Το Αρχηγείο της ΕΛΑΣ εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με την υπόθεση της σύλληψης του αστυνομικού, που υπηρετούσε στη Βουλή, έπειτα από καταγγελία που έγινε εις βάρος του από τη σύζυγό του πως διέπραξε ασελγείς πράξεις στα παιδιά του.
Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, μόλις ενημερώθηκε το Αρχηγείο της ΕΛΑΣ για την υπόθεση προχώρησε «άμεσα και αποφασιστικά σε όλες τις προβλεπόμενες ενέργειες, με γνώμονα την προστασία των ανήλικων τέκνων και της καταγγέλλουσας, αποδεικνύοντας τη μηδενική ανοχή σε τέτοιου είδους περιστατικά».

Παράλληλα επισημαίνεται ότι η σύζυγος του κατηγορουμένου, η οποία, επίσης, είναι αστυνομικός, τον είχε μηνύσει και στο παρελθόν για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και της είχε χορηγηθεί η εφαρμογή «panic button», ενώ της είχε παρασχεθεί και προστασία.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΛΑΣ:

«Σε εξέλιξη βρίσκεται έρευνα της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων για τη διερεύνηση αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, που φέρεται ότι διέπραξε αστυνομικός σε βάρος μελών της οικογένειάς του.
Προηγήθηκε καταγγελία της συζύγου του, επίσης αστυνομικού, σύμφωνα με την οποία ο ανωτέρω, από το 2016 μέχρι και τα μέσα του τρέχοντος μήνα, διέπραττε ασελγείς πράξεις σε βάρος των παιδιών τους.
Η Ελληνική Αστυνομία, μόλις ενημερώθηκε για την υπόθεση, προχώρησε άμεσα και αποφασιστικά σε όλες τις προβλεπόμενες ενέργειες, με γνώμονα την προστασία των ανήλικων τέκνων και της καταγγέλλουσας, αποδεικνύοντας τη μηδενική ανοχή σε τέτοιου είδους περιστατικά.

Ειδικότερα, ενημερώθηκε αμέσως η αρμόδια εισαγγελική Αρχή, με παραγγελία της οποίας τα ανήλικα μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο για ιατρική εξέταση και φιλοξενία σε κατάλληλο χώρο. Παράλληλα, παραγγέλθηκε η διενέργεια ιατροδικαστικής εξέτασης και η εξέταση των ανηλίκων, παρουσία εξειδικευμένου ψυχολόγου.

Σημειώνεται ότι τον Φεβρουάριο του 2024, καθώς και λίγες μέρες πριν την ανωτέρω καταγγελία, η αστυνομικός είχε μηνύσει τον σύζυγό της για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας (λεκτικής και σωματικής), τα οποία επίσης διερευνήθηκαν αρμοδίως. Στην πρώτη περίπτωση η αστυνομικός ανακάλεσε την κατάθεσή της και ζήτησε ποινική διαμεσολάβηση, ενώ στην τελευταία περίπτωση, της χορηγήθηκε η εφαρμογή «panic button» και επιπλέον της παρασχέθηκε προστασία.

Στο πλαίσιο της άμεσης ανταπόκρισης, οι αρμόδιες υπηρεσίες προχώρησαν σε όλες τις προβλεπόμενες προανακριτικές ενέργειες σε στενή συνεργασία με την Εισαγγελία. Όσον αφορά τον καταγγελλόμενο αστυνομικό, αφαιρέθηκε άμεσα ο οπλισμός του, ενώ, κατόπιν εισαγγελικής εντολής, νοσηλεύεται φυλασσόμενος σε ψυχιατρικό νοσοκομείο.
Επιπλέον, στο πλαίσιο διερεύνησης της εν εξελίξει υπόθεσης, σε βάρος του αστυνομικού ασκήθηκε ποινική δίωξη και εκδόθηκε σχετικό ένταλμα σύλληψης.

Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και η Ελληνική Αστυνομία αντιμετωπίζουν με τη μέγιστη σοβαρότητα και ευαισθησία τη συγκεκριμένη υπόθεση. Οι ενέργειες των αρμόδιων υπηρεσιών καταδεικνύουν την αμεσότητα, την αποφασιστικότητα και τη διαφάνεια που διέπουν την προσέγγιση της ΕΛ.ΑΣ., με στόχο τη διασφάλιση της προστασίας των θυμάτων και την πλήρη απόδοση δικαιοσύνης».

ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΛΑΣ
Συνελήφθησαν από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας, στο πλαίσιο εκτέλεσης ενταλμάτων σύλληψης αρμόδιου ανακριτή, 3 άτομα, μεταξύ των οποίων και αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 3 άτομα, από τα οποία οι 2 είναι επίσης αξιωματικοί της ΕΛΑΣ, για αδικήματα που αφορούν στην υποστήριξη και δράση εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών.

Ειδικότερα, οι παραπάνω κατηγορούνται -κατά περίπτωση- για εγκληματική οργάνωση, υποστήριξη εγκληματικής οργάνωσης, ναρκωτικά, υπόθαλψη, παράβαση καθήκοντος, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου.
Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ προηγήθηκε πολύμηνη και εμπεριστατωμένη διερεύνηση καταγγελίας, ενώ περιήλθαν πληροφορίες από την Europol αναφορικά με κρυπτογραφημένες συνομιλίες μέσω εφαρμογών που σχετίζονται με την υπόθεση, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και μελέτης αστυνομικών και δικαστικών Αρχών της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας, μέσω Κοινής Ομάδας Ερευνών.

Στο πλαίσιο Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας από την γαλλική Αρχή κατά του οργανωμένου εγκλήματος JUNALCO, προέκυψε η ύπαρξη διεθνικής εγκληματικής οργάνωσης που δραστηριοποιούνταν στη διακίνηση ναρκωτικών και η διασύνδεση των μελών της με αστυνομικούς που υπηρετούσαν σε Υπηρεσία της Αττικής.

Από τη συσχέτιση και αξιολόγηση των δεδομένων που περιήλθαν, σε συνδυασμό με το λοιπό προανακριτικό υλικό, ταυτοποιήθηκαν οι κατηγορούμενοι ως εμπλεκόμενοι, με σημαντικούς ρόλους, στο διεθνές δίκτυο που προμηθευόταν, συσκεύαζε, εισήγαγε, αποθήκευε και τελικά διακινούσε στην ελληνική επικράτεια, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών (κυρίως κάνναβης και κοκαΐνης).

Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση της ΕΛΑΣ, η εμπλοκή του συλληφθέντα αξιωματικού αφορά διαρροή πληροφοριών σχετιζόμενων με υπηρεσιακά ζητήματα και διαδικασίες, ενώ πιστοποιήθηκε ο μηνιαίος χρηματισμός του, προκειμένου να ενημερώνει και να καλύπτει την παράνομη δραστηριότητα του δικτύου ώστε να αποφεύγεται η σύλληψή τους.

Παράλληλα, όπως διαπιστώθηκε, επιχειρούσε να προμηθεύεται, σε μηνιαία βάση και για λογαριασμό τρίτου, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, καθώς και να εντάξει στην παράνομη δραστηριότητα του δικτύου άτομα του κύκλου επαφών του.
Για τους μη συλληφθέντες αξιωματικούς, έχει πιστοποιηθεί ότι υποβοηθούσαν το δίκτυο με διαδικασίες συγκάλυψης, μέσω πράξεων που ενέχονται στην παράβαση καθήκοντος, καθώς και με διαρροή πληροφοριών.