης έχει αλλάξει πολύ, κάποιες φορές παρουσιάζονται θεατρικές παραστάσεις ή καραγκιόζης ή κουκλοθέατρο στη διάρκεια του διήμερου ή τριήμερου που διαρκούν οι εκδηλώσεις.
Σήμερα, δίπλα στους πάγκους με τα παιχνίδια, τα διάφορα ζαχαρωτά, τα μικροκοσμήματα και τους παραδοσιακούς χαλβάδες, στήνονται και οι πάγκοι με τα βιβλία.
Οι πάγκοι με τα αγροτικά εργαλεία έχουν αποσυρθεί, αφού πλέον άλλαξε ο τρόπος καλλιέργειας και συλλογής των προϊόντων και πλέον τα μικροεργαλεία και οι σπόροι δε χρειάζονται, καθώς όλες οι αγροτικές εργασίες γίνονται με υπερσύγχρονα αγροτικά μηχανήματα. Η παράδοσή μας έχει μια συνεχή δυναμική διαδικασία. Έτσι, στα παραδοσιακά πανηγύρια του τόπου μας προστίθενται νέα στοιχεία, άλλα αποβάλλονται, άλλα εξελίσσονται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν σβήνονται.
Τα πανηγύρια μπορεί να άλλαξαν δομή ως προς την οργάνωση και το τελετουργικό, όμως δεν έπαψαν να επιτελούν έναν σπουδαίο ρόλο, καταλήγει τονίζοντας η ίδια, αυτόν της συγκέντρωσης των κατοίκων της κοινότητας. Γέροι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά συμμετέχουν με την ψυχή τους στο γλέντι, για να διασκεδάσουν, να χαρούν και να βιώσουν όλοι μαζί την ενότητά τους και τη συνοχή τους ως μέλη της κοινότητας, να αναστοχαστούν οι μεγαλύτεροι την ιστορία και τα έθιμά του τόπου τους, να δοκιμάσουν τα παραδοσιακά φαγητά και το σουβλάκι, να χορέψουν με την παραδοσιακή ορχήστρα, να γευτούν το τσίπουρο και το κρασί, να γνωρίσουν οι νεότεροι, ιδιαίτερα τα παιδιά των απανταχού ξενιτεμένων, την ψυχή του τόπου τους και να φεύγουν ανανεωμένοι δίνοντας την υπόσχεση πως και του χρόνου θα είναι παρόντες στο πανηγύρι του χωριού τους. Και καταλήγει η Πρόεδρος του Κέντρου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας:
«Εκτός από τα χωριά της Περιφερειακής Ενότητας Καρδίτσας και η ομώνυμη πόλη διατηρεί κάποια από τα παλιά πανηγύρια, όπως αυτό που πραγματοποιείται στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στις Καμινάδες Καρδίτσας. Το αναβίωσε τα τελευταία χρόνια ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καμινάδων και τελείται κάθε χρόνο στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, ανήμερα της γιορτής. Εκεί, μετά το τέλος της λειτουργίας, οι γυναίκες χορεύουν στην αρχή τα σεργιάνια και στη συνέχεια ακολουθούν διάφοροι τοπικοί χοροί, με συνοδεία ορχήστρας, μπαίνοντας στον κύκλο και οι άνδρες. Παλαιότερα ετοίμαζαν φαγητό στα καζάνια και το μοίραζαν στους συμμετέχοντες πανηγυριώτες».
*Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Αποστόλης Ζώης