Ρωτήστε οποιονδήποτε ελληνικής καταγωγής για αναμνήσεις από βραδιές σε ταβέρνα και θα είναι αξιοπερίεργο αν δεν ακούσετε τουλάχιστον μια ιστορία που να ξυπνά θύμησες οικογενειακού ή άλλως οικείου περιβάλλοντος.

Στην περίπτωση της κινηματογραφικής “Ταβέρνας”, όπως παρουσιάζεται στη μαύρη κωμωδία του Αλκίνοου Τσιλιμιδού, αυτό δεν φαίνεται να διέφυγε από την προσοχή του.

Όπως έχει άλλωστε ομολογήσει και ο ίδιος, πρόκειται μάλλον για την πιο “προσωπική” του ταινία.

“Από τις παλιότερες αναμνήσεις μου, η εμπειρία του να τρώω σε ελληνικά εστιατόρια στη Μελβούρνη με έκανε να νιώθω Ελληνας. Το φαγητό, το δράμα, η γλώσσα και η διασκέδαση οδηγούσαν μαζί σε ένα κυρίαρχο αίσθημα του ανήκειν”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο ομογενής σεναριογράφος-σκηνοθέτης.

Γι’ αυτό και δεν προξενεί εντύπωση που η πρεμιέρα της ταινίας καταχειροκροτήθηκε πριν μερικούς μήνες από τους θεατές του Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Με αφορμή το επικείμενο “άνοιγμά” της σε ευρύτερο κοινό με την έναρξη προβολών ανά την Αυστραλία στις 2 Ιουλίου, ο “Νέος Κόσμος” συνομιλεί με έναν από τους βασικούς συντελεστές της.

Ο Ελληνας ηθοποιός Βαγγέλης Μουρίκης – γνώριμος για πολλούς εδώ, δεδομένης και της παρουσίας του στο παροικιακό θέατρο τη δεκαετία του ’80 – μας θυμίζει γιατί ο χώρος όπου εκτυλίσσεται η πλοκή είναι ιδανικός για να φωτίσει το μωσαϊκό ανθρώπινων ιστοριών που φιλοξενεί η ταινία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ –> Γιατί η Ταβέρνα είναι ταινία που μπορεί να απολαύσει κάθε Ελληνας (στην ψυχή)

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ “ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ” ΤΟΝ ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗ

“Ειδικά τα σημεία εστίασης, εκεί όπου ο κόσμος τρώει εν ειρήνη, ήσυχος και χαλαρός, εκεί είναι που μαζεύονται διαφορετικές κουλτούρες και συνήθειες. Έτσι κι αλλιώς [η ταβέρνα] είναι χώρος που συγκεντρώνει αυτό τον διαφορετικό κόσμο σαν μελίσσι”, λέει ο Μουρίκης, προτού επισημάνει στη συνέχεια ότι “αυτή η συγκέντρωση είναι και μια συμμαχία μεταξύ όλων αυτών των ανθρώπων”.

Κεντρικό σημείο αναφοράς, εξηγεί, είναι το φαγητό, σαν μια “εστία”, που παραπέμπει στην ατμόσφαιρα που εκπροσωπεί και η Ολύμπια ομώνυμη θεά της οικογένειας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ –> Το κυριακάτικο τραπέζι o αγαπημένος θεσμός των ομογενών της Αυστραλίας

Σε ρόλο συντονιστή, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας ‘Κώστας’, που υποδύεται ο Μουρίκης στην ταινία.

“Δεν είχα ακριβώς κάποιον [αληθινό χαρακτήρα] στον οποίο στηρίχτηκα για να παίξω τον ρόλο γιατί ήταν πολύ καλά γραμμένος από τον Τσιλιμιδό”, απαντά σε σχετική ερώτηση.

“Το γεγονός είναι ότι πάντα θες να εμπλακείς με έναν τέτοιο τύπο, έναν ήρωα που είναι το κέντρο της προσοχής σε έναν χώρο που είναι δικός του και είναι κάπως υπεύθυνος για όλους, λίγο μαέστρος, λίγο ο καπετάνιος [τύπου] ‘θα σας πάω εγώ ένα ταξίδι'”.

Ο Βαγγέλης Μουρίκης υποδύεται τον κεντρικό χαρακτήρα Κώστα, ιδιοκτήτη της ταβέρνας.

Τί συμβαίνει όμως όταν στο θέαμα που ετοιμάζεται να παρουσιάσει ο “ενορχηστρωτής” ταβερνιάρης παρεμβάλλονται και ευτράπελα που δεν έχει υπολογίσει;

“Τότε είναι που βρίσκεται και ο ίδιος προ εκπλήξεων από αυτά που έχουν συμβεί και τότε ο χαρακτήρας αποκτά νέο ενδιαφέρον”, εξηγεί ο Μουρίκης κάνοντας λόγο για εξωτερικούς παράγοντες που βάζει… “μπουρλότο” σε όλη την αρμονική κατάσταση γύρω από το φαγητό.

“Ο Κώστας στην ταινία πειραματίζεται στα όρια του ‘συστήματος’ της Ταβέρνας. Δηλαδή, δεν δουλεύει κάτι; Οκ, θα δουλέψει με έναν άλλο τρόπο και τα ‘καίει’ όλα σε μια προσπάθεια να κρατήσει τον εαυτό του και τις συνήθειές του”, λέει προοιωνίζοντας το ξεκίνημα της κωμωδίας σε αυτό το φλερτ με με τα όρια.

Το σενάριο υπόσχεται μια πλοκή “τραμπάλας” μεταξύ γέλιου και δράματος, με τον ιδιοκτήτη της Ταβέρνας να καλείται να ανταποκριθεί μια αλληλουχία κρίσεων που ξεκινούν όταν η χορεύτρια της ταβέρνας αρνείται να παρουσιάσει τον χορό της κοιλιάς που περιμένουν όλοι στο μαγαζί. Μια σερβιτόρα προσφέρεται να πάρει τη θέση της, ένας πελάτης υπερβαίνει τα όρια, στο παρασκήνιο της Ταβέρνας εκτυλίσσεται μια απαγωγή και ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα δεν θα αργήσει να φέρει και την παρέμβαση των αρχών στο εκρηκτικό μείγμα.

Οικογενειακές ιστορίες και το παρελθόν των ηρώων μπλέκονται με τις προκλήσεις και τα διλήμματα που αντιμετωπίζει η καθεμιά και ο καθένας τους προσωπικά μέσα σε μια βραδιά γεμάτη… το λιγότερο θα έλεγε κανείς, με δράση, συναισθήματα και φυσικά γέλιο.

Ενας αυτοσχέδιος χορός της κοιλιάς ανοίγει το… κουτί της Πανδώρας στην ταινία, με μια πλοκή στο μεταίχμιο γέλιου και δράματος.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ 

Σύμφωνα με τον Μουρίκη, μια από τις θεματικές που ξεχωρίζουν στην ταινία είναι αυτή της ‘Aντικατάστασης’.

“Όλα αντικαθίστανται από κάτι άλλο. Ίδιο αλλά άλλο. Η γλώσσα, η κουλτούρα, η πατρίδα, η δουλειά, μέχρι και κάποιος ‘ένοχος’, στο πλαίσιο της πλοκής σχεδόν αντικαθίσταται από κάποιον άλλο. Και όλα αυτά με κωμικό τρόπο φυσικά που δίνει και την ξεχωριστή δυναμική στην έννοια της ‘Aντικατάστασης’.

“Αυτό για μένα προσδίδει το μοντέρνο, το σύγχρονο χρώμα που ορίζει ο Τσιλιμιδός και εμείς οι ηθοποιοί καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε”.

Με τον σκηνοθέτη συνδέονται με φιλία χρόνων που ξεκινά από την εποχή που ο Μουρίκης έμενε και σπούδαζε στην Αυστραλία.

ΔΙΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ –> Βαγγέλης Μουρίκης: Με ένα πρόσωπο που βάζει σε μπελάδες

Και το κλίμα συνεργασίας μεταξύ των ηθοποιών και των υπόλοιπων συντελεστών στην Ταβέρνα έδωσε κατά κάποιον τρόπο το έναυσμα για έναν νοητικό ταξίδι στα παλιά.

Το περιβάλλον που παραθέτει ο Μουρίκης είναι πολυπολιτισμικό με τον κάθε καλλιτέχνη να φέρνει τις δικές του καταβολές σε ένα κοινό εγχείρημα.

“Και το θέατρο εδώ, απ ότι θυμάμαι είχε τέτοια χαρακτηριστικά. Δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται σήμερα εδώ, αλλά λέγαμε θα κάνουμε αυτό και γινόμαστε κομμάτι του πρότζεκτ, της προσπάθειας. Γινόσουνα δημιουργικός σε έναν συγκεκριμένο χώρο, σε μια δεδομένη στιγμή για ένα θέμα. Ανήκεις εκεί που είσαι και προσπαθείς να δημιουργείς όπως μπορείς γιατί έτσι νιώθεις ότι ανήκεις περισσότερο, και μπορεί και κάτι καλό να βγει έτσι κι αλλιώς.”

Αντίστοιχα περιγράφει και το παρασκήνιο των γυρισμάτων της Ταβέρνας που πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα μόλις 16 ημερών σε μια πραγματική ταβέρνα της Μελβούρνης.

“Ο περιορισμένος χρόνος των γυρισμάτων δεν έχει καμιά σημασία, σημασία έχει ότι το έργο υπάρχει με πολύ καλά θεμέλια και όλος ο χρόνος που δουλέψαμε μαζί είχε αυτά τα χαρακτηριστικά, ήμασταν όλοι μαζί για να το φτιάξουμε, και έχω την εντύπωση ότι σε μεγάλο βαθμό έγινε αρκετά καλά.

“Ο κόσμος ανοιχτός και συνεργάσιμος, η ατμόσφαιρα τέτοια όπως πάντα θα την ήθελες για να δουλέψεις σε ένα έργο. Πραγματικά, μόνο καλά λόγια έχω να πω για αυτό το ‘ταξίδι’ και τους συνεργάτες[…] μια προσπάθεια που τη βρίσκω τόσο συναισθηματική και σύγχρονη και ταυτόχρονα ακομπλεξάριστα ανάλαφρη και ουσιώδη, σαν ιστορία και σαν στήσιμο”.

*”Η Ταβέρνα” θα προβάλλεται από τις 2 Ιουλίου στα σινεμά Palace, Classic, Lido, Cameo και Ritz ανά τη χώρα.