Η απόφαση της Αποθεματικής Τράπεζας της Αυστραλίας (RBA)  για τη μείωση του επιτοκίου της κατά 0,25%, στο 4,10%, τέθηκε άμεσα στο επίκεντρο της πολιτικής κόντρας ενόψει των επερχόμενων ομοσπονδιακών εκλογών.

Η κυβέρνηση έκανε λόγο για μία σημαντική απόδειξη ότι η πολιτική της κατά του πληθωρισμού έχει αποτέλεσμα, αναγνωρίζοντας πάντως ότι υπάρχει ακόμα δουλειά να γίνει σε αυτό το μέτωπο.

Η αντιπολίτευση απάντησε ότι πρόκειται για κάτι «πολύ λίγο, πολύ καθυστερημένα» (τoo little, too late) καθώς υπήρξε μεγάλη υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου στην Αυστραλία τα τελευταία χρόνια.

Και στη μέση τα νοικοκυριά έβγαλαν τα κομπιουτεράκια, για να υπολογίσουν: τι θα εξοικονομήσουν αυτοί που αποπληρώνουν στεγαστικά δάνεια και τι θα χάσουν αυτοί που έχουν καταθέσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η επικεφαλής της RBA, Michele Bullock, συνέστησε… προσοχή.

Προειδοποίησε ότι «δεν μπορούμε να κηρύξουμε ακόμη τη νίκη επί του πληθωρισμού».

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας, είπε, παραμένει επιφυλακτικό σχετικά με περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, με το βλέμμα στραμμένο και στον… Τραμπ και θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά τις οικονομικές εξελίξεις, εντός και εκτός συνόρων.

ΠΡΩΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ 2020

Το -0,25% αποτέλει την πρώτη μείωση του επιτοκίου της RBA (cash rate) από τον Νοέμβριο του 2020, όταν η Tράπεζα το είχε «ρίξει» στο ιστορικό χαμηλό του 0,10% για να αντιμετωπίσει την οικονομική επιβράδυνση λόγω της πανδημίας.

Οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες της Αυστραλίας – Westpac, ANZ, NAB και Commonwealth Bank – ανακοίνωσαν άμεσα ότι θα μετακυλήσουν πλήρως τη μείωση του επιτοκίου κατά 0,25% στα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, με ισχύ έως και τις 4 Μαρτίου.

Ωστόσο, θα εξετάσουν επίσης μειώσεις στα επιτόκια καταθέσεων.

Ακολούθησαν και άλλες τράπεζες όπως οι: Athena, Bank of Melbourne, BankSA, BankWest, ING, Macquarie, Resi (Essentials Options), St George, Suncorp, The Mutual, YBR.

Ενδεικτικά, με τη μείωση του 0,25%, ένα νοικοκυριό με δάνειο ύψους 750.000 δολαρίων διάρκειας ετών και κυμαινόμενου επιτοκίου 6,50%) θα δει τις μηνιαίες αποπληρωμές του να μειώνονται κατά σχεδόν 123 δολάρια τον μήνα ή περί τα 1.500 δολάρια τον χρόνο, μία μικρή ανάσα μόνο βέβαια σε σχέση με 13 αυξήσεις από τον Μάιο του 2022 έως και τον Νοέμβριο του 2023.

Από το 0,10% το επιτόκιο της RBA είχε ανέλθει στο 4,35%, υψηλό σχεδόν 15ετίας, με τις τράπεζες να χρεώνουν συνήθως στα στεγαστικά τους +2% επιπλέον και κάτι παραπάνω.

Τα υψηλά επιτόκια μείωσαν τις δυνατότητες δανεισμού και την οικονομική προσιτότητα κατοικιών και άσκησαν πίεση στους κατόχους ενυπόθηκων δανείων, καθώς οι αποπληρωμές δόσεων αυξήθηκαν κατακόρυφα.

Οι τιμές σπιτιών και διαμερισμάτων μειώθηκαν λιγότερο από ό,τι αναμενόταν ως αντίδραση στις αυξήσεις, και μάλιστα ενισχύθηκαν σε ορισμένες περιοχές παρά την πρόσθετη πίεση που ασκήθηκε στους ιδιοκτήτες και τους αγοραστές.

Με τη μείωση του 0,25%, η Canstar ανέφερε ότι ένα άτομο που κερδίζει περίπου 100.000 δολάρια τον χρόνο θα λάβει «ώθηση» 12.000 δολαρίων στη μέγιστη δανειοληπτική του ικανότητα, η οποία θα αυξηθεί από 534.200 σε 546.200 δολάρια. Ένα ζευγάρι με συνολικό εισόδημα περί τα 200.000 δολάρια θα μπορεί να δανειστεί επιπλέον 23.100 δολάρια, από 1.029.700 δολάρια σε 1.052.800 δολάρια.

Και αν το επιτόκιο μειωθεί κατά 1% (συνολικά κάποια στιγμή στο μέλλον), η CoreLogic υπολόγισε ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της αξίας των κατοικιών κατά 6,1% σε ολόκληρη την Αυστραλία .

Η μοντελοποίηση έδειξε ότι η μέση αξία κατοικίας θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 11,4% στο Σίδνεϊ και κατά 9,2% στη Μελβούρνη. Η διάμεση αξία κατοικίας στο Μπρίσμπαν θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 1,9% και στο Περθ θα μπορούσε να μειωθεί κατά 0,4%.

ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η Αποθεματική Τράπεζα δεν άφησε πάντως και πολλά περιθώρια για έντονη αισιοδοξία σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι στη συνέχεια.

«Ορισμένα πρόσφατα στοιχεία για την αγορά εργασίας ήταν απροσδόκητα ισχυρά, γεγονός που υποδηλώνει ότι … μπορεί να είναι κάπως πιο ‘σφιχτή’ από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως», ανέφερε στην ανακοίνωσή της.

«Ενώ η … απόφαση πολιτικής αναγνωρίζει την ευπρόσδεκτη πρόοδο στον πληθωρισμό, το Διοικητικό Συμβούλιο παραμένει επιφυλακτικό ως προς τις προοπτικές για περαιτέρω χαλάρωση…».

Η RBA επισήμανε ότι υπάρχει «υψηλός βαθμός αβεβαιότητας» σχετικά με τις πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ και το πώς αυτές θα επηρεάσουν την παγκόσμια Οικονομία.

Το νέο καθεστώς με τους δασμούς θεωρείται ευρέως ως πληθωριστικό, δεδομένου ότι οι καταναλωτές θα πληρώσουν τις αυξήσεις στο κόστος των αγαθών, σε διεθνές επίπεδο.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της RBA πάντως, ο «πυρήνας» του πληθωρισμού, μειώνεται ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, για να σταθεροποιηθεί στο 2,75% περίπου από τα τέλη του τρέχοντος έτους (o στόχος της Αποθεματικής Τράπεζας είναι να κυμαίνεται μεταξύ 2%-3%).

Αλλά, εάν ο πληθωρισμός «αντιστρέψει την πορεία του», αντίστοιχα θα πράξει και η RBA, όπως δήλωσε η επικεφαλής της Τράπεζας, Michele Bullock:

«Αυτό που έχουμε παρατηρήσει από το εξωτερικό, το έχουμε παρατηρήσει λίγο και εδώ, είναι ότι μπορεί να έχουμε ‘αναταράξεις’ (it can be bumpy)».

«Δεν είναι μια ομαλή διαδρομή … θα έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τον πληθωρισμό τους επόμενους μήνες».

«Αυτό που θα αναζητήσουμε είναι η συνέχιση του αποπληθωρισμού (σε συγκεκριμένους δείκτες) … αν αρχίσουμε να βλέπουμε κάποια από τη χαλάρωση των τιμών να αντιστρέφεται, αυτό θα είναι κάτι που το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά».

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ

Η απόφαση της RBA είχε άμεσα και πολιτικό αντίκτυπο ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών.

Ο υπουργός Οικονομικών, Jim Chalmers, έκανε λόγο για μία πολύ ευπρόσδεκτη είδηση για εκατομμύρια Αυστραλούς.

«Αυτή είναι η ελάφρυνση των επιτοκίων που χρειάζονται και αξίζουν οι Αυστραλοί», δήλωσε.

«Δε θα λύσει κάθε πρόβλημα στην Οικονομία μας ή στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, αλλά θα βοηθήσει».

«Αυτή είναι η ‘ήπια’ προσγείωση για την οποία σχεδιάζαμε και προετοιμαζόμασταν, αλλά ξέρουμε ότι υπάρχει περισσότερη δουλειά να κάνουμε».

«Άλλες χώρες αναγκάστηκαν να πληρώσουν για αυτού του είδους την πρόοδο στον πληθωρισμό με πολύ υψηλότερη ανεργία, αρνητικά τρίμηνα ανάπτυξης ή ακόμη και ύφεση», συμπλήρωσε ο κ. Chalmers.

«Η Αυστραλία κατάφερε να τα πάει καλύτερα. Υπό αυτή την κυβέρνηση των Εργατικών, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί, οι μισθοί έχουν αυξηθεί, η ανεργία είναι χαμηλή και τώρα πέφτουν και τα επιτόκια».

«Συμμεριζόμαστε την ανησυχία της Αποθεματικής Τράπεζας για τις αβέβαιες παγκόσμιες προοπτικές. Το έχω εκφράσει αυτό σε εσάς και σε άλλα φόρουμ εδώ και αρκετό καιρό. Ο Κόσμος είναι ένα αβέβαιο μέρος και βλέπουμε ότι αυτό αντικατοπτρίζεται στη δήλωση της RBA».

Η ανάπτυξη της Οικονομίας μας ήταν ήπια. Οι άνθρωποι έχουν υποστεί σημαντικές πιέσεις και συνεχίζουν να βρίσκονται υπό πίεση. Και η … απόφαση αντανακλά εν μέρει αυτά τα δύο πράγματα, αλλά κυρίως αντανακλά την πολύ ουσιαστική και διαρκή πρόοδο που σημειώσαμε από κοινού όσον αφορά τον πληθωρισμό».

Ο «σκιώδης υπουργός» Οικονομικών, Angus Taylor, επέκρινε εκ νέου την κυβέρνηση για την οικονομική διαχείριση και υποστήριξε ότι λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων «ένα μέσο αυστραλιανό νοικοκυριό πλήρωσε επιπλέον 50.000 δολάρια, σε επιτόκια από ό,τι περίμενε να πληρώσει. Και αυτό ήταν μια τεράστια επιβάρυνση, φυσικά, για τις αυστραλιανές οικογένειες που τα έβγαζαν πέρα πολύ, πολύ δύσκολα».

«Παρά την ευπρόσδεκτη μείωση … είναι ένα μακρύ ταξίδι επιστροφής στο βιοτικό επίπεδο που είχαν οι πολίτεας όταν άρχισαν αυτές οι αυξήσεις των επιτοκίων».

«Είδαμε … αυξήσεις επιτοκίων επί Εργατικών, και μία μείωση τώρα, αλλά είδαμε επίσης τη μεγαλύτερη κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου στην ιστορία μας.

«Ήταν εντελώς πρωτοφανής και απαράμιλλη, σε σχέση με άλλες ομοειδείς χώρες σε όλο τον Κόσμο, η κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου στην Αυστραλία…».

«Η Αυστραλία υποφέρει. Οι πολύπαθοι δανειολήπτες, οι μικρές επιχειρήσεις, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις και οι οικογένειες υποφέρουν από τα αυξημένα επιτόκια και τον ‘πυρήνα’ του πληθωρισμού, ο οποίος είναι πολύ πάνω από το στόχο για ένα σταθερό χρονικό διάστημα», είπε.

«Είδαμε μειώσεις επιτοκίων σε ομοειδείς χώρες σε όλο τον Κόσμο μεταξύ 1% και 2%, όπως ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, στην Ευρώπη, η Νέα Ζηλανδία, και οι πολίτες στην Αυστραλία υπέφεραν εν τω μεταξύ με τα υψηλά επιτόκια, και κατά τη διάρκεια των τελευταίων δυόμισι ετών περίπου».

«Οι οικογένειες στην Αυστραλία έχουν κάνει τη σκληρή δουλειά εδώ, και τους αξίζει αυτή η αύξηση των επιτοκίων».

Υποστήριξε ωστόσο ότι «για να μειωθούν τα επιτόκια, η ζήτηση πρέπει να έρθει σε ισορροπία με την προσφορά».

«Είδαμε ταχεία αύξηση της δημόσιας ζήτησης, ταχεία αύξηση των κυβερνητικών δαπανών, αλλά … είδαμε τα νοικοκυριά να σφίγγουν το ζωνάρι τους. Τα νοικοκυριά έπρεπε να σφίξουν το ζωνάρι τους επειδή οι κυβερνήσεις δεν έσφιξαν το ζωνάρι τους».

Οι Πράσινοι χαρακτήρισαν τη μείωση των επιτοκίων «πολύ μικρή και πολύ καθυστερημένη».

Η RBA, είπε ο αρχηγός του κόμματος, Adam Bandt, ανέφερε ότι η χαμηλή ανεργία «θα μπορούσε να την εμποδίσει να μειώσει [τα επιτόκια] περαιτέρω ή να τα αυξήσει περισσότερο».

«Νομίζω ότι αυτό δείχνει τα προβλήματα με την κυβέρνηση που αναθέτει όλη τη βαριά δουλειά στην RBA και δεν αντιμετωπίζει τις αιτίες του πληθωρισμού,  όπως η μείωση των τιμών στα σούπερ μάρκετ, η εκτόξευση των αυξήσεων των ενοικίων, όλα αυτά είναι κάτι που η κυβέρνηση θα μπορούσε να πάρει στα χέρια της και τα οποία θα έκαναν πραγματικά μεγάλη διαφορά και θα βοηθούσαν στην καταπολέμηση του πληθωρισμού».

«Θα ήθελα να δω τις μεγάλες τράπεζες να … προχωρήσουν ακόμη περισσότερο και να το μειώσουν (το επιτόκιό τους) κατά άλλο ένα μηδέν (δηλαδή κατά 2,5%).Οι μεγάλες τράπεζες έχουν βγάλει κέρδη δισεκατομμυρίων δολαρίων από τον πόνο των ανθρώπων. Τα επιτόκια ανέβηκαν περισσότερο από ό,τι τα αύξησε η Αποθεματική Τράπεζα πριν από δύο χρόνια. Σίγουρα θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά να μειώσουν λίγο περισσότερο τώρα».

Η μείωση του επιτοκίου δίνει μία «νίκη» στην κυβέρνηση Albanese έστω επικοινωνιακά, ωστόσο δεν υπήρξαν ενδείξεις για το αν η απόφαση της RBA θα σημάνει και προκήρυξη των εκλογών αυτό το Σαββατοκύριακο.

«Προετοιμάζουμε και σχεδιάζουμε τον προϋπολογισμό της 25ης Μαρτίου», απάντησε σε σχετικά ερωτήματα ο κ. Chalmers.

«Προς αυτή την κατεύθυνση εργαζόμαστε. Αναγνωρίζουμε ότι ο χρόνος των εκλογών είναι θέμα του Πρωθυπουργού, σε συνεννόηση με τους ανώτερους συναδέλφους του. Αλλά εργαζόμαστε προς την κατεύθυνση αυτού του προϋπολογισμού».

Όσο για το αν θα υπάρξουν νέα μέτρα ελάφρυνσης του κόστους ζωής, ανέφερε: «Για μεγάλο χρονικό διάστημα, από προϋπολογισμό σε προϋπολογισμό, βλέπουμε τι μπορούμε υπεύθυνα να κάνουμε για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους με το κόστος ζωής, αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό των τριών πρώτων προϋπολογισμών. Και αν μπορούμε να το αντέξουμε οικονομικά, θα είναι χαρακτηριστικό του τέταρτου».

Ερωτηθείς επανειλημμένα σχετικά με τις εκλογές ο καθ’ ύλην αρμόδιος, ο πρωθυπουργός, Anthony Albanese, απάντησε ότι η μείωση των επιτοκίων «δε θα έχει αντίκτυπο στον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών».

«Έχουμε εργαστεί πραγματικά σκληρά. Εργαζόμαστε σκληρά και προετοιμαζόμαστε … εργαζόμαστε για τον προϋπολογισμό και η ERC – επιτροπή αναθεώρησης δαπανών – συνεδρίασε για πολλές, πολλές ώρες χθες (Δευτέρα) και πάλι σήμερα το πρωί (Τρίτη).

Ερωτηθείς εκ νέου αν η παρουσίαση του προϋπολογισμού θα γίνει τον επόμενο μήνα ή θα επισπευτεί λόγω προκήρυξης εκλογών απάντησε: «Αυτό είναι το σχέδιο».

Η ΜΕΙΩΣΗ ΚΑΤΑ 0,25%

Το Διοικητικό Συμβούλιο της RBA στη συνοδευτική του δήλωση για την απόφασή του ανέφερε ότι τα υψηλά επιτόκια είχαν λειτουργήσει ώστε η συνολική ζήτηση και η προσφορά να «προσεγγίσουν την ισορροπία», με αποτέλεσμα τη μείωση του πληθωρισμού

Κατά το τρίμηνο Δεκεμβρίου, ο υποκείμενος (δομικός ή πυρήνας) πληθωρισμός υποσκέλισε τις προσδοκίες της RBA στο 3,2%, υποδηλώνοντας ότι οι πληθωριστικές πιέσεις μειώθηκαν ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν

Η αύξηση της ιδιωτικής ζήτησης παρέμεινε υποτονική, ενώ ο ρυθμός αύξησης των μισθών επιβραδύνθηκε, μειώνοντας περαιτέρω τον κίνδυνο πληθωρισμού.

Ωστόσο, το Διοικητικό Συμβούλιο επισήμανε ότι η συνεχιζόμενη ‘στενότητα’ στην αγορά εργασίας συνέβαλε στην αναθεώρηση προς τα πάνω των προοπτικών του για τον πληθωρισμό.

Η RBA προέβλεπε ότι ο υποκείμενος πληθωρισμός θα παραμείνει στο μέσο του στόχου της για 2%-3% και μετά τον Ιούνιο του 2027, αφού προηγουμένως είχε προβλέψει ότι θα μειωθεί στο 2,5% έως το τέλος του 2026.

Η απόφαση για μείωση του επιτοκίου της RBA κατά 0,25% κάθε άλλο παρά «σίγουρη» ήταν, επισήμανε η κα Bullock.

Επιβεβαίωσε ότι στο Διοικητικό Συμβούλιο έγινε «μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών (μείωση ή διατήρηση) σε αυτό το θέμα».

«Αλλά τελικά κατέληξε στην άποψη ότι η καλύτερη απόφαση ήταν να χαλαρώσουμε λίγο τους περιορισμούς (στη νομισματική πολιτική). Να διατηρήσουμε ακόμη κάποιους, αλλά να τους χαλαρώσουμε λίγο αναγνωρίζοντας ότι κάνουμε πρόοδο προς τον στόχο μας».

«Καταλαβαίνω ότι πολλά νοικοκυριά θα ανακουφιστούν από αυτό. Αλλά το σημαντικό σημείο που έθεσα είναι ότι είναι πραγματικά σημαντικό να νικήσουμε τον πληθωρισμό. Διότι αυτό πλήττει απολύτως όλους».

Εξήγησε δε ότι πολλοί πολίτες της στέλνουν επιστολές για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

«Καταλαβαίνω ότι πονάτε και καταλαβαίνω ότι τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων έχουν αυξηθεί πολύ και διαπιστώνετε ότι αυτό πλήττει το διαθέσιμο εισόδημά σας», είπε.

«Αλλά πρέπει να μειώσουμε τον πληθωρισμό, διότι αυτό είναι το άλλο πράγμα που σας πλήττει πραγματικά.

«Αν δεν μειώσουμε τον πληθωρισμό, τα επιτόκια δεν θα μειωθούν και θα μείνετε ‘κολλημένοι’ με τον πληθωρισμό και τα υψηλά επιτόκια. Έτσι, πρέπει να κάνουμε υπομονή. Καταλαβαίνω ότι πονάει. Αλλά είναι πραγματικά σημαντικό να μειώσουμε τον πληθωρισμό».

Ερωτηθείσα αν υπήρξε «ομόφωνη» απόφαση, χαμογέλασε και απάντησε: «Νομίζω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα μου επέτρεπε να πω ότι ναι, υπήρξε συναίνεση».

Η κα Bullock δήλωσε επίσης ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσει έναν «μακρύ κατάλογο οικονομικών παραγόντων» για να προβεί σε μια δεύτερη μείωση του επιτοκίου.

«Τα πράγματα για τα οποία ανησυχεί το Διοικητικό Συμβούλιο αυτή τη στιγμή … [είναι] ότι οι ανοδικοί κίνδυνοι (για τον πληθωρισμό) θα πρέπει να μειωθούν λίγο».

«Θα πρέπει να δούμε χαλάρωση του μισθολογικού κόστους (αλλά και) αύξηση των μισθών, θα πρέπει να συνεχίσουμε να το βλέπουμε αυτό. Θα πρέπει να συνεχίσουμε να βλέπουμε την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στις υπηρεσίες … ειδικότερα, θέλουμε να δούμε τη στέγαση – η μείωση του πληθωρισμού της στέγασης που έχουμε δει είναι βιώσιμη και συνεχίζει να μειώνεται».

«Και νομίζω επίσης ότι αυτό που πρέπει να δούμε είναι μια γενική χαλάρωση (του πληθωρισμού) – δεν ξέρουμε ποιο είναι το χάσμα προσφοράς-ζήτησης εδώ. Είμαστε πολύ αβέβαιοι γι’ αυτό … θεωρούσαμε ότι η ζήτηση ήταν πάνω από την προσφορά, αλλά είμαστε λίγο αβέβαιοι τώρα αν αυτό εξακολουθεί να ισχύει».

«Θα ήταν πραγματικά καλό να δούμε κάποια ανάκαμψη στην πλευρά της προσφοράς της Οικονομίας. Και προφανώς η παραγωγικότητα αποτελεί επίσης σημαντικό μέρος αυτού…».

Σε σχέση με το… ποιος πταίει για τον πληθωρισμό, σχολίασε πως οι κυβερνητικές δαπάνες και τα μέτρα ελάφρυνσης του κόστους ζωής μπορούν να κάνουν την ανάγνωση των αριθμών του πληθωρισμού «λίγο πιο δύσκολη».

«Η ανακούφιση από το κόστος ζωής, πρέπει να επισημάνω, είναι πραγματικά χρήσιμη για τα νοικοκυριά, διότι βοηθάει τις οικονομικές πιέσεις που δέχονται», δήλωσε.

«Αλλά αυτό σημαίνει ότι μερικές φορές η ανάγνωση των αριθμών του πληθωρισμού είναι λίγο πιο δύσκολη, [αυτό] τους κάνει πιο ευμετάβλητους, οπότε, δεν μπορούμε να μαντέψουμε τι μπορεί να κάνουν. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πάρουμε αυτό που μας δίνεται και να χρησιμοποιήσουμε το μέσο μας, που είναι το επιτόκιο, για να επιτύχουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον στόχο μας, που είναι ο πληθωρισμός».

Ερωτηθείσα αργότερα στη συνέντευξη Τύπου κατά πόσο πιστεύει ότι η πτώση του πληθωρισμού οφείλεται στην κυβερνητική πολιτική και τις αποφάσεις τους, χαμογέλασε και σημείωσε είπε ότι η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική είναι δύο διαφορετικά «όπλα».

«Η κυβέρνηση έχει τον ρόλο της να παίξει και εμείς έχουμε τον δικό μας ρόλο να παίξουμε. Δεν είναι μόνο τα επιτόκια. Έχουν συμβεί πολλά πράγματα με τον πληθωρισμό να μειώνεται. Το ένα είναι ότι οι πιέσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού έχουν μειωθεί».

«Έτσι, η πλευρά της προσφοράς υποχώρησε και αυτό επέτρεψε την πτώση των τιμών. Θα έλεγα ότι ο αντίκτυπος των επιτοκίων στη ζήτηση ήταν επίσης σαφής».

«Νομίζω ότι πετυχαίνουμε με το μείγμα των πολιτικών που έχουμε για να μειώσουμε τον πληθωρισμό και ταυτόχρονα να διατηρήσουμε την απασχόληση. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό είναι πραγματικά θετικό αποτέλεσμα. Είναι δύο βραχίονες πολιτικής, ανεξάρτητοι, αλλά ο καθένας κάνει το δικό του πράγμα».

Σε κάθε περίπτωση, προειδοποίησε ότι «δεν μπορούμε να κηρύξουμε ακόμη τη νίκη επί του πληθωρισμού».

«Δεν αρκεί να επιστρέψει προσωρινά στο εύρος-στόχο (2%-3%), το Διοικητικό Συμβούλιο πρέπει να είναι σίγουρο ότι επιστρέφει στο εύρος-στόχο με βιώσιμο τρόπο».

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ

Από την απόφαση της RBA έχουμε κερδισμένους… και χαμένους. Συνοπτικά όφελος, έστω μικρό, έχουν οι περισσότεροι ιδιοκτήτες ακινήτων. Αυτοί που αποπληρώνουν δάνειο θα μπορέσουν να εξοικονομήσουν περί τα 100+ δολάρια το μήνα κατά μέσο όρο, με το ποσό να αυξάνεται όσο μεγαλύτερο είναι το στεγαστικό.

Έρευνα της PropTrack έδειξε ότι οι μηνιαίες αποπληρωμές στεγαστικών δανείων θα μπορούσαν να μειωθούν από 30 έως 590 δολάρια το μήνα σε περισσότερα από 600 προάστια και πόλεις της Βικτώριας.

Οι ειδικοί επισημαίνουν πάντως όσοι αποπληρώνεται δάνεια να μην ξεχάσετε να ελέγξετε αν «πέρασε» αυτόματα η μείωση του επιτοκίου από τις αρχές Μαρτίου.

«Δεν υπάρχουν κανόνες που να λένε ότι οι τράπεζες πρέπει να μεταβιβάσουν τις μειώσεις των επιτοκίων μετρητών, αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από αυτές», ανέφερε ο οικονομικός διευθυντής της Compare the Market, David Koch.

«Αν δεν το πράξουν ίσως αξίζει να τηλεφωνήσετε σε έναν μεσίτη για να δείτε αν θα διαπραγματευτεί μια καλύτερη προσφορά για εσάς. Αυτή τη στιγμή, που κάθε δολάριο μετράει, οι πολίτες δεν έχουν την πολυτέλεια να εφησυχάζουν. Ένα καλύτερο επιτόκιο θα μπορούσε να σημαίνει διαφορά εκατοντάδων – αν όχι χιλιάδων – κατά τη διάρκεια ενός έτους».

Ακόμα, η οικονομολόγος της REA Group, Eleanor Creagh, επισήμανε ότι η μείωση των επιτοκίων θα «αντιστρέψει» επίσης την τρέχουσα καθοδική πορεία της αγοράς κατοικιών στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της Αυστραλίας.

Κερδισμένοι αναμένεται να είναι επίσης όσοι αναζητούν να πουλήσουν τα σπίτια τους, αναζητώντας μία μικρότερη, πιο βολική κατοικία.

«Οι downsizers είναι ένας από τους μεγαλύτερους κερδισμένους και είναι μια ομάδα που συχνά ξεχνούν οι άνθρωποι», δήλωσε ο Δρ Diaswati Mardiasmo, επικεφαλής οικονομολόγος της PRD Real Estate.

«Ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός σημαίνει ότι θα μπορούσαν να πετύχουν υψηλότερη τιμή για το σπίτι που πωλούν, ενώ θα μπορούσαν να αγοράσουν το επόμενο σπίτι τους σε πολύ χαμηλότερη τιμή», είπε.

Ωστόσο, χάνουν όσοι θέλουν να αγοράσουν κατοικία για πρώτη φορά, καθώς ναι μεν θα βελτιωθεί η δανειοληπτική ικανότητά τους, αλλά η όποια ενίσχυση αυτής θα αντισταθμιστεί πιθανότατα από τις αυξήσεις των τιμών των ακινήτων.

Ο Δρ Mardiasmo, ανέφερε επίσης ότι η μείωση των επιτοκίων θα αυξήσει τον ανταγωνισμό στην αγορά κατοικίας, ασκώντας πίεση στους αγοραστές να πληρώσουν περισσότερα.

Σε αυτούς που χάνουν είναι όσοι έχουν αποταμιεύσεις με τις τράπεζες να εξετάζουν (και να έχουν ανακοινώσει κάποιες από αυτές ήδη) μείωση στα επιτόκια καταθέσεων.

Επίσης, ενδεχομένως θα χάσει σε ισχύ το δολάριο Αυστραλία, καθιστώντας τις εισαγωγές ακριβότερες, αλλά και τις ταξιδιωτικές δαπάνες. Σημειώνεται ότι τα χαμηλότερα επιτόκια μειώνουν την ελκυστικότητα της διακράτησης περιουσιακών στοιχείων σε AUD, όπως τα κρατικά ομόλογα και οι προθεσμιακές καταθέσεις.

Καθώς αυτά τα περιουσιακά στοιχεία γίνονται λιγότερο ελκυστικά, οι ξένοι επενδυτές ενδέχεται να μεταφέρουν τα χρήματά τους σε χώρες που προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις, οδηγώντας σε μείωση της ζήτησης για το δολάριο Αυστραλίας.

Στους κερδισμένους είναι η κυβέρνηση, καθώς μπορεί επικοινωνιακά να επιδείξει τη νίκη αυτή -τουλάχιστον στα χαρτιά- έναντι του πληθωρισμού. Βέβαια η RBA παραμένει επιφυλακτική και έως τις κάλπες, πολλά μπορεί να αλλάξουν, αλλά και πιθανότατα οι κατασκευαστές ακινήτων.

Ο οικονομολόγος της REA Group, Angus Moore σχολίασε ότι οι μειώσεις των επιτοκίων έχουν ιστορικά βελτιώσει τα περιθώρια κέρδους για τους κατασκευαστές, διευκολύνοντας τους να ξεκινήσουν έργα.

Και σε αυτή τη συγκυρία η ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας είναι απολύτως απαραίτητη για να επιτύχει η κυβέρνηση τους στόχους της για τη στέγαση.