Ερευνητές του Ινστιτούτου για τη Νευροεπιστήμη και την Ψυχική Υγεία Florey, το οποίο εδρεύει στη Μελβούρνη, ανέπτυξαν μια θεραπευτική προσέγγιση με mRNA η οποία στοχεύει την τοξική πρωτεΐνη ταυ (Τ – tau) η οποία συσσωρεύεται στον εγκέφαλο ασθενών που πάσχουν από τη νόσο Αλτσχάιμερ και άλλες μορφές άνοιας.
Μέχρι σήμερα, το mRNA έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως για εμβόλια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση της COVID-19.
Το mRNA είναι ένα είδους «μεταφορέα» ο οποίος έχει επιλέξει από όλο το DNA (τη γενετική «αποθήκη» πληροφοριών) να μεταφέρει μία συγκεκριμένη μόνο πληροφορία (=αλληλουχία) που αντιστοιχεί στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου μόνο πρωτεϊνικού μορίου.
Η νέα έρευνα που έγινε και τα συμπεράσματά της δημοσιεύτηκαν προ ημερών στο περιοδικό Brain Communications (Oxford Academic) καθιερώνει το Ινστιτούτο Florey βασικό «παίκτη» στον τομέα του mRNA, με τη Δρ Rebecca Nisbet να οδηγεί την τεχνολογία σε μία νέα σημαντική κατεύθυνση.
«Αυτή είναι η πρώτη φορά που το mRNA διερευνάται για χρήση στη νόσο Αλτσχάιμερ. Η εργασία μας σε κυτταρικά μοντέλα αποδεικνύει ότι αυτή η τεχνολογία μπορεί να εξυπηρετήσει και άλλους σκοπούς εκτός από την ανάπτυξη εμβολίων», δήλωσε η ίδια.
Η επιστήμονας παρομοίασε το mRNA με ένα «εγχειρίδιο οδηγιών» για τα κύτταρα.
«Μόλις παραδοθεί στο κύτταρο, το κύτταρο ‘διαβάζει’ το mRNA και παράγει ένα αντίσωμα».
Η ομάδα του The Florey χρησιμοποίησε το mRNA σε μοντέλα για να δώσει οδηγίες στα κύτταρα για τη δημιουργία του «RNJ1», ενός αντισώματος που ανέπτυξε η Δρ Nisbet για να στοχεύσει στην ταυ, που συσσωρεύεται στα εγκεφαλικά κύτταρα των ασθενών με άνοια.
«Είναι η πρώτη φορά, εξ όσων γνωρίζουμε, που ένα αντίσωμα ταυ είναι σε θέση να εμπλέξει την πρωτεΐνη αυτή μέσα στο κύτταρο».
Η επικεφαλής συντάκτρια των συμπερασμάτων της έρευνας, διδακτορική φοιτήτρια Patricia Wongsodirdjo δήλωσε σχετικά: «Η τεχνική μας μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε θεραπευτικό αντίσωμα και οραματιζόμαστε ότι αυτή η στρατηγική, όταν συνδυάζεται με το ‘πακέτο’ νανοσωματιδίων, θα ενισχύσει τη στόχευση των τοξικών μορίων στον εγκέφαλο και θα βελτιώσει τα αποτελέσματα των ασθενών σε σύγκριση με τις συμβατικές προσεγγίσεις».
Η Δρ Nisbet επισήμανε πάντως ότι το «RNJ1» χρειάζεται ακόμη περαιτέρω έρευνα.
Όπως είπε, οι αναδυόμενες θεραπείες για τη νόσο Αλτσχάιμερ, όπως η λεκανεμάμπη (lecanemab) -η οποία έχει εγκριθεί στις ΗΠΑ και εξετάζεται στην Αυστραλία- είναι πολλά υποσχόμενες, ωστόσο είναι ακριβές και δεν αποτελούν αποτελεσματικό τρόπο για να μεταφερθεί ένα ενεργό αντίσωμα στα εγκεφαλικά κύτταρα.
«Με τα συμβατικά αντισώματα, όπως η λεκανεμάμπη, η μικρή ποσότητα αντισώματος που εισέρχεται στον εγκέφαλο μπορεί να απομακρύνει κάποια επιβλαβή πλάκα που βρίσκεται έξω από τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, αλλά δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε τοξικές πρωτεΐνες όπως η ταυ, η οποία βρίσκεται στα εγκεφαλικά μας κύτταρα», εξήγησε η ίδια.
Περισσότεροι από 55 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με άνοια παγκοσμίως (πάνω από 400.000 στην Αυστραλία), αριθμός που αναμένεται να φτάσει τα 78 εκατομμύρια μέχρι το 2030 (και πάνω από 1 εκατ. στην Αυστραλία έως το 2058).
Περίπου το 70% των περιπτώσεων άνοιας προκαλείται από τη νόσο Αλτσχάιμερ (Alzheimer’s), ενώ η αγγειακή άνοια (vascular dementia), που προκαλείται από βλάβη των αιμοφόρων αγγείων, αποτελεί το 20%.