ΚΑΘΩΣ μεγάλωνα ήμουν περιτριγυρισμένη από βιβλία. Όταν ο αναγνώστης διαβάζει μια τέτοια δήλωση από κάποια που βρίσκεται στα εξήντα της, μπορεί ίσως να φαντάζεται κάποιο γραφείο ή σαλόνι σε ένα μεσοαστικό προάστιο της μεταπολεμικής Αυστραλίας. Η κατάσταση όμως ήταν πολύ διαφορετική. Μεγάλωσα στο πίσω μέρος ενός μαγαζιού Fish and Chips. Η κρεβατοκάμαρά μου ήταν ακριβώς δίπλα κολλητά με έναν μικρό εξωτερικό χώρο όπου οι γονείς μου έπλεναν τις πατάτες για να μετατρέψουν τα ατέλειωτα σακιά από πατάτες σε «τσιπς». Σκληρή, χειρωνακτική εργασία. Ξυπνούσα γύρω στις 5.00 κάθε πρωί με τον ήχο της χειροκίνητης μηχανής.
Κι όμως, το μικρό μας σαλονάκι που οδηγούσε στο μπροστινό μαγαζί που γέμιζε καπνό από το αδιάκοπο τηγάνισμα, ήταν κι αυτό γεμάτο με βιβλία. Βιβλία γραμμένα στα ελληνικά και έτσι ήταν πολύ προχωρημένα για μένα τότε, αλλά ο πατέρας μου τα διάβαζε με ενδιαφέρον και προσήλωση σε κάθε ευκαιρία. Δούλευε στο μαγαζί τη μέρα και απογευματινή βάρδια σε εργοστάσιο, αλλά προτιμούσε την ευχαρίστηση του διαβάσματος και λιγότερο ύπνο.
Έμαθα πολλά χρόνια αργότερα ότι του άρεσε πάρα πολύ το δημοτικό σχολείο του χωριού του. Ο δάσκαλος –ένας δάσκαλος για περίπου εκατό μαθητές– με δικά του έξοδα, απ’ τα λίγα χρήματα του μισθού του, αγόρασε βιβλία για το σχολείο. Ο πατέρας μου λάτρευε αυτή την φτωχική βιβλιοθήκη. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, στρατιώτες του εχθρού χρησιμοποίησαν αυτά τα βιβλία σαν προσάναμμα για την φωτιά τους. Ο πατέρας μου ήταν τόσο συντετριμμένος με αυτή την άθλια πράξη τους που εξαφανίστηκε στα γύρω βουνά για μια εβδομάδα. Αρκετές δεκαετίες αργότερα ως μετανάστης στην άλλη άκρη της γης, ηγήθηκε μιας σειράς ενεργειών για να στηθεί ένα άγαλμα στην πλατεία του χωριού προς τιμήν του αείμνηστου δασκάλου του.
Ξεκίνησα το σχολείο χωρίς να ξέρω αγγλικά, αλλά γρήγορα τα έμαθα, όπως συνέβαινε με εμάς τα παιδιά των μεταναστών στη δεκαετία του 1960. Εφ’ όσον ο πατέρας μου μου έδειξε το καλό παράδειγμα, αγάπησα και εγώ τα βιβλία. Δανείστηκα αμέτρητα βιβλία από τη βιβλιοθήκη του ημερήσιου σχολείου μου. Ταυτόχρονα, πήγαινα και σε απογευματινό ελληνικό σχολείο, αλλά εκεί διαβάζαμε αποκλειστικά τα περιεχόμενα των σχολικών αναγνωστικών και η προσοχή μας περιοριζόταν στην σπουδή της ελληνικής γλώσσας σύμφωνα με το επίπεδο της τάξης μου. Τα λογοτεχνικά κείμενα που διάβαζα ήταν αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα.
Ωστόσο, υπήρχαν κάποιες ενδείξεις για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Στο ημερήσιο σχολείο τραγουδούσαμε το «God Save the Queen» κάθε Δευτέρα πρωί. Στο ελληνικό σχολείο, κάθε Παρασκευή απόγευμα, τραγουδούσαμε τον ελληνικό εθνικό ύμνο που ο πατέρας μου με ενημέρωσε ότι στην αρχική του μορφή ήταν ποίημα. Μου έδειξε το ποίημα του Διονυσίου Σολωμού σε ένα από τα αγαπημένα του βιβλία.
Στο εξής, αντί να τραγουδάω τον ύμνο μηχανικά, άρχισα να επικεντρώνομαι στις λέξεις. Θυμάμαι να με καθηλώνουν οι εικόνες: σπαθιά, μάχες, ελευθερία που αναδύεται από τα κόκαλα! Υπήρχε μια ενέργεια, τόσο τρομακτική όσο και συναρπαστική, που έλειπε από τον Αγγλικό ύμνο στο ημερήσιο σχολείου μου. Που και που ο πατέρας μου, μου έδειχνε κι άλλα ποιήματα, αλλά ο χρόνος του ήταν περιορισμένος και η ελληνική γλώσσα των κειμένων ήταν πολύ δύσκολη για ένα κοριτσάκι έξι ή επτά ετών.
Τα χρόνια πέρασαν και γράφτηκα στο Chadstone School of Languages (αργότερα θα μετατρεπόταν σε Victorian School of Languages) για να παρακολουθήσω μαθήματα Νεοελληνικών στο επίπεδο του Year 11 … και ο κόσμος μου μεταμορφώθηκε!
Είχα τη θεία τύχη ο διευθυντής του σχολείου να είναι ο κ. Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, ο οποίος, εκτός από εξαιρετικός διευθυντής, ήταν άνθρωπος με όραμα, απέραντη αξιοπρέπεια και ακεραιότητα. Ο καθηγητής μου και στα δύο έτη, Years 11 και 12, ήταν ο κ. Κυριάκος Αμανατίδης: γνωστός σε όλη την ελληνική παροικία ως κορυφαίος Ελληνιστής, μελετητής της λογοτεχνίας και διακεκριμένος παιδαγωγός. Για μένα, θα παραμείνει στην καρδιά μου ως ο καλύτερος δάσκαλός μου.
Γνωρίζω ότι η έκφραση στα Αγγλικά «το κεφάλι μου εκράγηκε» έχει γίνει πια κλισέ για τις κωμωδίες της τηλεόρασης, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη έκφραση που να δηλώνει πως αισθάνθηκα την πρώτη φορά που διάβασα ποίημα του Καβάφη. Οι στροφές του δεν έμοιαζαν με κανένα από τα ποιήματα που ήξερα μέχρι τότε. Είχα να κάνω με έναν ποιητή που μιλούσε για την ανάγκη του ταξιδιού, για το αναπόφευκτο της μοίρας, για δυνατές γυναίκες και όμορφους άνδρες, για κρυφές επιθυμίες, για αισθησιακές εμπειρίες, για την απόλυτη απόγνωση, για την μελαγχολία που οδηγεί στην άβυσσο – και όλα αυτά σε μια γλώσσα εξαίσιας ομορφιάς.
Από τον Καβάφη προχωρήσαμε στον Παλαμά και στο λυρικό του ποίημα, ‘Πατρίδες’. Το γεγονός ότι αυτό το πολύπλοκο ποίημα είχε αυτόν τον τίτλο –’Πατρίδες’– στον πληθυντικό εξέφραζε το πως αισθανόμουν. Δηλαδή, από μικρή ηλικία ένοιωθα ότι είχα κάθε δικαίωμα να έχω πολλές πατρίδες: την Ελλάδα, την Αυστραλία, ακόμα κι αυτούς τους συγκεκριμένους χώρους που είναι βαθιά ριζωμένα στο υποσυνείδητό μου μέχρι σήμερα: τον Αλμυροπόταμο Ευβοίας καθώς και την ήσυχη παραλία κοντά στο σπίτι μας στη Μελβούρνη.
Στο πανεπιστήμιο ήμουν στην εναρκτήρια τάξη των Νεοελληνικών Σπουδών με τον καθηγητή Δρ Στάθη Γκώντλετ, του οποίου οι καταπληκτικές διαλέξεις είχαν ως συνέπεια να καθιερωθεί πια η αγάπη μου για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Αν και μου άρεσαν επίσης οι λογοτέχνες που διαβάζαμε στα μαθήματα της αγγλικής φιλολογίας (John Donne, Alexander Pope, Emily Bronte, William Blake κ.λπ.), με μάγεψαν τα έργα που μελετούσαμε στην ελληνική γλώσσα: η υπέροχη ποίηση των νομπελίστων Ελλήνων ποιητών του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη, οι σουρεαλιστικές εικόνες του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, με κύριο θέμα του την κοινωνική δικαιοσύνη, με επηρέασε βαθιά.
Εντυπωσιάστηκα από τα ποικίλα θέματα και την ποιότητα των πεζογραφικών έργων. Το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης (Ελευθερία ή Θάνατος) παρουσιάζει την ψυχολογική αλληλεπίδραση μεταξύ πίστης και προδοσίας κατά την διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης του 1889. Η τριλογία του Ηλία Βενέζη (Αιολική Γη, Το Νούμερο 31328, Γαλήνη) δικαιώνει τον ισχυρισμό μου ότι τίποτα δεν καθρεπτίζει την τραγωδία της εξορίας περισσότερο από τον λογοτεχνικό λόγο.
Μετά από την λυρική απεικόνιση της Αθήνας του Άγγελου Τερζάκη στις αρχές του περασμένου αιώνα στο υπέροχο μυθιστόρημά του, Μενεξεδένια Πολιτεία, μελέτησα Το Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή. Εδώ έχουμε μια μοναδική εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας, εξωφρενική και ξεκαρδιστική αλλά εδραιωμένη σε μια ‘άλλη όψη’ της πραγματικότητας. Ο Αντώνης Σαμαράκης (μετάφραση στα αγγλικά από τον αείμνηστο Αυστραλό κλασικιστή και μεταφραστή Gavin Betts) διερεύνησε τους κινδύνους του ολοκληρωτισμού και της κοινωνικής αποξένωσης στα έργα Ζητείται Ελπίς και Το Διαβατήριο.
Θαύμαζα το κινηματογραφικό στοιχείο στα έργα του Μ. Καραγάτση, ιδιαίτερα εμφανής στα διηγήματά του με τίτλο, Το Μεγάλο Συναξάρι. Με συγκίνησε βαθιά Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης του Δημήτρη Χατζή όπου αφηγείται την μετάβαση και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής σε μια μικρή πόλη και κατά πόσο αυτό το πέρασμα επηρεάζει τους κατοίκους της.
Όλα τα παραπάνω βιβλία έχουν μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες, καθώς και στην αγγλική. Και ναι, ίσως το ιδανικό είναι να διαβαστεί ένα λογοτεχνικό έργο στην πρωτότυπη γλώσσα στην οποία γράφτηκε, αλλά αυτό δεν είναι πάντα δυνατόν. Ευτυχώς που υπάρχουν εξαιρετικές μεταφράσεις, διευκολύνοντας έτσι την επαφή μας με άλλους κόσμους, διευρύνοντας τους ορίζοντές μας μέσα από καινούργιους τρόπους θέασης, αγάπης, επικοινωνίας, ύπαρξης .
Όπως συνηθίζω, θα αφήσω τον τελευταίο λόγο σε έναν από τους συγγραφείς στους οποίους αναφέρθηκα: μερικές πολύ διάσημες στροφές από το πρώτο ποίημα που διάβασα του Καβάφη πριν τόσα χρόνια στο Year 11…
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει…
Δρ Κωνσταντίνα Ντούνη
Ιστορικός Πολιτισμού, Συγγραφέας, Μεταφράστρια Λογοτεχνικών Έργων
Monash Education Academy, Monash University