Ανησυχητικά υψηλά ποσοστά βακτηριακής ανθεκτικότητας σε κοινά συνταγογραφούμενα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία παιδιών και βρεφών έχουν διαπιστωθεί σε χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού, σύμφωνα με μελέτη της οποίας ηγήθηκαν ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ (University of Sydney).
Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες στα συμπεράσματά τους, τα οποία δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο περιοδικό «Lancet South East Asia», κάποια αντιβιοτικά που συνιστώνται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.) είχαν αποτελεσματικότητα μικρότερη του 50% στη θεραπεία παιδικών λοιμώξεων, όπως η πνευμονία, η σηψαιμία (λοιμώξεις της κυκλοφορίας του αίματος) και η μηνιγγίτιδα.
Οι περιοχές που επηρεάζονται περισσότερο βρίσκονται στη Νοτιοανατολική Ασία και τον Ειρηνικό, συμπεριλαμβανομένης της Ινδονησίας και των Φιλιππίνων, όπου κάθε χρόνο καταγράφονται χιλιάδες θάνατοι παιδιών λόγω της ανθεκτικότητας βακτηρίων στα αντιβιοτικά.
Ο Π.Ο.Υ. έχει ανακοινώσει ότι η μικροβιακή αντοχή (antimicrobial resistance – AMR) είναι μία από τις 10 κορυφαίες παγκόσμιες απειλές για τη δημόσια υγεία που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα.
Στα νεογέννητα, εκτιμάται ότι κάθε χρόνο εμφανίζονται παγκοσμίως τρία εκατομμύρια περιπτώσεις σήψης, με έως και 570.000 θανάτους: πολλά από αυτά οφείλονται στην έλλειψη αποτελεσματικών αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση των ανθεκτικών βακτηρίων.
Τα νέα ευρήματα, προστίθενται στα διαρκώς αυξανόμενα στοιχεία ότι τα κοινά βακτήρια που ευθύνονται για τη σήψη και τη μηνιγγίτιδα στα παιδιά είναι συχνά ανθεκτικά στα συνταγογραφούμενα αντιβιοτικά.
Η έρευνα αποκαλύπτει την επείγουσα ανάγκη για επικαιροποίηση των παγκόσμιων κατευθυντήριων οδηγιών για τα αντιβιοτικά, ώστε να αντικατοπτρίζουν τους ταχέως εξελισσόμενους ρυθμούς της ΑΜR (η πιο πρόσφατη κατευθυντήρια γραμμή του Π.Ο.Υ. δημοσιεύθηκε δέκα χρόνια πριν, το 2013).
Η μελέτη διαπίστωσε ότι ένα συγκεκριμένο αντιβιοτικό, η κεφτριαξόνη (ceftriaxone), ήταν πιθανό να είναι αποτελεσματικό στη θεραπεία μόνο μίας στις τρεις περιπτώσεις σήψης ή μηνιγγίτιδας σε νεογέννητα.
Η κεφτριαξόνη χρησιμοποιείται επίσης ευρέως στην Αυστραλία για τη θεραπεία πολλών λοιμώξεων στα παιδιά, όπως η πνευμονία και οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος.
Ένα άλλο αντιβιοτικό, η γενταμυκίνη (gentamicin), βρέθηκε πιθανότατα να είναι αποτελεσματικό στη θεραπεία λιγότερων από τις μισές περιπτώσεις σηψαιμίας και μηνιγγίτιδας σε παιδιά.
Η γενταμικίνη συνταγογραφείται συνήθως μαζί με τις αμινοπενικιλλίνες (aminopenicillins), οι οποίες, όπως έδειξε η μελέτη, έχουν επίσης χαμηλή αποτελεσματικότητα στην καταπολέμηση των λοιμώξεων σε βρέφη και παιδιά.
«ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΟΣΙΑ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ»
«Δεν έχουμε ανοσία σε αυτό το πρόβλημα, η πίεση που ασκεί η αντιμικροβιακή αντοχή βρίσκεται στο κατώφλι μας», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ Phoebe Williams, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ.
Η Δρ Williams είναι ειδική σε λοιμώδη νοσήματα και η έρευνά της επικεντρώνεται στη μείωση της μικροβιακής αντοχής σε περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης υψηλής επιβάρυνσης στη Νοτιοανατολική Ασία. Εργάζεται επίσης ως Κλινικός Ιατρός στην Αυστραλία.
Όπως τόνισε, τα κρούσματα πολυανθεκτικών βακτηριακών λοιμώξεων στα παιδιά αυξάνονται σε όλο τον Κόσμο.
Η AMR αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα για τα παιδιά σε σχέση με τους ενήλικες καθώς νέα αντιβιοτικά είναι λιγότερο πιθανό να δοκιμαστούν στις μικρότερες ηλικίες και να διατεθούν στην κυκλοφορία.
Η Δρ Williams προειδοποίησε ότι τα συμπεράσματα της μελέτης θα πρέπει να «χτυπήσουν καμπανάκια» σε όλο τον Κόσμο, και βέβαια στην Αυστραλία.
«Η αντίσταση στα αντιβιοτικά αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι αντιλαμβανόμαστε. Χρειαζόμαστε επειγόντως νέες λύσεις για να σταματήσουμε τις διεισδυτικές πολυανθεκτικές λοιμώξεις και τους άσκοπους θανάτους χιλιάδων παιδιών κάθε χρόνο».
«Πιθανότατα θα έχουμε μια δύσκολη, πολυανθεκτική λοίμωξη που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε σε παιδιά και μωρά τουλάχιστον μία φορά το μήνα τώρα στην Αυστραλία», δήλωσε σχετικά στο ABC. «Ενώ πριν από 10 χρόνια μπορεί να ήταν πολύ πιο σπάνια».
Η νέα έρευνα ανέλυσε 6.648 περιπτώσεις βακτηρίων (bacterial isolates), από 11 χώρες για να επανεξετάσει την ευαισθησία στα αντιβιοτικά σε ορισμένα από τα πιο κοινά που προκαλούν παιδικές λοιμώξεις.
Σύμφωνα με την Δρ Wiliams ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά σε παιδικές λοιμώξεις είναι να καταστεί προτεραιότητα η χρηματοδότηση στην έρευνα για νέα φάρμακα.
«Τα κλινικά αντιβιοτικά επικεντρώνονται στους ενήλικες και πολύ συχνά τα παιδιά και τα νεογέννητα παραλείπονται. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε πολύ περιορισμένες επιλογές και δεδομένα για νέες θεραπείες», σχολίασε.
Η ίδια εξετάζει επί του παρόντος ένα πιο παλιό αντιβιοτικό, τη φοσφομυκίνη (fosfomycin), ως προσωρινή «σανίδα σωτηρίας» για τη θεραπεία πολυανθεκτικών λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος σε παιδιά στην Αυστραλία.
Συνεργάζεται επίσης με την Επιτροπή Βελτιστοποίησης Παιδιατρικών Φαρμάκων (Paediatric Drug Optimisation Committee) του Π.Ο.Υ. για να διασφαλίσει ότι τα παιδιά θα έχουν πρόσβαση σε αντιβιοτικά για τη θεραπεία πολυανθεκτικών λοιμώξεων το συντομότερο δυνατό, ώστε να μειωθούν οι θάνατοι λόγω της ΑΜR.
«Η μελέτη αυτή αποκαλύπτει σημαντικά προβλήματα σχετικά με τη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών αντιβιοτικών για τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων στα παιδιά», σχολίασε ο συν-συγγραφέας της, Paul Turner, διευθυντής της Ιατρικής Ερευνητικής Μονάδας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης στην Καμπότζη (που εδρεύει στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο Angkor) και καθηγητής Παιδιατρικής Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η έρευνα, πρόσθεσε, «επισημαίνει επίσης τη συνεχιζόμενη ανάγκη για εργαστηριακά δεδομένα υψηλής ποιότητας για την παρακολούθηση της κατάστασης της ΑΜR, η οποία θα διευκολύνει την έγκαιρη πραγματοποίηση αλλαγών στις κατευθυντήριες γραμμές θεραπείας».