Μελέτη με δείγματα πάνω από 50.000 γυναίκες στις ΗΠΑ, δείχνει ότι γυναίκες οι οποίες έκαναν παιδιά διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν από διαβήτη τύπου 2, από εκείνες που δεν έγιναν μητέρες. Αν θηλάσουν, όμως, το κάθε παιδί τους τρεις μήνες, διαφεύγουν αυτόν τον κίνδυνο.

Η πρόεδρος του Αυστραλιανού Συνδέσμου Θηλασμού, Κέϊτ Μόρτενσεν, δηλώνει ότι, ενώ η διαπίστωση αυτή είναι οπωσδήποτε ενθαρρυντική, περισσότερα απαιτείται να γίνουν σ’ αυτόν τον χώρο.

Στην Αυστραλία, όπως θα πει η ίδια μόνο 65% των μητέρων θηλάζουν τα παιδιά τους περισσότερο από τρεις μήνες, μόνο δε 40% φτάνουν τους έξι μήνες θηλασμού.
«Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει αρκετή πληροφόρηση για τα οφέλη του θηλασμού, αλλά ούτε και η απαιτούμενη κοινωνική στήριξη. Ο λόγος που οι περισσότερες μητέρες διακόπτουν νωρίς τον θηλασμό των μωρών τους είναι γιατί δεν έχουν επαρκή άδεια από την εργασία τους ή γιατί δεν έχουν αρκετό γάλα.

Και οι δύο όμως αυτοί παράγοντες μπορούν να ανατραπούν και να βρεθούν λύσεις. Ο συχνός θηλασμός υποβοηθεί τη παραγωγή γάλακτος. Η αντίληψη που επικρατεί ότι ο θηλασμός πρέπει να γίνεται κάθε τρεις με τέσσερις ώρες», κατά τη γνώμη της κ. Μόρτενσεν, είναι λανθασμένος. «Ένα κανονικό μωρό χρειάζεται συχνά γεύματα τους πρώτους μήνες. Αυτό, όσο μεγαλώνει αλλάζει. Ο θηλασμός βοηθά στην απώλεια βάρους, δεδομένου ότι επηρεάζει τον μεταβολισμό, συντείνει δε στην μείωση των επιπέδων του άγχους της μητέρας».
 Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση Ραντ σχεδίασε μια Παναυστραλιανή Στρατηγική Θηλασμού για το διάστημα 2010 – 2015.

«Για να γίνουν αισθητά όμως τα οφέλη θα πρέπει να στηριχτεί και να μπει σε εφαρμογή», υποστηρίζει ο Αυστραλιανός Σύνδεσμος Θηλασμού.