Μιχάλης & Κλειώ Νικάκη: Η ιστορία ενός ζεύγους που έθεσε τα θεμέλια του ελληνισμού της Lonsdale street

Με αφορμή το "τελευταίο αντίο" στη μητέρα της που "έφυγε" τον περασμένο μήνα, η Φιόνα Στρίντζου κάνει μια αναδρομή στο οικογενειακό της παρελθόν που συνδέεται άρρηκτα με την εδραίωση του ιστορικού ελληνικού "πυρήνα" της Μελβούρνης

Πριν μερικές εβδομάδες, στα τέλη του Απρίλη, έφυγε από τη ζωή μια από τις πιο ιστορικές φυσιογνωμίες της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης, η Κλειώ Νικάκη, σύζυγος του αείμνηστου Μιχάλη Νικάκη.

Το όνομα του ομογενή είχε συνδεθεί με τον κεντρικό δρόμο, πυρήνα της ομογένειας στην πόλη, όπου λειτούργησε στο πέρασμα των δεκαετιών κάποιες από τις πιο γνωστές επιχειρήσεις εστίασης, μεταξύ άλλων το Xenia Restaurant, το Grinos, το Panorama Reception και το Hellas Reception.

Διόλου τυχαία, όπως εξομολογείται σήμερα η κόρη του, Φιόνα Στρίντζου, τον θυμάται να “ζει στη Lonsdale Street και να έρχεται στο σπίτι μόνο πέντε ώρες για να κοιμηθεί”.

Την περίοδο που η “ελληνική γειτονιά” ήταν στο ζενίθ της, η Φιόνα έφηβη τότε σταματούσε μετά από το σχολείο από το εστιατόριο του πατέρα της Xenia, και έκανε μια βόλτα-πέρασμα από άλλα καταστήματα συμπαροίκων όπως το ντελικατέσεν του Πιτσιλίδη, το δισκάδικο του Καρρά, το μαγαζί των Παπαδομανωλάκη με τα βαφτιστικά, το εστιατόριο Κυψέλη [εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Tsindos] και… η λίστα συνεχίζεται.

“Τα ήξερα όλα”, αναπολεί με νοσταλγία την εικόνα ενός πηρήνα της ομογένειας που ξεθώριασε με τα χρόνια.

Για τη Φιόνα ο σύνδεσμος παραμένει ισχυρός βέβαια και λόγω της οικογενειακής σφραγίδας που άφησαν στη Lonsdale Street οι πρωτοπόροι γονείς της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ –> Πέθανε η Κλειώ Νικάκη σε ηλικία 90 ετών

Τα μαγαζιά που είχε ο πατέρας της ήταν τόσα που και η ίδια χάνει τον λογαριασμό.

Όμως σε αυτά που ξεχωρίζει συγκαταλλέγεται σίγουρα το Hellas Club, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή.

Μιλώντας στον “Νέο Κόσμο”, η Φιόνα εξηγεί το γιατί.

ΜΙΑ ΠΑΡΟΙΚΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ

“Το κύριο πελατολόγιο των γονιών μου στο Hellas Club ήταν Έλληνες του Lonsdale street, ειδικά άνδρες που είχαν έρθει την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης.

“Ήταν ελεύθεροι χωρίς οικογένειες, και δεν είχαν πού αλλού να φάνε”, περιγράφει χαρακτηριστικά.

Παρόμοια και η κατάσταση του πατέρα της όταν πρωτοαφίχθη στη Μελβούρνη. Ο κ. Μιχάλης μετανάστευσε από τα Χανιά το 1938 σε ηλικία 25 ετών.

Σε αντίθεση όμως με πολλούς τότε συνταξιδιώτες του, άφηνε πίσω μια άνετη και οκονομικά ευκατάστατη ζωή στην Κρήτη. Ο λόγος της φυγής του δεν ήταν η φτώχεια, αλλά η αριστερή του ιδεολογία.

“Είχε πάει φυλακή στη Σούδα”, λέει η Φιόνα, δείχνοντάς μας μια εργοτεχνία που είχε δημιουργήσει εκείνα τα χρόνια για να περνάει η ώρα.

“Ήρθε με ένα φορτηγό-πλοίο και έμεινε με τον αδελφό του παππού τον θείο Γιώργο”.

Ο Γιώργος Νικάκης ήταν ιδιοκτήτης του Centenary Hotel, όπου πολλοί Έλληνες νοίκιαζαν δωμάτια και βρισκόταν… πού αλλού… επί της Lonsdale street.

Το κέντρο της ομογένειας της Μελβούρνης είχε αρχίσει να εδραιώνεται.

Παλαιότερα αφιχθέντες μετανάστες που ήταν πλέον εγκατεστήμενοι επωφελήθηκαν από τους νεοφερμένους που άφηναν τα χρήματά τους στις ελληνικές επιχειρήσεις, μεταξύ αυτών και του θείου Γιώργου.

“Ντυνόταν με τέσσερα κουστούμια, πούρο στο στόμα, οδηγούσε μια τζάγκουαρ και ζούσε σε έπαυλη”, θα πει η Φιόνα.

“Ο πατέρας μου έβγαλε επίσης εύκολα λεφτά βέβαια με σκληρή δουλειά”, λέει και συμπληρώνει ότι δεν δίσταζε να τα ξοδέψει.

“Τα πάθη ήταν το ποδόσφαιρο, η πολιτική, τα χαρτιά και τα καφενεία και ήταν ένας από τους πιο εξαίρετους αυτοδίδακτους μάγειρες που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Έμαθε από κάποιον που είχε έρθει εδώ από την Αίγυπτο, και ήταν καθώς φαίνεται καλός σεφ. Και παρότι δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με εστιατόρια στην Κρήτη, λάτρευε το φαγητό. Για του λόγου το αληθές, όταν πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1977, βρισκόταν στο Queen Victoria Market και αγόραζε φαγητό από ένα εστιατόριο.

“Λάτρευε επίσης τη ζωή”, λέει η Φιόνα αποδίδοντας την επιτυχία του μεταξύ άλλων στο δίκτυο επαφών που είχε φροντίσει να δημιουργήσει. Αλλά υπήρχε ένα ακόμη καθοριστικής σημασίας “συστατικό”.

“Ο κόσμος τον γνώριζε και τους προσέλκυε λόγω προσωπικότητας, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήρθε όταν αυτό το χαρακτηριστικό ήρθε να συμπληρώσει η εξυπνάδα της μητέρας μου και το επιχειηματικό της ένστικτο”.

Η “ΣΥΝΤΑΓΗ” ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

Η Κλειώ (Κλεάνθη Σιγανάκη) ήρθε στην Αυστραλία σε ηλικία 17 ετών το 1948. Απόφοιτη μόλις λυκείου και κορυφαία στην τάξη της, την προόριζαν για νύφη. Το όνειρο για σπουδές πανεπιστημίου το άφησε πίσω της, ερχόμενη να συναντήσει και να παντρευτεί έναν άνδρα 17 χρόνια μεγαλύτερό της που δεν είχε καν γνωρίσει.

Η Κλειώ έφτασε στην Αυστραλία με το πλοίο Radnik.

“Ήρθε σε ένα πλουσιόσπιτο, στο σπίτι του θείου μου, όπου έμεινε ωσότου παντρεύτηκε”, περιγράφει η Φιόνα.

Εκεί θα έπιανε φιλία με την κόρη του θείου της Φιόνας, Esther.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ –> «Πατρίς», «Ελληνίς», «Αυστραλίς» Τα καράβια που μας έφεραν

Το γαμήλιο γλέντι πραγματοποιήθηκε σε καφετέρια που διατηρούσε ο Μιχάλης επί της Lygon Street. Το ζευγάρι ακριβώς από πάνω.

Η Κλειώ βάλθηκε να μάθει αγγλικά καταφέρνοντας να τα τελειοποιήσει και μάλιστα, όπως λέει με υπερηφάνεια η κόρη της, “χωρίς ίχνος προφοράς”.

“Όταν ήμασταν μικροί τη διορθώναμε και η ίδια διόρθωνε τον εαυτό της, γιατί η μαμά μου αγαπούσε τη μάθηση και τον πολιτισμό. Επειδή ποτέ δεν κατάφερε να τελειώσει την εκπαίδευσή της, έδινε μεγάλη σημασία [στην παιδεία] για αυτό και εγώ και τα αδέλφια μου πήγαν στο πανεπιστήμιο”.

Κανένα από τα παιδιά του ζεύγους πάντως δεν θέλησε να συνεχίσει την επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας.

Το πρώτο γράμμα στην μέλλουσα σύζυγό μετά τoν εξ αποστάσεως αρραβώνα τους

Σημειωτέον, εκείνη την εποχή στη δεκαετία του ’70, το Xenia θεωρούνταν από τα κορυφαία ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης.

Ο κόσμος της εστίασης, λέει η Φιόνα, δεν έχει αυτή την αίγλη που “πλασάρουν” οι εκπομπές μαγειρικής. Είναι μάλλον λιγότερο γκλάμουρ και περισσότερη δουλειά, εξηγεί.

“Η μητέρα μου ξεκίνησε να δουλεύει το 1960 όταν ήμουν έξι ή επτά και δεν την έβλεπα πολύ. Δούλευε μέχρι αργά και αποδείχθηκε ευφυής επιχειρηματίας. Αγαπούσε τις επιχειρήσεις και τον κόσμο και ήταν φεμινίστρια πριν τον καιρό της. Αλλά σπάραζε η καρδιά μου να βλέπω τη μητέρα μου να εργάζεται τόσο σκληρά. Δεν ένιωθα ότι αυτό που είχε ήταν πραγματική ποιότητα ζωής”.

Σήμερα, η Φιόνα θυμάται αυτά τα χρόνια με νοσταλγία και αντιλαμβάνεται ότι η επιχειρηματική δράση της οικογένειάς της δεν είχε πρώτιστο γνώμονα το οικονομικό κέρδος αλλά βασιζόταν σε μια πραγματική σχέση δούναι και λαβείν με την ελληνική κοινότητα.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τόσο η Φιόνα όσο και ο σύζυγός της Πίτερ Στρίντζος, θυμούνται και άλλους “παλιούς” ομογενείς επιχειρηματίες και παράγοντες που ακολουθούσαν έμπρακτα αυτή τη φιλοσοφία αμοιβαιότητας με την παροικία, όπως ο Λήμνιος Θησέας Μαρμαράς – πάλαι πότε πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης μεταξύ άλλων – που βοηθούσε νεοφερμένους Έλληνες στην Αυστραλία.

“Θυμάμαι τον Θησέα να μου λέει κάποτε ‘ Δεν έχω χάσει ούτε μια λίρα από Ελληνα’ “, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πίτερ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ –> Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία είναι οι πραγματικοί ήρωες της ξενιτιάς…

Ο Πίτερ σέρβιρε τραπέζια στο οικογενειακό εστιατόριο του Νικάκη ως απόφοιτος τότε λυκείου και θυμάται τον Μιχάλη να ταΐζει τους φτωχούς, να στηρίζει όσους είχαν προβλήματα ψυχικής υγείας, μια εποχή που δεν υπήρχε η κατάλληλη αναγνώριση ή φροντίδα για αυτά, και να μην διστάζει ποτέ να “εφευρέσει” κάποια δουλειά για να δώσει σε όσους η περηφάνεια δεν επέτρεπε να λάβουν βοήθεια χωρίς εργασία.

“Νομίζω όποιος ήρθε από την Κρήτη πολύ πιθανόν να πέρασε από κάποιο από τα εστιατόρια του πατέρα μου”, λέει η Φιόνα.

Η τότε κοινωνία, όπως τη θυμάται, στεκόταν σύσσωμη ενάντια στον ρατσισμό. Η ίδια, λέει, δεν βίωσε ποτέ ρατσιστικές “επιθέσεις” σε αντίθεση με τον πατέρα της που άκουγε συχνά τους χαρακτηρισμούς “dago” και “wog”.

Τα μέλη της κοινότητας αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες συλλογικά, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον, τους ένωναν δεσμοί εμπιστοσύνης.

“Οι γονείς μου ήταν ‘Χριστιανοί’ και φιλάνθρωποι με την πραγματική σημασία του όρου”, λέει η Φιόνα.

“Κόσμος περπατούσε στον δρόμο χωρίς δεκάρα και ο πατέρας μου τους έπαιρνε κοντά του και τους τάιζε”.

Θυμάται τους γονείς της ως αληθινούς πρωτοπόρους.

“Δεν υπήρχε αυτό που ακούμε ‘θα κάτσουμε μόνο για πέντε χρόνια’. Ήρθαν εδώ για να μείνουν”.